«Την εσπέραν ταύτην [11 Απριλίου1897], ότε τα στρατεύματα υπεχώρησαν εις Λάρισσαν υπό πανικού κατεχόμενα, ο εχθρός έγινε κύριος πασών των διαβάσεων του Κάτω Ολύμπου και της μεταξύ τούτου και του Πηνειού πεδιάδος (...). Μετά από την υποχώρησιν του στρατού ημών η στρατιωτική κατάστασις της στιγμής εξεδήλωνε πάντα τα αποτελέσματα ατυχούς αγώνος, δηλαδή: 1. Φυσικήν εξάντλησιν και υλικάς απωλείας. 2. Αποσύνθεσιν της τακτικής παρατάξεως. 3. Ηθικά αποτελέσματα. Η δε εξέτασις της στρατιωτικής καταστάσεως της πρωίας, μετά την υποχώρησιν και την συγκέντρωσιν του στρατού εις Λάρισσαν, δεικνύει ότι ούτος θα ήτο ηναγκασμένος να πολεμήση εκ του συστάδην εις την πεδιάδα και να δώση αποφασιστικήν μάχην περί την Λάρισσαν (...).
Εξεταζομένης δε της ηθικής καταστάσεως του εις Λάρισσαν υποχωρήσαντος στρατεύματος, προκύπτει ότι επικινδυνωδεστάτη θα ήτο η παραμονή αυτού εις Λάρισσαν ίνα επιτευχθή η εκεί ανασύνταξίς του. Εις την περίστασιν ταύτην κατεδείχθη η μεγάλη και απόλυτος ανάγκη της υπάρξεως της εφεδρείας του στρατού εκστρατείας, δι’ ής θα ηδυνάμην να ρυθμίσω τας τύχας του πολέμου. Ως εφεδρείαν εν Λαρίσση είχον μόνον 6 λόχους εκ των νεοσχηματισθέντων σωμάτων, οι πλείστοι άνδρες των οποίων ήσαν εντελώς αγύμναστοι. Είτε απεδεχόμην την μάχην εις την πεδιάδα, είτε παρέμενον εις Λάρισσαν, ο στρατός ημών θα εξετίθετο εις βεβαίαν εκμηδένησιν ήτις θα επήνεγκε το τέλος της εκστρατείας και θα άφινεν ορθάνοικτον εις τον εχθρόν την προς τα ενδότερα οδόν.
Διά ταύτα ως στρατηγός κηδόμενος της ασφαλείας του στρατού μου και μη δικαιούμενος να υπολογίσω επί ενδεχομένης νωθρότητος του πολεμίου, απεφάσισα την άμεσον και ταχίστην προς Φάρσαλον υποχώρησιν, επί τη προσδοκία ότι εκεί θα ηδυνάμην ν’ ανασυντάξω το στράτευμα και ν’ αναμένω όπως ωφεληθώ εκ λάθους τινός του πολεμίου ή εξ ευνοϊκής τινός περιστάσεως. Η εκ Λαρίσσης υποχώρησις, στρατηγικώς σκοπουμένη, διετάχθη άρα ως έδει, αρκετά εγκαίρως προς αποφυγήν αφεύκτου περιπτύξεως ής συνέπεια θα ήτο η τελική ήττα της Ελλάδος, ήδη μετά την πρώτην εν Λαρίσση σύγκρουσιν (...).
Τα εις Λάρισαν υποχωρήσαντα στρατεύματα διεσπάρησαν εις την πόλιν διανυκτερεύσαντα εντός των καφενείων και στρατώνων, εις τας πλατείας και εις τας οδούς αυτής. Την πρωίαν της ημέρας ταύτης [12 Απριλίου 1897], διέταξα τους διοικητάς της 1ης και 2ας Μεραρχίας να συγκεντρώσουν εις το Ακ-Σεράι [= περιοχή της συνοικίας Νεάπολης], άπαντα τα υπ’ αυτούς στρατεύματα, να παρατάξωσι ταύτα και να αναμένωσι τας διαταγάς μου. Πεπεισμένος ότι η ταχίστη υποχώρησις του στρατού μοί επεβάλλετο, εξέθηκα την πρωίαν της 12 Απριλίου την κατάστασιν του εις Λάρισσαν καταφυγόντος την νύκτα της προτεραίας στρατού, διά τηλεγραφήματος προς τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και προς τον Πρωθυπουργόν και εδήλωσα την γνώμην μου περί του αδυνάτου της αμύνης της Λαρίσσης: «Η κατάστασις του στρατεύματος υπό πάσαν έποψιν είνε τοιαύτη, ώστε η μεν άμυνα της Λαρίσσης αδύνατος, η δε υποχώρησις εις Φάρσαλον αμφίβολος, στρατιωτών ου μόνον τραπέντων εις φυγήν αλλά και λιποτακτούντων προς Βώλον και προς άλλας διευθύνσεις» (...).
Όπως προαναφέρθηκε ο διάδοχος συμπεριέλαβε στην έκθεσή του όλες τις διαταγές, τα τηλεγραφήματα και τα υπομνήματα που εστάλησαν από και προς αυτόν για να δικαιολογήσει τις αποφάσεις του. Χαρακτηριστική είναι η έκθεση του διοικητή της 2ας Μεραρχίας: «Περί την 9ην π.μ. ώραν [12 Απριλίου], η εκκίνησις των Μεραρχιών ήρξατο εν μεγίστη αταξία και συγχύσει (...). Μετ’ ολίγον άπασαι αι τακτικαί μονάδες διεσπάσθησαν επί τοσούτον, ώστε ούτε μία ενωμοτία επορεύθη συνταταγμένη, αλλ’ όλη η φάλαγξ, ως εκχειλίζων χείμαρρος, διεσκορπίζετο εκατέρωθεν της προς Φάρσαλον αγούσης. Οι άνδρες εξηκολούθουν την αισχίστην συνήθειάν των να πυροβολώσι. Ποίμνια, αγέλαι βοών, φυγάδες χωρικοί συν γυναιξί και τέκνοις, καθίστων την εν γένει εικόνα της υποχωρήσεως θλιβεράν. Ουδέν ωραιότερον στρατού ενεργούντος εν τάξει, αλλά και ουδέν ειδεχθέστερον ανθρωπομαζώματος, ως το αναφερόμενον, φεύγοντος προς την Φάρσαλον ως έφευγε. Περί την 10 μ.μ. αφίχθην εις Φάρσαλον. Εν τη κωμοπόλει ήν αληθές πανδαιμόνιον».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Έκθεσις της A. B. Yψ. του Διαδόχου επί των πεπραγμένων του στρατού Θεσσαλίας κατά την εκστρατείαν του 1897 υποβληθείσα εις το Yπουργείον των Στρατιωτικών. Εν Αθήναις: Εκ του Βιβλιεκδοτικού Καταστήματος Αναστασίου Δ. Φέξη, 1899.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου