Κατά την ανταλλαγή ιστορικών πληροφοριών μου παραχώρησε και μια επιστολή του 1885 γραμμένη από τον γυμνασιάρχη του Γυμνασίου Λαρίσσης, Ελευθέριο Τριαντ. Κούση, έναν σπουδαίο και μορφωμένο ελληνιστή, ο οποίος μόλις είχε διοριστεί από το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως έφορος Αρχαιοτήτων Λαρίσης. Η επιστολή απευθύνεται προς τον αρμόδιο υπουργό, το δε κείμενό της παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον για την πόλη μας, όσον αφορά την αναζήτηση, συγκέντρωση και «φροντίδα» για τη διαφύλαξη των διάσπαρτων αρχαιοτήτων της.
Σήμερα θα παραθέσουμε αυτούσια την επιστολή για ιστορικούς λόγους και την επόμενη Κυριακή θα τη σχολιάσουμε:
«Εν Λαρίση τη 17 9βρίου 1885.
Οικτρά κατάστασις των εν Λαρίση αρχαιοτήτων μετά την κατάληψιν του μουσείου υπό της στρατιωτικής αρχής και την εξαγωγήν αυτών εκείθεν εις την αυλήν του διδασκαλείου. Ανάγκη ταχείας μεταφοράς αυτών αλλαχού.
Κύριε υπουργέ,
Την παρελθούσαν εβδομάδα λαβών τον διορισμόν μου ως εφόρου των εν Λαρίση αρχαιοτήτων, επελήφθην των εμών καθηκόντων και έσπευσα προχθές (του καιρού μόλις επιτρέψαντος) προς επίσκεψιν των ενταύθα αρχαιοτήτων. Αύται εφυλάσσοντο εν τινι κτιρίω, μουσείω καλουμένω, οικοδομηθέντι προ τριών (νομίζω) ετών εν τη προς την ανατολικήν πτέρυγα του διδασκαλείου αυλή. Το οικοδόμημα τούτο, ό ήν τετράπλευρον επίμηκες, ούτε διαίρεσιν κατάλληλον είχεν, ούτε χωρητικότητα αρκούσαν ταις εν αυτώ επισεσωρευμέναις αρχαιότησι. Τούτο μόνον το πλεονέκτημα είχεν, ότι εστέγαζε τα κειμήλια της αρχαιότητος και προεφύλαττεν εκ των επηρειών της ατμοσφαίρας, περιέκλειεν αυτά εντός τεσσάρων τοίχων και ασφαλίζον διά θύρας κλειομένης, διέσωζεν από χειρών ιεροσύλων. Ούτως εφυλάττοντο αι της Λαρίσης αρχαιότητες μέχρι χθες και προχθές. Αλλά κατά τας ημέρας ταύτας διετάχθη υπό της ενταύθα στρατιωτικής αρχής να εκβληθώσιν εκ του οικίσκου, ένθα εφυλάττοντο, και να ριφθώσιν εις την αυλήν του διδασκαλείου. Διότι μετά την μετατροπήν του διδασκαλείου εις στρατιωτικόν νοσοκομείον, εγένετο χρεία και το οικοδόμημα το παρακείμενον, το μουσείον, να μεταποιηθή εις φαρμακείον. Και ευθύς στρατιώται μετά ζήλου και προθυμίας έσπευσαν ουχί να εκβάλωσιν εν τάξει και προσοχή και ευλαβεία, αλλά να καταρρίπτωσι, να κατακυλίωσι, να εκσφενδονίζωσι τας αχρήστους εκείνας και λόγου αναξίας και ευτελείς πέτρας. Και νυν βλέπει τις εν τη αυλή όγκους λίθων εική και ως έτυχεν επερριμμένους, επισεσωρευμένους, επικειμένους, επεστοιβασμένους. Αποτέλεσμα δε της πράξεως ταύτης υπήρξε να θραυσθώσιν εις δύο και πλείονα τεμάχια και στήλαι νεκρικαί μετ’ αναγλύφων και πλάκες μετ’ επιγραφών. Δέκα τοιαύτας ηδυνήθην να αριθμήσω μετ’ άλγος ψυχής, ως οίδε, πόσαι έτεραι κείνται αδιόρατοι υπό τον επικείμενον όγκον των λίθων. Δύο έτι στήλας, την μεν νεκρικήν, την δε