Για τον νομό της Λάρισας προσλήφθηκαν 6 αστυνόμοι, 15 υπαστυνόμοι, 10 βοηθοί και 180 κλητήρες εκ των οποίων οι 20 ήταν α’ τάξεως και οι υπόλοιποι β’ τάξεως. Κάθε αστυνόμος έφερε τον βαθμό υπουργικού γραμματέα α’ τάξεως, κάθε υπαστυνόμος τον αντίστοιχο β’ τάξεως και κάθε βοηθός του υπουργικού γραφέα α’ τάξεως. Ήταν η λεγόμενη Πολιτική ή Δημοτική Αστυνομία οι αρμοδιότητες της οποίας υπήχθησαν στους εκάστοτε δημάρχους οι οποίοι παράλληλα φρόντισαν να τη στελεχώσουν με άτομα της δικής τους εμπιστοσύνης, όχι όμως απαραίτητα λόγω ειδικών ικανοτήτων.
Η αστυνομία αυτή ήταν υπεύθυνη για τη φύλαξη των αγρών, τις υγειονομικές παραβάσεις, την καταστολή της σωματεμπορίας και της πορνείας, τον έλεγχο της διακίνησης των προϊόντων του καπνού και φυσικά για τα μικρά αδικήματα των πολιτών [1].
Ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των πολιτών που στελέχωσαν την Αστυνομία της Λάρισας προκάλεσε τα δυσμενή σχόλια του τοπικού Τύπου. «Εάν ήδη εξετάσωμεν και το προσωπικόν και την καταγωγήν αυτών θα πεισθώμεν ότι εφρόντισεν η κυβέρνησις να ευαρεστήση και επαρκέση εις τους βουλευτάς των παλαιών επαρχιών ή εις τους των νέων επαρχιών. Η κυβέρνησις, την αστυνομίαν και τας άλλας θέσεις υπερεπλήρωσε προσώπων χάριν του παλαιού συστήματος» [2]. Και αντί ο αριθμός αυτός να μειωθεί, αυξήθηκε «δραματικά» τις επόμενες εβδομάδες. Στις 20 Απριλίου 1882 προσλήφθηκαν άλλοι 2 αστυνόμοι, 3 υπαστυνόμοι, 5 βοηθοί και 20 κλητήρες (ΦΕΚ 27/Α/21-4-1882), ενώ στις 31 Μαΐου 1882, επιπλέον 3 αστυνόμοι, 18 βοηθοί και 50 κλητήρες (ΦΕΚ 48/Α/16-6-1882).
Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, πρώτος προσωρινός αστυνόμος της πόλης (μέχρι τους επίσημους κυβερνητικούς διορισμούς), ορίσθηκε ο δημοτικός σύμβουλος και κτηματίας Χρήστος Δημητριάδης. Επί των ημερών του συστάθηκε στην πόλη της Λάρισας ο πρώτος αστυνομικός σταθμός στη συνοικία Αρναούτ (Αγίου Αθανασίου) και εγκρίθηκαν οι απαραίτητες πιστώσεις για το ενοίκιο, τον φωτισμό και τη θέρμανσή του [3].
Μεταξύ των ατόμων που στελέχωσαν την Αστυνομία της Λάρισας το πρώτο διάστημα μετά από την απελευθέρωσή της, ήταν και ο Γεώργιος Σιμόπουλος. Γεννημένος το 1839 στο Πήλιο, εγκαταστάθηκε σε νεαρή ηλικία στη Θεσσαλονίκη. Όταν ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης Ομέρ Φεβζή πασάς, αποφάσισε το 1874 την αναδιοργάνωση της Αστυνομίας, το στελέχωσε και με άνδρες της Ελληνικής κοινότητας. Μεταξύ αυτών που κατατάχθηκαν ήταν και ο Γεώργιος Σιμόπουλος ο οποίος τέθηκε υπό τις διαταγές του τότε αρχηγού της αστυνομίας συνταγματάρχη (Αλάι) Σελήμ βέη. Ο τελευταίος έθεσε ως άμεση προτεραιότητα την πάταξη της ληστείας και την εξόντωση των συμμοριών που δρούσαν στην ενδοχώρα του νομού [4]. Η δραστηριότητα που επέδειξε ο Γεώργιος Σιμόπουλος κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπήρξε εντυπωσιακή.
Με εντολή του Ομέρ Φεβζή πασά (Αύγουστος 1875), ο Γεώργιος Σιμόπουλος διορίσθηκε υπαστυνόμος της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του επιτυχία ήταν η διαλεύκανση μιας μεγάλης ληστείας που είχε διαπραχθεί στην πόλη λίγους μήνες νωρίτερα σε βάρος ενός εβραίου εμπόρου από τον ομόθρησκό του Δανιήλ Κριπές [5]. Ο ίδιος συνέλαβε επίσης λίγο αργότερα και τον σεσημασμένο ληστή Παναγιώτη Μπαλωμένο [6], καθώς και τον καταζητούμενο δολοφόνο Ισαάκ Σαμουήλ Χουλί [7].
