Το ίδιο συμβαίνει εδώ και καιρό κάθε μέρα, τις πρωινές ώρες. Σας προτείνω να κάνετε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης την ώρα που ανοίγουν τα καταστήματα και θα διαπιστώσετε ότι πολλοί συμπολίτες μας κυκλοφορούν βιαστικοί προς τον τόπο εργασίας τους, κρατώντας στο χέρι μεταξύ των άλλων και ένα κύπελλο με καφέ.
Πριν λίγες ημέρες έκανα μια βόλτα γύρω από την πλατεία Ταχυδρομείου. Ήταν πρώτες μεσημβρινές ώρες και διαπίστωσα ότι οι τρεις πεζόδρομοι από τους οποίους περιβάλλεται ήταν πλημμυρισμένοι από κόσμο, ο οποίος απολάμβανε το καφεδάκι του στα διάφορα καφενεία (προσωπικά δεν μου αρέσει ο όρος καφετέριες), κάτω από έναν ηλιόλουστο ουρανό. Γνωρίζουμε βέβαια ότι σήμερα όλη η Ελλάδα θεωρεί πως η Λάρισα είναι η πόλη του καφέ. Αυτό όμως δεν είναι σημερινή συνήθεια. Από τα παλιά ακόμα χρόνια κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στην Κεντρική πλατεία της πόλης μας. Και στις τέσσερες πλευρές της η πλατεία αυτή είχε πολλά καφενεία, τα οποία στεγάζονταν στο ισόγειο ωραίων νεοκλασικών κτιρίων που την περιτριγύριζαν. Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνον από τις διάφορες περιγραφές που διαβάζουμε, αλλά και από παλιές φωτογραφίες που έχουν διασωθεί. Τότε είχαν διάφορες ονομασίες, όπως «Καφενείον», «Καφεζαχαροπλαστείον» και σε ορισμένα από αυτά πρόσφεραν στους πελάτες τους και άλλες υπηρεσίες, όπως χαρτιά, τάβλι, μπιλιάρδο, ορισμένα μάλιστα διέθεταν και θεατρική και αργότερα κινηματογραφική σκηνή. Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών πολλοί καφενέδες, όπως ονομάζονταν λαϊκότερα τα καφενεία, διέθεταν και ναργιλέδες[1].
Θα περιγράψουμε στη συνέχεια τα καφενεία τα οποία λειτουργούσαν μέχρι το 1940 γύρω από την πλατεία Θέμιδος, όπως ήταν γνωστή τότε, πολλά των οποίων τους καλοκαιρινούς μήνες γέμιζαν με τραπεζοκαθίσματα και μέρος της πλατείας που τους ανήκε.
—Στη βόρεια πλευρά της και κάτω από το «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα» υπήρχε το Καφενείο του Μαλάκη, το οποίο συνδέεται άμεσα με την ιστορία της προπολεμικής Λάρισας. Ήταν λαϊκό και όταν οι θαμώνες του ήθελαν να γλεντήσουν, διέθετε και οργανοπαίκτες οι οποίοι το είχαν ως εντευκτήριό τους. Σ’ αυτό σύχναζαν επίσης και πολλοί εμπορευόμενοι οι οποίο διαπραγματεύονταν αγορές και πωλήσεις. Στο ίδιο καφενείο εύρισκαν καταφύγιο και οι αμαξάδες οι οποίοι τότε στάθμευαν τα αμάξια τους κατά μήκος της οδού Αλεξάνδρας (Κύπρου) προς την πλευρά της πλατείας. Το καφενείο διανυκτέρευε και εξυπηρετούσε όλους τους νυκτόβιους. Στο βάθος της αίθουσας ήταν εγκατεστημένα και δύο μπιλιάρδα, τα οποία συγκέντρωναν συνήθως τους νέους της εποχής.
—Στο μέγαρο Χατζημέτου[2], το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Φιλελλήνων, υπήρχε ένα άλλο καφενείο, το οποίο είχε πρόσοψη στην πλατεία. Δεξιά της εισόδου προς τον άνω όροφο λειτουργούσε το ιστορικό καφενείο του Μήτσου Μπόκοτα. Και σ’ αυτό το καφενείο σύχναζαν διάφοροι εργαζόμενοι και επειδή διανυκτέρευε συγκέντρωνε συνήθως πολλούς αρτεργάτες, οι οποίοι έπιναν τον πρωινό τους καφέ πριν αρχίσουν τη δουλειά τους, αλλά και αρκετοί ταξιδιώτες οι οποίοι έφθαναν στην πόλη νύχτα, μέχρις ότου να τακτοποιηθούν.
—Αμέσως δίπλα βρισκόταν το καφενείο «Εμπορικόν». Το δούλεψαν κατά σειράν οι αδελφοί Κυπαρίσση, ο Τεκελιώτης και οι αδελφοί Πολύζου. Ήταν ένα από τα τρία καφενεία που λειτούργησε κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή. Συνέχισε ως καφενείο και μεταπολεμικά για λίγα χρόνια, καθώς συγκέντρωνε πολλούς εργαζόμενους, αλλά ο ιδιοκτήτης του τη δεκαετία του 1960 το ενοικίασε στο υποδηματοπωλείο «Στανταρντ Αλιμπέρτη».
—Στην ανατολική πλευρά της πλατείας, δίπλα από το γωνιακό κατάστημα του Καραπέτσα επί της Μ. Αλεξάνδρου, πριν ακόμα κτισθεί το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» (1938) υπήρχε το καφεζαχαροπλαστείο του Παλάκα. Ο ιδιοκτήτης του ήταν ένας θαυμάσιος πνευματώδης τύπος από τη Ραψάνη και στις καρέκλες του καταστήματός του περνούσαν ατέλειωτες ώρες διάφοροι επαγγελματίες. Παράλληλα όμως ήταν ξακουστός και για τις περίφημες πάστες του.
—Κοντά του βρισκόταν το καφενείο «Νέος Κόσμος». Υπήρξε από τα παλαιότερα καφενεία της Λάρισας και ιδιοκτήτης του ήταν ο εμποροράφτης Αγγελίδης. Αρχικά το καφενείο λειτούργησε από τον επιχειρηματία Αθανάσιο Μπουσινιώτη μέχρι το 1908. Τη χρονιά αυτή την επιχείρηση ανέλαβε ο Νικόλαος Καρανίκας, ο οποίος αργότερα συνεταιρίστηκε με τον Δημήτριο Αντωνιάδη, ο οποίος υπήρξε κληρονόμος του Αγγελίδη. Από τα πρώτα χρόνια το καφενείο αυτό υπήρξε εντευκτήριο εμπόρων, επαγγελματιών και κυρίως συνταξιούχων. Κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε επιταχθεί για ένα διάστημα από τους Γερμανούς. Συνέχισε τη λειτουργία του και μεταπολεμικά με την ίδια πελατεία, ώσπου κάποια μέρα το καφενείο με τα όμορφα τοξωτά ανοίγματα και το δαντελωτό σιδερένιο σκέπαστρο του πεζοδρομίου κατεδαφίσθηκε, για να ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή.
—Στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα ήταν για πολλά χρόνια το καφενείο «Παράδεισος». Το κτίριο αυτό ήταν στην αρχή μια επιμήκης ισόγεια κατασκευή με οκτώ ψηλές τοξωτές πόρτες. Ιδιοκτήτης του ήταν ο φαρμακοποιός Κωνστ. Μανεσιώτης και αρχικά στέγασε διάφορα καταστήματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 μετατράπηκε σε καφενείο, το οποίο διέθετε και σκηνή από την οποία έδιναν παραστάσεις οι περαστικοί από τη Λάρισα θίασοι. Όλες οι μεγάλες δόξες της ελληνικής θεατρικής σκηνής τίμησαν το θέατρο του «Παραδείσου» μέχρι το 1940. Στο καφενείο του σύχναζαν κυρίως στρατιωτικοί και πολιτικοί συνταξιούχοι. Αποτελούσε επιχείρηση των Ζήση Τσουρέλη και Γιάννη Μπέκα και ο συνεταιρισμός τους κράτησε ως την ώρα που ο μεγάλος σεισμός του 1941 το μετέτρεψε σε μια άμορφη μάζα. Μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίστηκε το κινηματοθέατρο «Ορφεύς».
—Στη νότια πλευρά της πλατείας, στο ισόγειο του κτιρίου Κατσαούνη, υπήρχε για μικρό διάστημα κατά τη δεκαετία του 1910 το καφεζαχαροπλαστείο «Doree» του Δημητρίου Πάλτσου. Μεταπολεμικά το κτίριο λόγω των καταστροφών που υπέστη από τον σεισμό, μετατράπηκε σε ισόγειο. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Λαρισαίοι θα το θυμούνται ως καφεζαχαροπλαστείο «Παλλάδιον» και δίπλα του στο ίδιο κτίριο λειτούργησε και το «Μικρό Ολύμπιον», ένα ζαχαροπλαστείο-στέκι της νεολαίας. Ονομάσθηκε έτσι σε αντιδιαστολή με το περίφημο ζαχαροπλαστείο «Ολύμπιον» του Γκονταρούλη επί της οδού Κύπρου, κάτω από το ομώνυμο ξενοδοχείο. Τα καταστήματα στο ισόγειο του κτιρίου αυτού άλλαζαν συχνά επιχειρηματίες και χρήση. Εκτός από καφενεία εδώ στεγάστηκαν τράπεζες, κουρεία, συμβολαιογράφοι, ξενοδοχείο, μέχρι και κομμώτριες.
—Στο ισόγειο του ψηλότερου και επιβλητικότερου κτίσματος της πλατείας στεγάστηκε το πιο ξακουστό καφενείο της παλιάς Λάρισας, το «Πανελλήνιον». Το κτίριο ήταν τριώροφο και ιδιοκτήτες του ήταν οι αδελφοί Αθανάσιος και Δημήτριος Μποσινιώτη. Τα τέσσερα από τα πέντε ανοίγματα του ισογείου αντιστοιχούσαν στο καφενείο. Αρχικά λειτούργησε ως ζυθοπωλείο και το 1919 ανέλαβε τη διαχείριση του ο επιχειρηματίας Κωνσταντίνος Πάλτσος, ο οποίος το λειτούργησε ως καφεζαχαροπλαστείο με το όνομα «Ντορέ». Χάρη στην πολυτελή του εμφάνιση συγκέντρωνε όλη την καλή κοινωνία της Λάρισας. Αξιοποίησε μέρος της μεγάλης αυλής και κατασκεύασε αίθουσα θεάτρου, από την οποία πέρασαν μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών. Γύρω στα 1930 αποχώρησε ο Κων. Πάλτσος και τη διεύθυνση ανέλαβε ο Μήτσος Βρεττόπουλος επαναφέροντας πάλι την ονομασία του σε «Πανελλήνιον». Το 1937 αποχώρησε ο Βρεττόπουλος και το ανέλαβε ο Μήτσος Γάβρος. Μετά την κατοχή το καφενείο αυτό γνώρισε μεγάλες δόξες, καθώς είχε καταστεί εντευκτήριο πολιτικών και δικηγόρων πολύ γνωστών στην κοινωνία της πόλης. Τους καλοκαιρινούς μήνες έβγαιναν και τραπεζάκιαστην οδό Κούμα και την πλατεία. Το 1976 κατεδαφίσθηκε για να ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή.
—Δίπλα του, στη γωνία με την οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) υπήρχε παλιά το καφεζαχροπλαστείο του Κόκκαλη. Ήταν το μοναδικό στο οποίο είχε δοθεί η άδεια να επισκέπτονται και μαθητές.
—Στη δυτική πλευρά της πλατείας, στη γωνία των οδών Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και Γεωργάκη Ολυμπίου (Ίωνος Δραγούμη) ο γαιοκτήμονας Νικόλαος Καρανίκας έκτισε γύρω στα 1910 το αρχοντικό του. Το ισόγειο νοικιάσθηκε στους αδελφούς Ρεμπάπη, οι οποίοι άνοιξαν καφεζαχαροπλαστείον με το όνομα «Βασιλικόν». Το περίεργο είναι ότι το καφενείο αυτό ήταν εντευκτήριο αντιβασιλικών παρά τον τίτλο του. Μεταπολεμικά και για πολλά χρόνια στέγαζε το καφενείο «Βιεννέζικον».
Τελικά μετρήσαμε αισίως δέκα καφενεία γύρω από την Κεντρική πλατεία, τα οποία γέμιζαν από κόσμο σε μια περίοδο που η πόλη είχε γύρω στους 20-25.000 κατοίκους. Επομένως δεν είναι πρωτοφανές το σημερινό φαινόμενο της πλατείας Ταχυδρομείου.
----------------
[1]. Το καφενείο «Εμπορικόν» στη βόρεια πλευρά της πλατείας, ήταν το τελευταίο το οποίο εξακολουθούσε να διαθέτει ναργιλέ και τα μεταπολεμικά, ειδικά για αρειμάνιους πελάτες και ταξιδιώτες καπνιστές.
[2]. Ο όροφος στέγασε διαδοχικά τη Λέσχη Ασλάνη, το Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» των αδελφών Μίχου και τη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Την κατοχή καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς και τον σεισμό. Σήμερα σε ένα μεταπολεμικό όμορφο κτίριο στεγάζεται και πάλι η Λέσχη αξιωματικών.