Της Λένας Κισσάβου
Διφορούμενες οι απόψεις του εκπαιδευτικού κόσμου πάνω στο
νέο πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία, που εξήγγειλε ο υπουργός κ. Αριστείδης Μπαλτάς.
Κάποιοι βρίσκουν ότι επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα, κάποιοι αναγνωρίζουν ότι γίνονται νέα βήματα στην παιδεία, κάποιοι βλέπουν «παγίδες» σε αυτά, άλλοι όπως οι εκπαιδευτικοί στον ιδιωτικό τομέα βλέπουν να ξημερώνουν καλύτερες μέρες, αλλά όλοι συγκλίνουν στο ότι πρέπει να γίνει διάλογος με τους εκπαιδευτικούς, για όλα αυτά που προωθούνται.
Πάντα άλλωστε υπάρχουν οι δύο όψεις του νομίσματος και δύο ερμηνείες, εκτός από τις περιπτώσεις ξεκάθαρων αποφάσεων όπως για παράδειγμα η κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων.
Μέχρι λοιπόν να τις κρίνει το αποτέλεσμα, ο εκπαιδευτικός κόσμος προβληματίζεται και είναι σε αναμονή, ενώ εκπρόσωπός του, η πρόεδρος της ΕΛΜΕ Ν. Λάρισας κ. Ερμιόνη Μαγαλιού, μάς καταθέτει την εκτίμησή της για το πολυνομοσχέδιο, παρουσιάζοντας όλα όσα χαιρετίζουν, αλλά και όλα όσα κρίνουν ότι χρήζουν καλύτερης επεξεργασίας και διευκρινίσεων.
«Το πολυνομοσχέδιο είναι μάλλον μια μεταβατική λύση. Διορθώνει αλλά δεν λύνει…», υποστηρίζει η κ. Μαγαλιού και αναλυτικότερα μας αναφέρει: «Η εκπαίδευση είναι ο καθρέφτης μιας πολιτείας. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ευθαρσώς: «πες μου την παιδεία σου, να σου πω ποιος είσαι». Αυτό το γνωρίζουμε όλοι, γι’ αυτό και η κοινοποίηση του νέου Πολυνομοσχεδίου για την Εκπαίδευση έφερε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου την Παιδεία, το μέγα ζητούμενο ή το μεγάλο ασθενή για τη χώρα μας. Ευτυχώς θα μπορούσε κάποιος που δεν είναι τεχνοκράτης να πει, για να πάψουν οι αγορές και οι απαιτήσεις τους να μονοπωλούν το ενδιαφέρον μας. Και για να θυμηθούμε –μια που όλη η κοινωνία μιλάει για ανάπτυξη και επενδύσεις-ότι η εκπαίδευση αποτελεί την καλύτερη επένδυση που μπορεί να κάνει μια χώρα.
Τι ευαγγελίζεται το νέο πολυνομοσχέδιο; Μια σειρά σαρωτικών αλλαγών. Είναι ευπρόσδεκτες; Κάποιες από αυτές, ναι, ειδικά όσες αποτελούν νίκη του κινήματος των εκπαιδευτικών.
Με το νομοσχέδιο αυτό ακυρώνονται οι διαθεσιμότητες και οι απειλούμενες απολύσεις εκπαιδευτικών και γίνεται η επανασύσταση όλων των ειδικοτήτων που καταργήθηκαν, καθώς και η επαναφορά των εκπαιδευτικών της ΤΕΕ στις οργανικές τους θέσεις.
Καταργείται επίσης ο θεσμός της διαθεσιμότητας. Να μην ξεχνούμε ότι μέσα σε μια νύχτα εκπαιδευτικοί είχαν βρεθεί στον δρόμο –την ίδια εποχή που όλη η κοινωνία αγωνιούσε για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας-και οι μαθητές τους αναγκάστηκαν να στραφούνε στα ιδιωτικά ΙΕΚ για να παρακολουθήσουν τις Ειδικότητές τους –την ίδια εποχή που η φτώχεια χτυπούσε την πόρτα περισσότερων οικογενειών.