Οι νέοι γενικοί διοικητές της Θεσσαλονίκης (οι οποίοι διαδέχθηκαν τον προαναφερθέντα), Ρεούφ πασάς και Μεχμέτ Ριφεάτ πασάς ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του Γεωργίου Σιμόπουλου. Το 1879 όμως κατηγορήθηκε ότι δήθεν συμμετείχε στη μεγάλη ληστεία της Τράπεζας Αμάρ και απολύθηκε. Αργότερα αποδείχθηκε η αθωότητά του αλλά αυτός δεν είχε πλέον τη διάθεση να επιστρέψει στα καθήκοντά του [8]. Η απελευθέρωση της Λάρισας (1881) τον οδήγησε στη θεσσαλική πρωτεύουσα όπου αιτήθηκε την πρόσληψή του στη νεοσύστατη αστυνομία της πόλης. Η αίτησή του έγινε αποδεκτή και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη συνοικία Παράσχου (απέναντι ακριβώς από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου), όπου ενοικίασε την κατοικία που ανήκε στην κυριότητα του κτηματία Δημητρίου Δρόσου Σφόρτσα από τα Αμπελάκια [9].
Ο Γεώργιος Σιμόπουλος διορίσθηκε πολιτικός αστυνόμος της Λάρισας και παρέμεινε στη θέση του για μία τουλάχιστον δεκαετία. Το 1892 έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Λαρίσης, αλλά δεν εκλέχθηκε [10]. Απεβίωσε στη Λάρισα στις 27 Μαρτίου 1909: «Απεβίωσεν ο αρχαίος πολιτευτής της επαρχίας μας και επί σειρά ετών πολιτικός αστυνόμος. Μειλίχιος και προσηνής, εξετιμάτο υφ’ όλων των συμπολιτών μας, οίτινες εν προφανεί πένθει συνώδευσαν αυτόν εις την τελευταίαν κατοικίαν» [11]. Η σύζυγός του Λίζα απεβίωσε έναν χρόνο αργότερα [12]. Ο Γεώργιος Σιμόπουλος είχε έναν αδελφό, τον Ευάγγελο, ο οποίος διετέλεσε πολιτικός αστυνόμος στην Αγυιά (1882), αργότερα διευθυντής εστιατορίου και για κάποιο διάστημα επιστάτης των ποινικών φυλακών της Λάρισας. Απεβίωσε στις 12 Οκτωβρίου 1910. Στη Λάρισα την ίδια περίοδο δραστηριοποιήθηκε ο έμπορας και κτηματίας Γεώργιος Σιμόπουλος (συνωνυμία), για τον οποίο θα αναφερθούμε σε προσεχές σημείωμα.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Για τη φύλαξη των συνόρων, την καταδίωξη της ληστείας και για την εξιχνίαση των εγκλημάτων κατά της ζωής και της περιουσίας ιδρύθηκε στη Λάρισα η μοιραρχία Χωροφυλακής (7 Απριλίου 1882), που στελεχώθηκε αποκλειστικά από αξιωματικούς και στρατιώτες (ΦΕΚ 29/Α/26-4-1882).
[2]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 85 (11 Αυγούστου 1882).
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, φκ. 001, 7 Σεπτεμβρίου 1882, 30 Ιανουαρίου 1883 και 15 Φεβρουαρίου 1883. Το 1888 συστάθηκαν και δύο νέοι αστυνομικοί σταθμοί στη συνοικία Παράσχου (Αγίου Νικολάου) και στα Ταμπάκικα. Τα κτίρια που μισθώθηκαν ανήκαν στις κυριότητες του Αθανασίου Χ. Γεωργιάδη (Παράσχου) και Χρήστου Δημητριάδη (Ταμπάκικα). Βλ. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 023, αρ. 7506 & 7507 (23 Μαρτίου 1888).
[4]. Ερμής (Θεσσαλονίκη), φ. 23 (29 Ιουλίου 1875).
[5]. Ερμής (Θεσσαλονίκη), φ. 25 (5 Αυγούστου 1875).
[6]. Ερμής (Θεσσαλονίκη), φ. 25 (5 Αυγούστου 1875).
[7]. Ερμής (Θεσσαλονίκη), φ. 30 (22 Αυγούστου 1875) και φ. 31 (26 Αυγούστου 1875).
[8]. Ερμής (Θεσσαλονίκη), φ. 410 (13 Ιουλίου 1879).
[9]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 002, αρ. 412 (24 Μαΐου 1882).
[10]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 129 (13 Απριλίου 1892).
[11]. Μικρά (Λάρισα), φ. 394 (29 Μαρτίου 1909).
[12]. Μικρά (Λάρισα), φ. 4/458 (26 Ιουνίου 1910).