μέσα στο πέρασμα των αιώνων για εξύψωση του στρατιωτικού και πνευματικού επιπέδου των Ελλήνων, και ιδίως για τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας με το θαυμάσιο έργο του «Η φλογέρα του Βασιλιά».
Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13.1.1855 και πέθανε σε ηλικία 84 ετών στην γερμανοκρατούμενη Αθήνα στις 27.2.1943. Ο πατέρας του ήταν από το Μεσολόγγι, όπου ο Κωστής πέρασε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Πάτρα. Το 1876 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία δεν τελείωσε διότι τον τράβηξε η ποίηση και η δημοσιογραφία και εργάστηκε αρθρογράφος στις εφημερίδες «Ακρόπολη» και «Εμπρός», καθώς και στην «Εφημερίς» του Δημητρίου Κορομηλά γράφοντας χρονογραφήματα και φιλολογικά άρθρα. Από το 1886 άρχισε να τυπώνει σε βιβλία τα υπέροχα ποιήματά του καθώς και το διήγημα «Θάνατος Παλικαριού» το 1901.
«Στις 27 Δεκεμβρίου 1887 ο Παλαμάς, ύστερα από κρυφό αρραβώνα και έρωτα που διήρκησε οκτώ χρόνια παντρεύτηκε την Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, που έχει επίσης να επιδείξει πολλούς εθνικούς αγωνιστές (Γιάννης Βάλβης κ.λπ.). Απόκτησαν τρία παιδιά : τον Λέανδρο, την Ναυσικά και τον Άλκη». (βιβλ.1, σελ.18).
Ο Αλκής πέθανε το 1898 σε ηλικία τεσσάρων ετών από μηνιγγίτιδα. Ο θάνατος του παιδιού του τον στεναχώρησε πάρα πολύ και τότε έγραψε τα ποιήματα «Ο Παράδεισος» και «Ο Τάφος». Δύο τετράστιχα από τα εννιά, η αρχή και το τέλος του ποιήματος «Ο Τάφος» λένε: «Άφκιαστο και αστόλιστο / του Χάρου δε σε δίνω. / Στάσου με το ανθόνερο / την όψη σου να πλύνω. … ... και στο σπίτι το άραχνο, / γυρνώντας ώ ακριβέ μας, / γίνε αεροφύσημα / και γλυκοφίλησέ μας !» (βιβλ.1, σελ.37).
Η επιτροπή των ολυμπιακών αγώνων τον Μάη του 1895 παρήγγειλε στον Παλαμά να γράψει τον Ολυμπιακό Ύμνο για την κήρυξη των πρώτων ολυμπιακών αγώνων που θα γινόταν στο ολυμπιακό στάδιο των Αθηνών το καλοκαίρι του 1896. Τον ύμνο τον μελοποίησε ο Κερκυραίος μουσουργός Σπύρος Σαμαράς και θεωρήθηκε μια νίκη της Δημοτικής γλώσσας. Το πρώτο τετράστιχο από τα τρία συνολικά λέει :
«Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι’ άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού. »
Αξίζει να σημειωθεί ότι προκλήθηκαν αντιδράσεις από θεολόγους της εποχής, γιατί ο ύμνος αναφέρεται στο αρχαίο ειδωλολατρικό πνεύμα.
Ένα χρόνο μετά 15.10.1897 ο υπουργός παιδείας Αντρέας Παναγιωτόπουλος διόρισε τον Παλαμά ως γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τη θέση αυτή συνταξιοδοτήθηκε τον Μάρτιο του 1928 με ένα χρόνο προσωρινή διακοπή το 1912, λόγω της επιμονής του να γράφει όλα τα έργα του στην Δημοτική γλώσσα και όχι στην Καθαρεύουσα που ήταν της «μόδας» την εποχή εκείνη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός, κράτησε ουδετερότητα στο γλωσσικό ζήτημα διότι εκείνη την περίοδο ήθελε να εφαρμόσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, της Μεγάλης Ιδέας, για απελευθέρωση όλων των σκλαβωμένων Ελλήνων από τους Τούρκους. Ο Παλαμάς έβλεπε τον Βενιζέλο σαν έναν νέο μεσσία που θα οδηγούσε την Ελλάδα στην κορυφή, στην πραγμάτωση των ιδανικών του ελληνισμού και στο ρητό «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα είναι». Ο Αντρέας Καραντώνης στον Β’ τόμο για τον Παλαμά (βιβλ.2, σελ.119) γράφει για τον Παλαμά και τον Βενιζέλο: «Ένα μαρτιάτικο βράδυ του 1915, χρονιάς από τις πιο κρίσιμες της Ιστορίας μας … ο Παλαμάς πρωτοσυναντήθηκε στο σπίτι του μουσικού Μανώλη Καλομοίρη με τον Βενιζέλο που είχε πάει εκείνο το βράδυ για λόγους πνευματικής και καλλιτεχνικής αναψυχής. Ο ποιητής συγκινημένος βαθειά, σηκώθηκε και φίλησε το χέρι του πρωθυπουργού. Η συγκίνησή του από τη συγκλονιστική παρουσία του Βενιζέλου τον έριξε σε βαθειά λυρική συλλογή. Από αυτή τη συγκίνηση και συλλογή ανάβλυσε αβίαστα το ποίημα «Μια βραδιά σε ένα σπίτι». Το ποίημα αυτό απλώνεται σε 292 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι ένα από τα πιο περίεργα φανερώματα και αισθητικά συμπλέγματα της παλαμικής τέχνης». (βιβλ.2, σελ.119)
Το τεράστιο συγγραφικό και ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά τελειώνει με τον θάνατό του στις 27.02.1943 στην Αθήνα, στην οδό Περιάνδρου 5. Λίγες μέρες νωρίτερα στις 09.02.1943 πέθανε η πολυαγαπημένη και πιστή σύντροφός του Μαρία και ο θάνατός της τον λύπησε και τον στοίχησε πάρα πολύ. Δεν άντεξε την απώλειά της. Τον είχε συμπαρασταθεί σε όλη την διάρκεια της πολυτάραχης και δημιουργικής ζωής του. Ο Παλαμάς είχε προσβληθεί από γρίπη με πνευμονικά φαινόμενα και δεν έτρωγε τίποτε τις δυο τελευταίες μέρες της ζωής του.