Ωστόσο περιμένουμε κι άλλες ρυθμίσεις πάνω σε αυτό το θέμα: «Απαιτούμε να επιστρέψουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα όλοι οι εκπαιδευτικοί της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης στις οργανικές τους θέσεις. Καλούμε επίσης το Υπουργείο Παιδείας να προχωρήσει άμεσα στη νομοθετική ρύθμιση της επαναλειτουργίας όλων των τομέων και των ειδικοτήτων των ΕΠΑΛ και των ΕΠΑΣ που καταργήθηκαν στα ΕΠΑΛ», σύμφωνα με την επίσημη θέση της ΟΛΜΕ.
Τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε γι’ αυτές τις αλλαγές; Δίνουν πιο δημοκρατικές λύσεις σε πολλά ζητήματα, από τη μνημονιακή εκπαιδευτική πολιτική που επέβαλε ένα αυταρχικό κλίμα χειραγώγησης: Καταργείται για παράδειγμα η αυτοδίκαιη αργία των μνημονιακών πειθαρχικών νόμων, στα Πανεπιστήμια και τα ΑΤΕΙ καταργούνται τα Συμβούλια Διοίκησης και όλες οι αρμοδιότητες πηγαίνουν στα συλλογικά όργανα, και για την επιλογή των Διευθυντών ζητείται η γνώμη του συλλόγου διδασκόντων του σχολείου, στο οποίο επιθυμούν να βάλουν υποψηφιότητα (33% επί της συνολικής μοριοδότησης). Στο θέμα όμως της επιλογής των Διευθυντών αναμένουμε απαντήσεις σε όλα τα σημεία που χρήζουν επεξηγήσεων, διότι οι ερωτήσεις είναι πολλές.
Πιστεύω πάντως ότι όλοι μας οφείλουμε συνεχώς να διεκδικούμε τις δημοκρατικές τομές. Είναι σημαντικό να ενισχυθεί ο σύλλογος διδασκόντων, γιατί έτσι θα επιτευχθεί τόσο η δημοκρατική χειραφέτηση των εκπαιδευτικών όσο και η ενίσχυση της συλλογικής ευθύνης. Πώς θα στηριχτούν οι εκπαιδευτικοί, αν δεν περιβληθούν παράλληλα με εμπιστοσύνη; Το εκπαιδευτικό κίνημα δεν φοβάται τη δημοκρατία, αντίθετα την προστατεύει. Εξάλλου το οφείλει στις νέες γενιές ποτέ να μην σταματά να την υπερασπίζεται για να τους οπλίσει με δημοκρατική συνείδηση κατά το παράδειγμά του.
Και φυσικά και σε αυτό το καίριο ζήτημα του εκδημοκρατισμού του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της δημόσιας Εκπαίδευσης πρέπει να γίνουν κι άλλα βήματα: να απαλειφθεί πλήρως το περίφημο «αδίκημα» της «αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας» από τα πειθαρχικά αδικήματα, γιατί με την ασάφειά του έχει δημιουργήσει «βιομηχανία» πειθαρχικών διώξεων, να διασφαλιστεί πλήρως το δικαίωμα της απεργίας, ώστε να μην δίνεται η δυνατότητα σε μελλοντικές κυβερνήσεις για διασταλτική ερμηνεία των διατάξεων του νόμου για την πολιτική επιστράτευση (πάλι με λόγια της ΟΛΜΕ).
Όσον αφορά στο θέμα της αντιμετώπισης της φτώχειας και της ανθρωπιστικής κρίσης η εισαγωγή κάρτας, την οποία οι δικαιούχοι θα χρησιμοποιούν για την προμήθεια των γευμάτων τους από το κυλικείο δίνει μια κάποια λύση στο πρόβλημα των παιδιών που δεν τους αξίζει να στιγματιστούν κοινωνικά για την οικονομική δυσπραγία των οικογενειών τους. Ή η χαρτογράφηση των σχολείων ίσως βοηθά να εντοπιστούν «εκείνα στα οποία οι μαθητές αντιμετωπίζουν ουσιαστικό πρόβλημα σίτισης και δεν λειτουργούν κυλικεία». Η κοινωνία όμως απαιτεί την εξάλειψη της φτώχειας και όχι απλά τη θεραπεία, γιατί η φτώχεια διώχνει τα παιδιά από το σχολείο, παρά τις επίσημες διακηρύξεις περί συμμετοχής όλου του πληθυσμού σχολικής ηλικίας στις βασικές εκπαιδευτικές διαδικασίες του υποχρεωτικού σχολείου.
