Ο καθένας από τους αγαπητούς αναγνώστες θα μπορούσε να αναρωτηθεί, και ως ένα βαθμό δικαιολογημένα, και να πει, τι έπαθε αυτός ο άνθρωπος και ασχολείται με αυτούς τους γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τους… ταλαιπωρεί;
Ακολουθώντας τη γραμμή να γράφω για τους γιατρούς -ως συνάδελφος- και συγχρόνως μεγάλης εμβέλειας συγγραφείς, γι’ αυτούς που άσκησαν ευσυνείδητα, κατά τη διάρκεια του βίου τους, το τόσο ψυχοφθόρο επάγγελμα – λειτούργημα, για βιοπορισμό, μ’ αυτόν τον τρόπο, τον πλέον ταπεινό, θέλω να πιστεύω, πως αποτίω φόρο τιμής, όπως θα έκανε ο καθένας. Τέτοιες προσωπικότητες σαν του Τσέχωφ, δεν γεννιούνται συχνά. Τέτοιου μεγέθους άνθρωποι-φάροι, φωτίζουν και θα φωτίζουν το παγκόσμιο στερέωμα όσα χρόνια και αν περάσουν. Ο Τσέχωφ όπως και άλλοι, δεν θα ξεχαστούν ποτέ γι’ αυτά που έγραψαν και είπαν μέσα από τα έργα τους.
Ο γράφων, "αγκάλιασε" τον Τσέχωφ, μέσα από τα βιβλία των διηγημάτων του, από νωρίς, και λίγο αργότερα, στα φοιτητικά του χρόνια, βλέποντας τα έργα του να παίζονται στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στην Αθήνα, από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής. Εκεί πάνω αναδύεται η ατμόσφαιρα μιας παρακμιακής εποχής, στην Τσαρική Ρωσία, όπου ο μοναχικός άνθρωπος συγκρούεται με τον εαυτό του, αφήνεται ακάλυπτος και ως σιωπηλό σύμβολο, δικαιώνεται τελικώς.
Κρίμα που έφυγε από τη ζωή τόσο νωρίς, 44 ετών, όμως άφησε πίσω του τόσα πολλά για να φωτίζει τον δρόμο μας, να ακολουθούμε πιστά τα βήματά του και να παίρνουμε μαθήματα ζωής.
Συχνά εξέφραζε την αγωνία πως δεν θα προλάβει -τον βασάνιζε η φυματίωση χρόνια- και αναρωτιόταν πώς θα είναι άραγε οι μελλοντικοί άνθρωποι, ύστερα απ’ αυτόν (…). Άραγε εκείνοι που θα ζήσουν εκατό-διακόσια χρόνια μετά από μας και που εμείς τώρα παλεύουμε για να τους ανοίξουμε το δρόμο, θα μας θυμούνται καθόλου, θα λένε για μας έναν καλό λόγο; Λέει ο γιατρός Αστρώβ, στον "Θείο Βάνια".
Εγγονός δουλοπάροικου παππού που εξαγόρασε την ελευθερία του –αν και ο Τσέχωφ έλεγε πως η δουλεία είχε καταργηθεί μα όχι και οι δούλοι– και γιος μικροεμπόρου που αργότερα πτώχευσε, ο μικρός Άντον γνώρισε καλά τις άγριες συνθήκες της ζωής της Αζοφικής θάλασσας του Ευξείνου Πόντου, τους απέραντους ορίζοντες, έζησε στο μπακαλικάκι του πατέρα του με απλοϊκούς ανθρώπους, μουζίκους, τσιφλικάδες, δημόσιους υπάλληλους, συναναστράφηκε μαζί τους και βίωσε τη σκληρότητα του αφέντη προς τον δούλο, την ανυπόφορη ζωή αυτών των δύστυχων με το σκυμμένο κεφάλι.
"Μισώ το ψέμα και τη βία, σ’ όλες τις μορφές τους… Τα άγια των αγίων για μένα, είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, ο νους, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η απόλυτη ελευθερία", έγραφε το 1888, σ’ ένα γράμμα του (Μ. Πλωρίτης. Ένας ελεύθερος άνθρωπος, για τα 100 χρόνια από την αποδημία του Τσέχωφ. Κυριακή 4 Ιουλίου2004, ΤΟ ΒΗΜΑ).
Έπλαθε τους ήρωές του με μία ιδιόρρυθμη χιουμοριστική διάθεση και τα σύντομα αυτά διηγήματά του, που τα ονόμαζε ο ίδιος "φρύγανα", τα δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Για τη συντομία αυτών των μικρών ιστοριών, έλεγε: "Η συντομία είναι η αδελφή του ταλέντου".
Σπουδάζει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ασκεί το επάγγελμα και παράλληλα γράφει θέατρο, νουβέλες, διηγήματα. Παίρνει το βραβείο Πούσκιν ενώ εργάζεται ως γιατρός στην Ουκρανία σκληρά, καλύπτοντας μία μεγάλη περιοχή με πολλά μικρά χωριά και εργοστάσια (…). Κουράστηκα, παραδούλεψα, απ’ την αυγή ως τη νύχτα είμαι στο πόδι (…). Κάποια επιδημία εξανθηματικού τύφου… οι άνθρωποι στοιβαγμένοι μέσα στις καλύβες τους. Λέρα, βρώμα, καπνοί, τα μοσχάρια καταγής μαζί με τους αρρώστους, τα γουρούνια να κυλιούνται εκεί μέσα", λέει και πάλι ο γιατρός Άστρωβ, στον "Θείο Βάνια".
Μιλώντας για το πόσο θετικά επέδρασε η Ιατρική στο λογοτεχνικό του έργο, λέει: " Δεν αμφιβάλλω πως η σπουδή της Ιατρικής είχε μια σοβαρή επίδραση στη λογοτεχνική μου δραστηριότητα. Αυτή πλάτυνε το πεδίο των παρατηρήσεών μου, με πλούτισε με γνώσεις…".
Ταξιδεύει στο απομακρυσμένο νησί-κολαστήριο της Σαχαλίνης, όπου κρατούνται οι τότε αντικαθεστωτικοί εξόριστοι, γνωρίζει τη φρίκη των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων και τις εντυπώσεις του τις καταγράφει στο βιβλίο του, "Θάλαμος Νο 6".
Ο γιατρός Εφίμιτς λέει στον τρελό που έπασχε από μανία καταδιώξεως: "Κάνε υπομονή, θα ‘ρθει ο καιρός, που δεν θα υπάρχουν φυλακές, ούτε τρελοκομεία".
Ο Τσέχωφ έβλεπε την πολιτική-κοινωνική-οικονομική αρρώστεια και δυστυχία της πατρίδος του, δεν είχε όμως άποψη για το πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση, γιατί δεν ήξερε το "φάρμακο", αν και πίστευε βαθιά μέσα του πως κάτι καλύτερο θα ‘ρχόταν μια μέρα για όλους αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους που θα άλλαζε ριζικά τη ζωή τους.
Από τον Τάσο Πουλτσάκη