Ο κ. Βιντιάδης στη συνέντευξή του σήμερα θα τονίσει ότι «Η αρχοντιά, ο πολιτισμός, οι υπέροχες γεύσεις και οι μουσικές αυτών των ανθρώπων, μαζί με τις αναμνήσεις, τον φόβο, αλλά και τη θέλησή τους να πετύχουν συνέθεσαν το έργο μου», ενώ θα αναφερθεί και στην αλλαγή της μουσικής στην Ελλάδα από τον ερχομό των ξεριζωμένων Μικρασιατών, την περίοδο αμηχανίας που επικρατούσε στην Ελλάδα το 1922, τον παραλογισμό της εξουσίας που αλλάζει τη μοίρα των λαών, αλλά και στον άνθρωπο που «πάει παρακάτω, γιατί νομίζει ότι το μέλλον εξαγνίζει το παρελθόν». Ο και επί 40 δημοσιογράφος Μηνάς Βιντιάδης απαντώντας σε ερώτηση για την ελληνική δημοσιογραφία θα σημειώσει ότι «…κι ύστερα ήρθε το ίντερνετ! Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τα «σόσιαλ μίντια» επί το ελληνικότερον. Όποιος θέλει είναι δημοσιογράφος, φωτορεπόρτερ μ’ ένα κινητό και facebook, instagram, tik tok, tak took κτλ κτλ. Τα λαϊκά είδωλα των δεκάδων καναλιών έγιναν πρωταγωνιστές, η ανάλυση απουσιάζει, η επιβεβαίωση και η διασταύρωση είναι άγνωστες λέξεις».
*Κύριε Βιντιάδη, μιλήστε μας για την παράσταση «στου Μποχώρη»…
-Όταν μετά από χρόνια μελέτης αποφάσισα να γράψω ένα έργο για τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο πράγμα που είχα στο μυαλό μου ήταν να περιγράψω τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε σ’ αυτό το κορυφαίο για την Ελλάδα ιστορικό γεγονός.
Αφού κατέληξα στους τρεις βασικούς ήρωές μου -ο πατέρας (Κώστας Αρζόγλου), η κόρη (Πέμη Ζούνη) κι ο παιδικός της φίλος (Βασίλης Ευταξόπουλος)- σκιαγράφησα τη ζωή τους στην κοσμοπολίτισσα Σμύρνη πριν το ’22 και μετά, τον «Γολγοθά» που έπρεπε ν’ ανέβουν στην αφιλόξενη Ελλάδα εκείνης της εποχής. Ζωντανές μαρτυρίες που είχα καταγράψει από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών για τις εκδόσεις που επιμελήθηκα στα «ΝΕΑ» με βοήθησαν πολύ. Η αρχοντιά, ο πολιτισμός, οι υπέροχες γεύσεις και οι μουσικές αυτών των ανθρώπων, μαζί με τις αναμνήσεις, τον φόβο, αλλά και τη θέλησή τους να πετύχουν συνέθεσαν το έργο μου.
*Ο ερχομός των ξεριζωμένων Μικρασιατών άλλαξε όπως είναι γνωστό τη μουσική στην Ελλάδα. Γιατί; Τι της προσέδωσε;
-Όπως λένε ειρωνικά οι Σμυρνιοί μουσικοί στο έργο μου, στην Ελλάδα τότε ήταν τις μόδες τα ελαφρολαϊκά και οι ναπολιτάνικες καντσονέτες. Τότε ήρθαν ο Τούντας που έγινε διευθυντής μετά σε δισκογραφική εταιρεία, ο Περπινιάδης, η Αγγέλα Παπάζογλου, κι άλλοι πολύ σπουδαίοι οργανοπαίκτες που τραγουδούσαν τον πόνο, την ξενιτιά, τον έρωτα.
Έτσι το ρεμπέτικο άρχισε να μπαίνει στον χάρτη της μουσικής επηρεάζοντας και τους ντόπιους συνθέτες και τραγουδιστές.
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
*Όπως είναι γνωστό ότι η «υποδοχή» τους από τους εδώ κατοίκους της Ελλάδας κάθε άλλο παρά ζεστή ήταν. Είναι στη μοίρα του ξένου να αντιμετωπίζεται έτσι, ή η ξενοφοβία υπάρχει στο… ελληνικό dna;
-Πιστεύω ότι τότε ήταν κάτι διαφορετικό. Πρέπει πάντα να υπολογίζουμε και τις συνθήκες της κάθε εποχής. Το ’22 η Ελλάδα δεν ήταν όπως σήμερα, ήταν μια χώρα που δεν είχε ευκαιρίες, στοιχειώδη υποδομή, ήταν σε μια περίοδο αμηχανίας. Ήρθαν άνθρωποι μορφωμένοι που θα έπαιρναν θέσεις που είχαν άλλοι με λιγότερα προσόντα.