Κι επειδή όλα τα παιδιά πρέπει να συμμετέχουν ισότιμα, θεωρώ, πως είναι σε καλό δρόμο τόσο η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων όσο και η ρύθμιση θεμάτων εκπαιδευτικού περιεχομένου και ωραρίου των Φροντιστηρίων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και των Κέντρων Ξένων Γλωσσών, αλλά και η βελτίωση της λειτουργίας του θεσμού της παράλληλης στήριξης για τα παιδιά που παρακολουθούν ειδική αγωγή. Η Ειδική Αγωγή πρέπει να θωρακιστεί κι άλλο για να μην υπολείπονται σε τίποτα τα παιδιά που τη χρειάζονται, αν θέλουμε να ανεβάσουμε το δείκτη πολιτισμού μας. Τα Φροντιστήρια και τα Ιδιωτικά Σχολεία πρέπει να τηρούν τους νόμους της Πολιτείας για ευνόητους λόγους: ευνομίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Ενώ η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων ξαλαφρώνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό από τις δαπάνες για τα φροντιστήρια, μια που η τράπεζα θεμάτων προσανατόλιζε τη μάθηση στις επουσιώδεις λεπτομέρειες των γνωστικών αντικειμένων και έβαζε από νωρίς τους μαθητές στη λογική της προετοιμασίας για το Πανεπιστήμιο.
Ωστόσο και με αυτό το πολυνομοσχέδιο παραμένουν ανεκπλήρωτα αιτήματα: η κατάργηση του θεσμικού πλαισίου της αξιολόγησης και της σύνδεσης με τον μισθό και τον βαθμό, η κατοχύρωση άμεσα της ακώλυτης μισθολογικής και βαθμολογικής εξέλιξης, το ξεπάγωμα της ωρίμανσης στους υφιστάμενους βαθμούς και η επανακατάταξη ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας.
Εννοείται βέβαια πως χωρίς χρήματα η Εκπαίδευση θα δυσκολευτεί να αναβαθμιστεί ποιοτικά. Η κάλυψη των κενών λόγου χάρη δεν μπορεί να γίνει, παρά μόνο με νέους μαζικούς διορισμούς και όχι με την αφαίρεση του αριθμού των διαθεσίμων και απολυμένων που επανέρχονται από το συνολικό αριθμό των νέων διορισμών.
Τα τελευταία πέντε χρόνια υπάρχουν 28.500 εκπαιδευτικοί λιγότεροι από το 2010. Επίσης ο εκπαιδευτικός κόσμος διψά για επιμόρφωση. Οι καιροί αλλάζουν κι εμείς πρέπει να είμαστε ένα βήμα μπροστά, όχι πολλά βήματα πίσω.
Συμπέρασμα; Το πολυνομοσχέδιο είναι μάλλον μια μεταβατική λύση. Διορθώνει αλλά δεν λύνει. Ο δρόμος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι μακρύς και δύσκολος. Αν η πολιτεία θέλει να έχει πολίτες με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, συμμετοχή στη δημόσια ζωή και περισσότερες ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να επενδύσει στην παιδεία: τη δημόσια, δωρεάν, δημοκρατική παιδεία. Οφείλει να ανοίξει το διάλογο με όλους τους κοινωνικούς φορείς και επιτέλους όλοι όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία ως εκπαιδευτικοί ή εκπαιδευόμενοι να απαντήσουμε: τι σχολείο θέλουμε; Μπορούμε να συμφωνήσουμε πρώτα μιλώντας εκ πείρας από τις απαντήσεις για το ποιο σχολείο δεν θέλουμε.
Η κοινή συνισταμένη θα βρεθεί, γιατί το θέμα της Εκπαίδευσης είναι εθνικό και κοινωνικό και μας αφορά όλους, γιατί «η παιδεία είναι η καλύτερη άμυνα μιας χώρας».