ΤΥΡΝΑΒΟΣ (Γραφείο «Ε»)
Του Κώστα Τσόλα
Πέρασαν 71 χρόνια από την θυσία των κατοίκων του Δομένικου και της γύρω περιοχής οι οποίοι εκτελέστηκαν από τα ιταλικά στρατεύματα Κατοχής στις 16 Φεβρουαρίου του 1943. Κι όμως όσα χρόνια και αν περάσουν η θλίψη συνεχίζει να σκεπάζει το μαρτυρικό Δομένικο με τους εναπομείναντες πρωταγωνιστές της τραγωδίας σε βαριά γεράματα να μην λησμονούν. Δεν λησμονούν εκείνους και εκείνες που εκτελέστηκαν, τις χήρες και τα ορφανά που άφησαν πίσω τους και ένα χωριό θαμμένο μέσα στα συντρίμμια της φωτιάς και του μεγάλου φονικού.
Ένας από επιζήσαντες της σφαγής του Δομένικου ο 89χρονος σήμερα Θανάσης Τσικριτσής ο οποίος με τα μάτια ενός 16χρονου σχεδόν παιδιού τότε που έζησε τα φρικτά γεγονότα θυμάται και αφηγείται. Μάλιστα από καθαρή τύχη δεν ήταν ανάμεσα στους εκτελεσθέντες στο Καυκάκι αφού η καλοσύνη ενός Ιταλού στρατιώτη και η μικρόσωμη παρουσία του ξεγέλασαν τους κατακτητές και τον ενέταξαν στα γυναικόπαιδια. Γυναικόπαιδα που και εκείνα μέχρι ένα σημείο προορίζονταν για εκτέλεση.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία όλα ξεκίνησαν το μεσημέρι της 16ης Φεβρουαρίου όταν τα ιταλικά στρατεύματα Κατοχής εκτέλεσαν στη θέση «Μαυρίτσα» αμάχους, αγρότες και κτηνοτρόφους κατοίκους των χωριών Δομένικου και Μεσοχωρίου Ελασσόνας που βρίσκονταν σε αγροτικές εργασίες.
Στη συνέχεια, κυκλώνουν το Δομένικο. Λεηλατούν και καίνε σπίτια και εκτελούν αμάχους. Συγκεκριμένα τρεις ανήμπορους κατοίκους, δύο γυναίκες, ένα ηλικιωμένο άνδρα και έναν ακόμη κάτοικο. Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στα «Αλώνια» στη νοτιοδυτική άκρη του χωριού και τους μεταφέρουν στη θέση «Μαυρίτσα», στο σημείο όπου είχε προηγηθεί η συμπλοκή ιταλικών δυνάμεων και ανταρτών, και διαχωρίζουν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα. Εκεί σκοτώνουν γύρω στα έξι άτομα από τα οποία τα τρία ήταν αδέλφια. Στη συνέχεια το πλήθος των γυναικόπαιδων οδηγείται με κατεύθυνση προς το κοντινό χωριό Αμούρι.
Ο Θανάσης Τσικριτσής, κάτοικος Τυρνάβου σήμερα θυμάται βουρκωμένος από συγκίνηση: « Όταν οι Ιταλοί μπήκαν στο χωριό ήμουν στο σπίτι, μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά και μας συγκέντρωσαν όλο το χωριό στην πλατεία. Ήταν μεθυσμένοι και έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια. Αρχικά ήμασταν όλοι μαζί, άνδρες γυναίκες γέροι και παιδιά. Εγώ ήμουν δίπλα δίπλα με πέντε – έξι συνομίλικούς μου με κοντά παντελονάκια ακόμα και ας ήταν η καρδιά του χειμώνα. Παιδιά στην ίδια ηλικία και από την ίδια γειτονιά. Όταν οι Ιταλοί πήγαν να μας πάρουν και να ξεχωρίσουν άνδρες και γυναικόπαιδα η μητέρα μου που ήταν χήρα με τρία κορίτσια και εμένα μοναχογιό. Τότε η μάνα μου με νοήματα είπε σε ένα Ιταλό ότι ήμουν ο μόνος άνδρας στο σπίτι και να με αφήσει. Ο Ιταλός συγκινήθηκε και είπε στη μάνα μου με σπασμένα ελληνικά «κρύψε – κρύψε». Η μάνα μου αναθάρισε και με σκέπασε με μια μαντήλα και με έκρυψε πιο μέσα στις γυναίκες και στα άλλα παιδιά.
Αφού χώρισαν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα μας πήγαν τα γυναικόπαιδα προς το χωριό Αμούρι. Ενώ τους άνδρες τους κατεύθυναν προς τη Λάρισα.
Το βράδυ φιλοξενηθήκαμε στο Αμούρι χωρίς να γνωρίζουμε τι έγινε στο Καυκάκι όπου οι Ιταλοί εκτέλεσαν όλους τους άνδρες που τους πήγαιναν προς Λάρισα..
Την άλλη μέρα πρωί – πρωί γυρίσαμε στο Δομένικο και μετά μάθαμε από έναν που γλύτωσε τραυματισμένος στο πόδι, τον Χρήστο Κυπαρίση και άλλους πέντε που επίσης γλίτωσαν, το κακό μαντάτο. Ενώ νωρίτερα οι Ιταλοί έδωσαν εντολή στους κατοίκους του Δαμασίου να πάνε να θάψουν τους νεκρούς».
Και ο κ. Τσικριτσής συνεχίζει: «Τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες, μήνες στο χωριό επικρατούσε βαρύ πένθος, για τους αδικοσκοτωμένους συγχωριανούς. Οι εναπομείναντες άνδρες του Δομένικου, που έλειπαν από το χωριό τη μέρα της εκτέλεσης ή οι ελάχιστοι που γλύτωσαν, μόλις έβλεπαν Ιταλούς έφευγαν στα γύρω βουνά για να κρυφτούν. Οι χήρες και τα ορφανά προσπαθούσαν συμμαζέψουν ότι μπορούσαν από τα κατεστραμμένα και καμένα σπίτια.
Τα επόμενα χρόνια καθώς τα ανήλικα τότε παιδιά μεγάλωναν προσπαθούσαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους. Όσα χρόνια και να πέρασαν όμως, ακόμα και τώρα δεν πρόκειται να ξεχάσουμε ποτέ την άνανδρη ενέργεια των Ιταλών κατακτητών να ξεκληρίσουν ένα μεγάλο κεφαλοχώρι όπως ήταν τότε το Δομένικο και να εκτελέσουν αθώους πολίτες».
Και ο κ. Τσικριτσής καταλήγει: «Η θυσία των κατοίκων του Δομένικου και των γύρω χωριών δεν πρέπει να ξεχαστεί και όσοι ευθύνονται πρέπει να απολογηθούν και πληρώσουν».
Ακόμα και σήμερα ο 89χρονος Θανάσης Τσικριτσής κάθε χρόνο στην επέτειο της εκτέλεσης πηγαίνει στο Καυκάκι και καταθέτει στεφάνι στους συγχωριανούς τους και κυρίως στους συμμαθητές και φίλους συνομήλικούς του αφού από τύχη εκείνος δεν ήταν ανάμεσά τους.