ψήφισμα έχουσαν γεγραμμένον, είδον βεβλαμμένας εκατέρωθεν κατά τα άκρα. Ένεκα δε της βλάβης ταύτης, άλλα μεν εκ των γραμμάτων των εν τη αρχή και εν τω τέλει σειρών, εφθάρησαν και δεν αναγινώσκονται, άλλα δ’ εξηλείφθησαν. Άλλας βλάβας δεν ηδυνήθην να ανακαλύψω, αλλ’ υποθέτω ότι και μείζονες θα υπάρχωσιν. Είθε να ψευσθώσιν αι απαίσιοι προρρήσεις μου. Εκ τούτων καταφανές γίνεται ότι αμέσως μεν οι στρατιώται επήνεγκον την φθοράν ταις αρχαιότησιν, εμμέσως δε το αρχηγείον, διατάξαν τοις στρατιώταις την εκκένωσιν του μουσείου. Δεν μέμφομαι τους στρατιώτας, διότι προυξένησαν την ζημίαν, ουδεμίαν βεβαίως του μεγέθους αυτής έχοντες συνείδησιν. Δεν μέμφομαι το αρχηγείον ότι εζήτησε να καταλάβη το μουσείον και να διατάξη την εκκένωσιν αυτού. Ένεκα, βεβαίως, των σημερινών περιστάσεων, πάντα πρέπει να υπείκωσι ταις στρατιωτικαίς ανάγκαις. Μέμφομαι μόνον την ταχύτητα και την βίαν παρά των στρατιωτών και την μη καταβολήν την προσηκούσης φροντίδος παρ’ άλλων, οί αν διώριζόν τινα επιστατήσοντα εις την εξαγωγήν και την φθοράν θα προελάμβανον και την πλήρωσιν των στρατιωτικών αναγκών ουδόλως θα παρεκώλυον. Και τοιαύτη μεν οικτρά η νυν των μνημείων τούτων της Λαρίσης κατάστασις. Ίσως δε θα νομίση τις ότι ό,τι έπαθον μέχρι τούδε έπαθον, πλείονα δεν είνε δυνατόν να πάθωσι. Δυσπιστώ, φοβούμαι πλείονα και εκ των ατμοσφαιρικών μεταβολών και επηρειών και εκ των ανθρωπίνων ποδών και χειρών, φοβούμαι και τους εχθρούς των αρχαιοτήτων, αλλά φοβούμαι και πολλούς φίλους, οί εισίν επικινδυνότεροι πολλάκις και αυτών των εχθρών. Δια τούτο προτείνω να διαταχθή η εύρεσις ό,τι τάχιστα οικοδομήματος καταλλήλου, εις ό να εναποτεθώσιν αι αρχαιότητες προσωρινώς μέχρις αποδόσεως του καταληφθέντος μουσείου, ό νυν ούτε πρόσφορον όν, ούτε ευρύχωρον. Πρέπει να ευρυνθή και διαιρεθή επιτηδείως. Αι υπάρχουσαι αρχαιότητες εισίν ουκ ολίγαι, 180 και επέκεινα λίθοι, οι πλείστοι ογκωδέστατοι, ελπίς δ’ υπάρχει να ευρεθώσι και πολλαί άλλαι. Καλόν θα ήτο λοιπόν να χορηγηθή πίστωσις και διά την ενοικίασιν κτιρίου τινός και δια την των αρχαιοτήτων εκ της αυλής του διδασκαλείου εις αυτό μεταφοράν, ή μόνη θα απαιτήσει δαπάνην ίσως ουχί ελάττονα των 200 δραχμών. Τότε δε, αφ’ ού καταλλήλως τοποθετηθώσι, θα δυνηθώ να λάβω την βαρείαν μεν και δυσχερή, αναγκαίαν δε εργασίαν της περιγραφής, καταμετρήσεως, της εξακριβώσεως κατά το δυνατόν των τε παραστάσεων και των επιγεγραμμένων, της διαιρέσεως και της εις βιβλίον καταγραφής, ό αποτελέσει ακριβή αυτών κατάλογον. Ως είνε δ’ αύται νυν παρερριμμέναι και ως κείνται επεστοιβασμέναι, η εργασία αύτη είνε αδύνατος. Αλλά πλην τούτου και φθοράν μείζονα φοβούμαι και σύλησιν. Ανάγκη ταχείας ενεργείας προς διάσωσιν των υποληφθεισών τουλάχιστον.Ευπειθέστατος
Ο έφορος των εν Λαρίση αρχαιοτήτων
Ελευθ. Τριαντ. Κούσης».