Σκεφτείτε ότι η ηρωίδα μου, η Ρηνιώ πήγαινε παιδί στο «Ομήρειον». Έξι γλώσσες έμαθε, ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και αρμένικα. Στα μαθήματα που διδάχτηκε ήταν θρησκευτικά, φιλοσοφικά, γραμματολογία -αρχαία και νέα-, μαθηματικά, ιστορία, γεωγραφία, φυσική, χημεία, φυσική ιστορία, κοσμογραφία, μουσική, φωνητική, χορός, ιχνογραφία, εργόχειρα, μέχρι και γυμναστική. «Να δω τι θα τα κάνω όλα αυτά», λέει κάποια στιγμή πριν η οικογένειά της φύγει για την Ελλάδα.
Όταν παραπάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι ξαφνικά προστέθηκαν στον σχετικά μικρό πληθυσμό της, εκτός από εχθρότητα, φόβο, αντιμετώπισαν και ζήλια, εκμετάλλευση, εξευτελισμό πολλές φορές.
Άνθρωποι πέθαναν στα νησιά λοιμοκαθαρτήρια, παιδιά έπεσαν θύματα σωματέμπορων, «τάγματα εργασίας» αποκαλούσαν τους Μικρασιάτες που έβαζαν να δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
ΜΗΝΥΜΑ
*100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ποιο είναι το «μάθημα» που πρέπει να πάρουμε από το τραγικό αυτό για τον ελληνισμό γεγονός;
-Ένα γενικό μήνυμα είναι ο παραλογισμός της εξουσίας που αλλάζει τη μοίρα των λαών. Ηγέτες, ένθεν και ένθεν, που μέσα από τα λάθη τους καταστρέφουν εκατομμύρια ανθρώπους. Κι ότι το να χάνεις τη γη που πατάς, το σπίτι που γεννήθηκες, την κοινωνική σου θέση είναι ό,τι χειρότερο σ’ αυτή τη ζωή!
*Εχουν περάσει μόλις 100 χρόνια -μια χρονική… στάλα στο πανάρχαιο δράμα- μα φαίνεται να ξεχνάμε.Τι δεν κάνουμε καλά;
-Έτσι είναι ο άνθρωπος. Πάει παρακάτω, γιατί νομίζει ότι το μέλλον εξαγνίζει το παρελθόν.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
*Ως ένας άνθρωπος που υπηρετείτε 40 και πλέον χρόνια τη δημοσιογραφία δεν θα μπορούσα να μην ζητήσω και το σχόλιό σας σχετικά… Είστε ευχαριστημένος από το επίπεδο της ελληνικής δημοσιογραφίας;
-Αυτή είναι ερώτηση – παγίδα αγαπητέ συνάδελφε, γιατί μισώ να γκρινιάζω! Θυμάμαι ότι όταν νεαρός τη δεκαετία του ’80 μπήκα στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, στο «ΒΗΜΑ» και μετά στα «ΝΕΑ», σύντομα πήγαμε από το μεγάλο στο μικρό σχήμα, μόλις βγήκαν οι νέοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, τα ιδιωτικά κανάλια, μεταβήκαμε κι εμείς στη «Μετατηλεοπτική εφημερίδα» κι άλλα πολλά. Οι μεγαλύτεροι συνάδελφοι γκρίνιαζαν για τις αλλαγές, εμείς παθιασμένοι τρέχαμε προς τη νέα εποχή. Κι ύστερα ήρθε το ίντερνετ! Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τα «σόσιαλ μίντια» επί το ελληνικότερον. Όποιος θέλει είναι δημοσιογράφος, φωτορεπόρτερ μ’ ένα κινητό και facebook, instagram, tik tok, tak took κτλ κτλ. Τα λαϊκά είδωλα των δεκάδων καναλιών έγιναν πρωταγωνιστές, η ανάλυση απουσιάζει, η επιβεβαίωση και η διασταύρωση είναι άγνωστες λέξεις. Βεβαίως και υπάρχουν καλές εφημερίδες, ποιοτικοί σταθμοί, αξιόπιστες ηλεκτρονικές εκδόσεις. Αλλά αν σ’ όλα τα παραπάνω προσθέσετε ότι τα μεγαλύτερα Μ.Μ.Ε. ανήκουν σε λίγους μεγαλοεπιχειρηματίες που στηρίζουν συγκεκριμένα κόμματα, τότε πόσο ευχαριστημένος να είμαι;