Η απελευθέρωση έγινε ύστερα από μελέτη (σκοπιμότητας και εφικτότητας), που κατέθεσε ο Σύλλογος στο Δασαρχείο Λάρισας και τη σχετική άδεια που πήρε από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Είναι μία προσπάθεια ετών η οποία γίνεται με την υποστήριξη της Ζ’ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Θεσσαλίας και Β. Σποράδων. Ο σκοπός της απελευθέρωσης είναι η επανεγκατάσταση της πεδινής πέρδικας σε βιώσιμους πληθυσμούς, σε μία περιοχή όπου έχει εξαφανιστεί εδώ και χρόνια (συνεπώς δεν υφίσταται ζήτημα γενετικής μόλυνσης).
«Η επανεγκατάσταση ενός άγριου θηράματος σε περιοχή που έχει εξαφανισθεί είναι ένα δύσκολο και επίπονο εγχείρημα τονίζει ο πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου, κ. Χρήστος Μανώλης, το οποίο για να επιτύχει απαιτείται σωστός και λεπτομερής επιστημονικός σχεδιασμός, διάθεση πολλών ωρών εργασίας και υψηλό κόστος». Η πεδινή πέρδικα είναι ενδημικό είδος, φθάνει σε μήκος τα 20-30 εκατοστά, και σε βάρος τα 500 γραμμάρια. Έχει κοντές και στρογγυλές φτερούγες, μικρό κεφάλι με μυτερό ράμφος. Το βάδισμα και το πέταγμά της γίνεται πολύ γρήγορα. Πετά μόνο αν υπάρχει κίνδυνος. Η φωνή της είναι ιδιόμορφη. Προτιμά να ζει σε ανοικτές γεωργικές εκτάσεις με καλλιέργειες δημητριακών, χορτολιβαδικές εκτάσεις, χέρσες εκτάσεις, οι οποίες χωρίζονται από φυσικούς φυτοφράκτες. Το νερό είναι απαραίτητο κυρίως κατά την περίοδο της αναπαραγωγής της. Τρέφεται με έντομα, σκουλήκια, σπόρους, φύλλα, τρυφερούς βλαστούς και θεωρείται γενικά ωφέλιμη για τους γεωργούς παρά επιζήμια. Η πεδινή πέρδικα, μέχρι τη δεκαετία του 1960 αφθονούσε σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Εξαπλωνόταν από τα βόρεια σύνορά μας μέχρι και τη Στερεά Ελλάδα. Ζει σε υψόμετρο από 30 μέτρα μέχρι και 2.500 μέτρα (όρος Γράμμος). Μετά τη δεκαετία του 1960 άρχισε η σταδιακή μείωση του πληθυσμού της. Το κυνήγι της απαγορεύεται αυστηρά από το 1982. Σήμερα τη συναντάμε στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία (Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, περιοχές γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, κλπ). Οι πέρδικες που απελευθερώθηκαν έχουν αναπαραχθεί σε εκτροφείο θηραμάτων απ’ όπου και αγοράσθηκαν από τον Κυνηγετικό Σύλλογο. Έγινε εξέταση DNA καθώς και έλεγχος για τυχόν ασθένειες».
Η απελευθέρωση έγινε σε χώρο, ο οποίος πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να επιζήσουν και να αναπαραχθούν τα πουλιά (κατάλληλο και ασφαλές περιβάλλον όπου απαγορεύεται το κυνήγι, διαφορετικές καλλιέργειες, ύπαρξη νερού ακόμη και το καλοκαίρι, κοντινή απόσταση από τη Λάρισα, άρα εύκολη η αστυνόμευση της περιοχής, κλπ). Επίσης θα υπάρχει συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξης του πληθυσμού των πουλιών και σε περίπτωση που προκύψει κάποιο πρόβλημα θα παρθούν αμέσως τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα.
Ο πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου, κ. Χρήστος Μανώλης, τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι «τα πουλιά απελευθερώθηκαν με σκοπό την επανεγκατάστασή τους και όχι το κυνήγι τους (εξ άλλου απαγορεύεται το κυνήγι για το συγκεκριμένο είδος). Για την πλήρη προστασία τους η περιοχή απελευθέρωσης θα αστυνομεύεται αυστηρά σε καθημερινή βάση από την Ομοσπονδιακή Θηροφυλακή και το Δασαρχείο Λάρισας. Παρακαλούμε τους φίλους κυνηγούς να προστατέψουν τα πουλιά και να μην πηγαίνουν για εκπαίδευση τα σκυλιά τους στο συγκεκριμένο μέρος γιατί αυτό απαγορεύεται αυστηρά. Το μελλοντικό τους όφελος θα είναι πολύ μεγάλο».
Τέλος να σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία της απελευθέρωσης τηρήθηκε η Ελληνική και η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία. Η απελευθέρωση έγινε παρουσία εκπροσώπων της Διεύθυνσης Δασών Θεσσαλίας, του Δασαρχείου Λάρισας, του πρόεδρου της Ζ’ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Θεσσαλίας, κ. Β. Μπαλατσού, του προέδρου του Κυνηγετικού Συλλόγου Λάρισας, κ. Χ. Μανώλη, εκπροσώπων της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής, του προέδρου του Ομίλου Φίλων Σκύλων Εργασίας Λάρισας, κ. Ν. Ζαχαρούλη και πολλών κυνηγών.