Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο Κυριακάτικο φύλλο της «Ελευθερίας» (20 Οκτωβρίου 2024), το καλοκαίρι του 1905 ο ποιητής και κριτικός Ρήγας Γκόλφης (ψευδώνυμο του Δημητρίου Δημητριάδη) συνόδευσε τον Δημήτρη Ταγκόπουλο (εκδότη του Αθηναϊκού φιλολογικού περιοδικού «Ο Νουμάς») στον Βόλο και στη Λάρισα της Θεσσαλίας. Από τη Λάρισα ο Γκόλφης πραγματοποίησε ένα σύντομο ημερήσιο ταξίδι στην Κοιλάδα των Τεμπών.
«(…) Δεν είναι βουνά εκείνα και δεν είναι βράχια, είναι δρακόντοι [δράκοι] και γιγάντοι [γίγαντες] απόκοσμοι πετρωμένοι, που οι φοβερές τους μορφές σκορπάνε τον τρόμο, και με τ’ ανάβλεμά τους [τη ματιά τους] που το νοιώθεις στα φυλλοκάρδια σου, λες και θα σε καταπιούνε. Εκεί ψηλά σ’ έναν γκρεμνό θωρείς τα ρείπια [ερείπια] του κάστρου της Ωριάς, κι απάνου στην κορφή του κρεμασμένο ένα μισογκρεμνισμένο πορτοπαράθυρο. Από κείθε λένε πώς κατρακύλησε στο ποτάμι, δίνοντας τελειωμό στην πικραμένη ζωή της, μια ξακουσμένη για την ομορφιά της ρηγοπούλα σκλαβωμένη απόναν [από έναν] πρίντζηπα [πρίγκηπα] στα χρόνια της φραγκιάς [την εποχή των Φράγκων]. Κατά το μέρος της Κίσσαβου [της οροσειράς] λίγο ψηλά από τον όχτο [τις όχθες] περνάει δημόσιος γι’ άμαξα δρόμος σκαλισμένος και φτιασμένος [κατασκευασμένος] απάνου στα βράχια. Κάπου κάπου απανταίνει [συναντά] κανείς κι αχνάρια παλιού δρόμου πούχαν σκαρώσει [επισκευάσει] κατά το φαινόμενο οι αρχαίοι, και βλέπει σε μια μεριά του δρόμου αυτού μια πιγραφή [επιγραφή] με λατινικά γράμματα που την άφησε θύμηση κάποιος Ρωμαίος καταχτητής διαβαίνοντας με τα φουσάτα [στρατεύματα] του από κείθε. Στα πλάγια των βουνώνε [βουνών] υπάρχουνε πολλές πηγές, μια μάλιστα η καλύτερη πούναι τριγυρισμένη όλο από πλατάνια και που το νερό της κρουσταλλωμένο και γάργαρο φανίζεται [εμφανίζεται] στο ανάβλυσμά του, γνωρίζεται [είναι γνωστή] με τ’ όνομα πηγή της Αφροδίτης, γιατί τάχατες, λέει, εκεί κατέβαινε το κάθε πουρνό [πρωινό] από τον Έλυμπο [Όλυμπο] και λούζοταν η αχτιδόβολη [αυτή που ακτινοβολούσε] της ομορφάδας [ομορφιάς] θεά.
Τα νερά του ποταμιού πάντα ήσυχα και σιγαλά τρέχουνε, και πότε κρύβουνται και χάνουνται ανάμεσα στα πυκνά κλαριά, και πότε φαίνουνται τόσο καθάρια [καθαρά] και σιγοκούνητα [αργοκίνητα], που μιάζουνε, λες πλατύ κι αγνό μέτωπο παρθένας. Έτσι τραβάει για κάμποσο το ποτάμι, και το μάτι αχόρταγο δώθε κείθε [εδώ και εκεί] ρίχνεται παντού, έχοντας κάτι να θαμάσει [θαυμάσει], κάπιο ζουγραφιστό [κάποιο ζωγραφιστό] δασάκι ή κάπια σπηλιά ονειρευτή, κάπιο φειδωτό [ελικοειδές] ρέμα ή κάπιο βραχάκι περίεργο.
Κι ο νους θαμπωμένος, και μαζί με τούτον όλες οι αίστησες [αισθήσεις], μάχονται ν’ ακολουθήσουν του ματιού την απόλαψη [απόλαυση]. Όταν τελιώσει πια στο πλάτεμά της ή κοιλάδα, που η στενότερή της μεριά είναι ίσα μ’ εκατό πόδια [= 33 μέτρα] κ’ η πλατύτερη της ίσα με διακόσες πενήντα οργιές [= 457,20 μέτρα], ξαπλώνεται το ποτάμι σ’ έναν μικρό κάμπο κι αφού στριφογυρίσει απάνου [πάνω] σε δαύτον κάνα δυο τρεις φορές, τραβάει έπειτα πέρα κατά τη θάλασσα».
Επιχειρώντας μία αναδρομή στο συνολικό φιλολογικό έργο του Ρήγα Γκόλφη παρατηρούμε ότι «έγραψε και λυρικούς στίχους, και θέατρο, και διηγήματα, και δοκίμια, προπάντων, όμως, για πολλά χρόνια από τις στήλες του «Νουμά», στην καλύτερη ώρα του, δηλαδή πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους και λίγο έπειτα, τα περισσότερα από τα νέα βιβλία της εποχής, τα σημαντικά πνευματικά και κοινωνικά γεγονότα της ίδιας περιόδου, και με κάθε του κείμενο, με κάθε συμμετοχή του στη δύσκολη και όχι ακίνδυνη μάχη των πρωτοπόρων των χρόνων εκείνων προσπαθούσε να καθαρίση την ελληνική ζωή από προλήψεις κι από ψευδαισθήσεις και να της δώση έναν ανώτερο προορισμό, να την βγάλη από το τέλμα και να την οδηγήση σε πλατύτερη κοίτη (…). Ήξερε να προβάλλη και να υπερασπίζεται τις ιδέες του χωρίς να κατεβάζη τη συζήτηση στη χυδαιολογία και χωρίς να ρίχνη λάσπη στον αντίπαλο (…). Ήταν ένας οπλίτης της φρουράς του μαχητικού Δημοτικισμού ανάμεσα στους Ψυχάρη, Παλαμά, Πάλλη, Εφταλιώτη, Φωτιάδη, Δραγούμη, Καρκαβίτσα, Χατζόπουλο, Βλαχογιάννη. Μια γενναία φρουρά όλοι αυτοί και μερικοί ακόμα» [2].
Ο Ρήγας Γκόλφης υπήρξε ένας μάχιμος συμβολαιογράφος μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Παράλληλα, όμως, ήταν «ολάκερος μια εποχή, ένα σύμβολο, μία επιβίωση. Κουβαλούσε επάνω του την ανταύγεια που σκόρπισε στον ελληνικό ουρανό η ανατολή του νέου αιώνα» [3]. Ο Ρήγας Γκόλφης, ο τελευταίος της φιλολογικής εκείνης φρουράς, «έφυγε» λησμονημένος την Πρωτοχρονιά του 1958.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο Νουμάς (Αθήνα), έτος Γ’, φ. 165 (25 Σεπτεμβρίου 1905), σελ. 6.
[2]. Πέτρος Χάρης, «Ρήγας Γκόλφης: Ο τελευταίος της φρουράς», «Ελευθερία» (Αθήνα), φ. 4096 (4 Ιανουαρίου 1958), σελ. 2.
[3]. Δημήτρης Γιάκος, Δύο Δοκίμια. Αθήνα 1958, σελ. 12.