Ο Παλαμάς τιμήθηκε το 1914 με τον Εθνικό Αριστείο για το πνευματικό έργο του και ήταν από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών το 1926 και το 1930 έγινε και πρόεδρος της Ακαδημίας. Ο θάνατός του ήρθε μέσα στην γερμανοκρατούμενη Αθήνα, το Σάββατο στις 3:20π.μ κρατώντας στα χέρια το βιβλίο του «ο Δωδεκάλογος του Γύφτου». Ο θάνατός του διαδόθηκε από στόμα σε στόμα σε όλη την Αθήνα και η κηδεία του έγινε την επόμενη μέρα 28 Φεβρουαρίου το πρωί στον ναό του Α’ νεκροταφείου Αθηνών.
Το «Ελεύθερο βήμα» που διευθυντής ήταν ο Γεώργιος Συριώτης μετά την παραίτηση του Χρήστου Λαμπράκη κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, την επόμενη μέρα του θανάτου του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου ημέρα Κυριακή, γράφει στο πρωτοσέλιδο φύλλο «Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε χθες το πρωί. Η ζωή και το υπέροχο έργο του κορυφαίου των ελληνικών γραμμάτων (τίτλος). Ο Κωστής Παλαμάς ο αγαπημένος μας ποιητής, του οποίου τα τραγούδια γαλούχησαν τόσες ελληνικές γενιές δεν υπάρχει από την αυγή χθες μεταξύ των ζώντων. Η είδηση του θανάτου του θα προκαλέσει εις την ελληνική ψυχή ένα βαθύ κραδασμό πόνου και εκπλήξεως. Πόνου διότι τον Παλαμά ο τόπος αυτός τον περιέλαβε όχι μόνο με τον θαυμασμό του αλλά κυρίως με ένα βαθύτατο και καθολικότατο αίσθημα στοργής και αγάπης…. Εμείς αφήνοντας την συγκίνησή μας να ξεχειλίσει, χύνουμε στον τάφο του τα δάκρυα του πόνου μας και στέλνουμε στους οικείους του ποιητή τα θερμά μας συλλυπητήρια.» (βιβλ.3,σελ.42).
Με την είδηση του θανάτου του Παλαμά η Ένωση Συντακτών Αθηνών που ήταν επίτιμο μέλος της, η Ακαδημία Αθηνών, η Δημοτική Βιβλιοθήκη αλλά και καλλιτεχνικά σωματεία, οι δήμοι Αθηνών και Πειραιά έβγαλαν παρόμοιες ανακοινώσεις συλλυπητηρίων και συμμετοχής τους στο πένθος και την κηδεία. Στην νεκρώσιμη ακολουθία η συμμετοχή του κόσμου ήταν χιλιάδες και η πορεία αυτή ήταν ένας τρόπος διαμαρτυρίας για την άθλια βίωση του ελληνικού πληθυσμού από την ιταλογερμανική κατοχή της Αθήνας. Η μεγάλη συγκίνηση ήταν όταν μετά το τέλος της νεκρώσιμης ακολουθίας γονατιστό το πλήθος και με δάκρυα στα μάτια τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο και ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός αποχαιρέτησε τον Παλαμά με το περίφημο ποίημά του «Παλαμάς» με 9 τετράστιχα. Παρακάτω η αρχή και το τέλος του ποιήματος (βιβλ.1,σελ.580):
«Ηχήστε οι σάλπιγγες … Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογγήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο και ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλει, τι κι αν το πει η δική μου γλώσσα;
..…
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
βόγγα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές,
της Λευτεριάς ξεδιπλωθήτε στον αέρα! »
Βιβλιογραφία :
1.ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΡΑΝΘΗΣ, ΤΟΜΟΣ Α’, ΕΚΔ.:ΠΕΤΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1954
2.ΓΥΡΩ ΣΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ, ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, ΤΟΜΟΣ Β’ , ΕΚΔ.: ΓΚΟΒΟΣΤΗ, ΑΘΗΝΑ, 1967
3.ΤΟ ΒΗΜΑ «90 ΧΡΟΝΙΑ», ΤΟΜΟΣ Γ’ 1942-1951
* Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου