Μέχρι τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας ο χώρος του θεάτρου ήταν μπαζωμένος από τη συσσώρευση φερτών υλικών, αλλά κτίσματα δεν υπήρχαν επάνω του. Μερικοί περιηγητές του 19ου αιώνα αναφέρουν την ύπαρξή του. Από το 1910 ο τότε έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Απ. Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει και αποκαλύψει σε μικρή έκταση ίχνη του, τα οποία προς τιμήν του τα διατήρησε, ώστε να βρίσκονται σε κοινή θέα, αλλά όμως το σημείο αυτό στα χρόνια που ακολούθησαν είχε καταστεί ουσιαστικά εστία συλλογής απορριμμάτων. Επιπλέον οι δημοτικές αρχές, όλο αυτό το διάστημα από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο (1881), επέτρεπαν τη δόμηση στην περιοχή αυτή και μάλιστα τελευταία ακόμη και πολυώροφων οικοδομών. Βέβαια από τη δεκαετία του 1980 αναγνωρίστηκε η αξία που θα είχε για την πόλη η αποκάλυψη του Αρχαίου Θεάτρου και από τότε έγιναν θαύματα. Είπε πρόσφατα (16 Φεβρουαρίου) σε μια ομιλία του στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στην Αθήνα ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή» και ένθερμος φίλος της Λάρισας Νίκος Βατόπουλος: «Το θυμάμαι όταν το είχα δει να «σκάει» σαν πουλάκι μέσα από το τσόφλι. Σκεφτείτε ένα θέατρο 10.000 θέσεων, να βρίσκεται όλο κάτω από μια σύγχρονη λεωφόρο με πολυκατοικίες και κτίρια γραφείων, περί αυτού πρόκειται. Αυτό που συνέβη στη Λάρισα τα τελευταία 35 χρόνια, είναι μοναδικό διεθνώς. Η πόλη αυτή τη στιγμή, έχει την ευκαιρία να μιλήσει στη διεθνή κοινότητα και να πει: «Ελάτε να δείτε τι κάναμε, εμείς στη Λάρισα. Απαλλοτριώσαμε ένα σημαντικό κομμάτι της πόλης και φέραμε στην επιφάνεια ένα αρχαίο θέατρο, το οποίο καλείται τώρα να συνδράμει και να σφυρηλατήσει τη σύγχρονη ταυτότητα της πόλης».
Στο σημερινό σημείωμα πρόθεσή μας είναι να καταγράψουμε για ιστορικούς λόγους, τα σημαντικότερα κτίσματα που υπήρχαν για εκατό περίπου χρόνια κατά μήκος του ανηφορικού τμήματος της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), από την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881 μέχρι την κατεδάφισή τους, για να αναδειχθεί το Αρχαίο Θέατρο της πόλης.
Όπως αναφέραμε, κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας, η περιοχή αυτή είχε τη μορφή μιας κοίλης χωμάτινης επιφάνειας, την οποία άλλοι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Λάρισα, την περιγράφουν σαν αρχαίο αμφιθέατρο και άλλοι, οι πιο ενημερωμένοι ιστορικά, σαν τον χώρο του Αρχαίου Θεάτρου της πόλης. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, με την εφαρμογή του Σχεδίου Πόλεως, δημιουργείται πάνω της η προέκταση της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και με την ανατολή του 20ού αι., στην ανηφορική αυτή διαδρομή βρίσκουμε ότι η περιοχή αυτή είναι γνωστή ως «λαδάδικα». Ήταν πρόχειρες κατασκευές, οι οποίες ανήκαν σχεδόν όλες σε παραγωγούς από το Πήλιο, οι οποίοι είχαν μετακομίσει στη Λάρισα για να εμπορευτούν τις ελιές και το ελαιόλαδο που εν αφθονία παρήγαγε ο τόπος τους. Αργότερα τα «λαδάδικα» άρχισαν να μετατοπίζονται προς την οδό Παπαφλέσσα και στη θέση τους άρχισαν να ξεφυτρώνουν διάφορα κτίσματα.
Στη δεξιά γωνία του ανηφορικού τμήματος της οδού Ακροπόλεως με τη Μακεδονίας (Βενιζέλου), προπολεμικά βρισκόταν για ένα διάστημα το φαρμακείο του Καραθάνου. Μεταπολεμικά στη θέση αυτή ήταν το γνωστό ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου. Λίγο πιο πάνω από το φαρμακείο και για πολλά χρόνια λειτούργησε το πολυσύχναστο καφενείο του Χατζηγιάννη. Σ’ αυτό περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους πολλοί αργόσχολοι Λαρισαίοι, συζητώντας και παίζοντας διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.
Πιο πάνω θα σταματήσουμε στο κτίριο όπου στεγαζόταν μέχρι το 1980 το Επισκοπείο, πριν μεταφερθεί στη σημερινή του θέση, στη συνοικία της Φιλιππούπολης. Το κτίριο αυτό έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κτίσθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα από τον Γεώργιο Τσάπανο[1]. Ήταν ένα από τα καλύτερα αρχοντικά της πόλης και αρχικά εγκαταστάθηκε σ’ αυτό η οικογένεια του ιδιοκτήτη. Ήταν διώροφο με υπερυψωμένο σε ένα σημείο υπόγειο, λόγω της ανωφέρειας του δρόμου. Αργότερα στεγάσθηκε σ’ αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα το Γραφείο του Νομομηχανικού Λαρίσης. Όταν αυτό μετακόμισε σε άλλο σημείο, το κτίριο αυτό το ενοικίασε ο Ηλίας Κύρκος[2] και το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο με την επωνυμία «Αχίλλειον». Το 1935, όταν στη Μητρόπολη Λαρίσης και Πλαταμώνος τοποθετήθηκε ο από Κηθύρων Δωρόθεος (ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος), το κτίριο αγοράσθηκε από τη Μητρόπολη, όπου εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και διέμενε ο εκάστοτε μητροπολίτης. Κατά τον σεισμό του 1941 έπαθε σοβαρές ζημιές, ειδικά ο δεύτερος όροφος. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος και η κατοχή δεν έγινε καμιά εργασία επισκευής. Μετά την απελευθέρωση και ιδίως μετά τον σεισμό του 1957, ο δεύτερος όροφος γκρεμίστηκε και διατηρήθηκε μόνο το ισόγειο με το υπόγειο. Συγχρόνως οικοδομήθηκε στη νότια πλευρά του παλαιού οικήματος και σε άμεση επαφή και επικοινωνία μαζί του, μια διώροφη σύγχρονη κατασκευή για να στεγάσει τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ιεράρχη, την αίθουσα υποδοχής και τα γραφεία της Μητροπόλεως. Το 1980, επί μητροπολίτου Σεραφείμ, μεταφέρθηκαν όλες οι υπηρεσίες του Επισκοπείου στο σημερινό κτίριο, ενώ το παλαιό κατεδαφίσθηκε το 1992, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μαζί με το ρολόι, για να αποκαλυφθεί το Αρχαίο Θέατρο.
Στη γωνία των οδών Ακροπόλεως και μητροπολίτου Αρσενίου υπήρχε ένα διώροφο εντυπωσιακό οίκημα, το οποίο ανήκε στον Ευαγγέλου, έναν από τους πολλούς καπνοβιομηχάνους μικρού βεληνεκούς που διέθετε τα παλιά χρόνια η πόλη μας. Ήταν κτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό και κατά καιρούς στέγασε αστικές οικογένειες της Λάρισας. Από τον Ευαγγέλου η οικία μεταπολεμικά περιήλθε στην κατοχή του Δημητρίου Λαγού, απόστρατου συνταγματάρχη, ο οποίος μάλιστα έλαβε μέρος στις δημοτικές εκλογές του 1951 με δικό του συνδυασμό, χωρίς όμως να κατορθώσει να επικρατήσει του Δημητρίου Καραθάνου.
Δίπλα από το προηγούμενο οίκημα, επί της σημερινής οδού μητροπολίτου Αρσενίου, ήταν κτισμένο από τις αρχές του 20ού αιώνα ένα όμορφο κτίριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως γραφείο της Μητροπόλεως Λαρίσης και συγχρόνως ως κατοικία του μητροπολίτη Αρσενίου (1914-1934). Ο Αρσένιος, ως γνωστόν, έχει συνδεθεί στενά με το ανάθεμα του Βενιζέλου κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, ενέργεια η οποία του στοίχισε την απομάκρυνσή του από τη Λάρισα και την εξορία στη νήσο Αμοργό για τρία χρόνια.
Από την αριστερή πλευρά της ανόδου της οδού Ακροπόλεως υπήρχαν πολλά καταστήματα και κατοικίες, τα οποία κατά καιρούς άλλαζαν ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Στη γωνία με την οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου) υπήρχε το καπνοπωλείο του Ευαγγέλου που ήταν ένα από τα παλαιότερα της Λάρισας. Ακολουθούσε ένας χώρος περιφραγμένος από το 1910, όταν ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει ένα μικρό τμήμα του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας. Δίπλα του το κατάστημα αποικιακών ειδών του Μιχάλη Μανδραβέλη και εν συνεχεία το κατάστημα δερμάτων του Καϊμάκη. Το τελευταίο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής εκείνης, καθώς είναι γνωστό ότι στη Λάρισα από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα, υπήρχαν πολλά βυρσοδεψεία, εγκατεστημένα στη συνοικία Ταμπάκικα. Ακολούθως δέσποζε μια τριώροφη οικοδομή, ιδιοκτησίας και αυτή του γαιοκτήμονα Γεωργίου Τσάπανου, η οποία στέγασε για πολλά χρόνια την ωτορινολαρυγγολογική κλινική του γαμπρού του Γεωργίου Τάρη. Μέχρι το τέλος της ανηφορικής οδού ακολουθούσαν δύο ακόμη απλές κατοικίες και στην κορυφή το ρολόι της πόλης.
Δεν αναφέρω τις μεταπολεμικές πολυώροφες οικοδομές στην ίδια περιοχή, γιατί είναι σχετικά πρόσφατες και γνωστές.
------------------------------------------------
[1]. Ο γαιοκτήμονας Γεώργιος Τσάπανος καταγόταν από τη Φλώρινα και ήλθε στη Λάρισα περί το 1910. Αγόρασε μεγάλες αγροτικές εκτάσεις σε Γιάννουλη και Φαλάνη. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην ιδέα να εγκαταλειφθεί η ασύμφορη μονοκαλλιέργεια του σίτου και να αντικατασταθεί από άλλες, οι οποίες απέφεραν υψηλότερα εισοδήματα.
[2]. Ο Ηλίας Κύρκος είχε για πολλά χρόνια και την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου «Μέγας Αλέξανδρος», ιδιοκτησίας Ηλία Κολέσκα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Ίωνος Δραγούμη και Βασιλίσσης Φρειδερίκης (σήμερα Σκαρλάτου Σούτσου), απέναντι από το Ισραηλιτικό Σχολείο.