Στα εγκαίνια ήταν παρών και ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Λαρισαίων Αθανάσιος Μαμάκος, ο οποίος ταξίδευσε ειδικά για την εκδήλωση αυτή στην Αθήνα. Μαζί του παρευρίσκονταν ο βουλευτής Χρήστος Κέλλας, η νέα αντιπρόεδρος της Δημοτικής Πινακοθήκης Κατερίνα Κόσσυβα, η προϊσταμένη Ιωάννα Δεληγιάννη και πλήθος Λαρισαίων από την πόλη μας και την Αθήνα, καθώς και πολλοί φιλότεχνοι. Μερικές ημέρες αργότερα την έκθεση επισκέφθηκε και ο βουλευτής Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Στις 16 Φεβρουαρίου, παραμονή της λήξης της έκθεσης, στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης πραγματοποιήθηκε ειδική εκδήλωση με ομιλητές υψηλού επιπέδου και με τίτλο: «Λάρισα. Μια πόλη αποκαλύπτεται». Ομιλητές ήταν ο Νίκος Καραπιδάκης, ομότιμος καθηγητής του Ιόνιου Πανεπιστημίου και διευθυντής του περιοδικού «Νέα Εστία», με θέμα «Ιδιωτικές Συλλογές. Από την ιστορία τους στη διάσωσή τους». Επόμενος ομιλητής ήταν ο Χαρίτων Καρανάσιος, διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, με θέμα «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Θεσσαλία». Ακολούθησε ο Νίκος Βατόπουλος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, με θέμα «Η περίπτωση του Νίκου Αθ. Παπαθεοδώρου και η ταυτότητα της Λάρισας». Και την εκδήλωση έκλεισε η Λουΐζα Καραπιδάκη, ιστορικός Τέχνης και επιμελήτρια της έκθεσης, με θέμα «Από μια αχανή Συλλογή σε μια συγκροτημένη έκθεση. Συλλογή του Νίκου Παπαθεοδώρου». Στην εκδήλωση, μεταξύ των άλλων, παρευρέθηκε ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού Θωμάς Ρετσιάνης, η διευθύντρια του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας Σταυρούλα Σδρόλια, ο αρχαιολόγος Γεώργιος Τουφεξής και πολλοί Λαρισαίοι και Λαρισαίες.
Από την εκδήλωση αυτή θα επικεντρωθούμε σήμερα στην ομιλία του δημοσιογράφου της εφημερίδας «Καθημερινή» και συγγραφέα Νίκου Βατόπουλου, η οποία απομαγνητοφωνήθηκε από τον Βαγγέλη Ρηγόπουλο, μέλος της Φωτοθήκης του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, και τη δημοσιεύουμε, γιατί οι αναφορές του έχουν ένα τεράστιο ενδιαφέρον για την πόλη μας όπως είναι σήμερα, όπως τη βλέπουν άνθρωποι οι οποίοι την έχουν γνωρίσει από κοντά και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της. Είπε ο Νίκος Βατόπουλος:
«Η Λάρισα έχει την τεράστια τύχη να αναδύεται ως μία πόλη με εξαιρετικό πλεονέκτημα. Να έχει ένα καταπληκτικό τοπόσημο στην καρδιά της πόλης, το αρχαίο της θέατρο. Διόλου αυτονόητη τύχη. Θέλω να σας πω πέντε πράγματα. Πρώτα, το τι νιώθω για τη Λάρισα και πώς έμαθα να καταλαβαίνω τη Λάρισα. Όταν κανείς καταλαβαίνει, αγαπάει κιόλας. Η γνωριμία μου με την πόλη δεν οφείλεται σε κανέναν επαγγελματικό ή οικογενειακό δεσμό. Συνέβη, πριν από λίγα μόλις χρόνια. Δεν είχα καμία σχέση με τη Λάρισα, ούτε την είχα στη ζωή μου, παρότι την είχα επισκεφθεί, ως περαστικός. Η πρώτη μου επαφή, σημαντική, είχε σχέση με το πώς αποκτά κανείς μια αυτοσυνειδησία, μέσα στο υπόβαθρο του ιστορικού ελληνικού χώρου, γιατί περί αυτού πρόκειται. Γι’ αυτό το πράγμα μιλάει και η έκθεση. Ήταν ένα συνέδριο στο Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας [1] για το ζεύγος Γουργιώτη, στο οποίο αναφέρθηκε και η Λουΐζα Καραπιδάκη. Ένα εξαιρετικό ζεύγος συλλεκτών διασωστών και ιδρυτών επί της ουσίας του Λαογραφικού Μουσείου Λάρισας, με εξαιρετικές συλλογές. Εκεί, είχα την τύχη να ακούσω, σε μία από τις τελευταίες δημόσιες ομιλίες του τον Άγγελο Δεληβοριά [2], ο οποίος, λίγο-πολύ, αναφέρθηκε στο θέμα για το πώς συνδέεται η Θεσσαλία με την ευρύτερη αφύπνιση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα. Πράγματα, τα οποία όλοι λίγο-πολύ τα ξέρουμε, αλλά όταν τα ζήσεις στον τόπο, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνομιλητές, τα νιώθεις λίγο διαφορετικά. Κι ύστερα από λίγο καιρό, γνώρισα τον κ. Παπαθεοδώρου. Έναν άνθρωπο, ο οποίος μπορώ να πω με έκανε να σκεφτώ πάρα πολλά πράγματα [3]. Πρώτα απ’ όλα για το τι σημαίνει να έχεις τη δυνατότητα να ανανεώνεσαι στη διάρκεια του βίου σου, σε μία ηλικία ώριμη πλέον. Διότι, ως γνωστόν, άρχισε να συλλέγει συνειδητά, μετά την ηλικία των 40-45 ετών.
Η Λάρισα είναι μια πόλη η οποία έχει ένα αρνητικό πλεονέκτημα: Είναι λίγοι εκείνοι που την καταλαβαίνουν. Ειδικά εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν σχέσεις καταγωγής, επαγγελματική ή φιλική με την πόλη, αγνοούν τον πλούτο της. Γι’ αυτό, φυσικά, δεν ευθύνονται μόνο οι άλλοι, ευθύνεται και η Λάρισα. Όμως, κάτι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και αυτό είναι το συναρπαστικό. Γι’ αυτό και θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό το ότι η Ελληνοαμερικανική Ένωση -και θέλω πραγματικά να ευχαριστήσω τον κ. Λεωνίδα Κόσκο και την Ένωση- που έδωσε το βήμα για την ανάπτυξη ενός δικτύου ιδεών, ανθρώπων. Ενός δικτύου εντός του ελλαδικού χώρου, ενός δικτύου συνομιλίας και αλληλογνωριμίας, να καταλάβουμε ,λοιπόν, ποιοι είναι οι συνομιλητές μας μέσα σε αυτό το κράτος. Διότι περί αυτού πρόκειται. Και το θεωρώ αδιανόητο να υπάρχει μια τόσο μεγάλη πόλη, μια τόσο δυναμική πόλη, όπως είναι η Λάρισα, μια πόλη που αριθμεί ίσως πάνω από 200.000 κατοίκους, μια πόλη η οποία συνδέεται με την οικονομία του κάμπου, ανεξαρτήτως των συγκυριών του τελευταίου έτους, και η οποία να παραμένει τόσο παραγνωρισμένη.
Γιατί όμως; Κοιτάξτε μέσα από τα εκθέματα όψεις της προπολεμικής Λάρισας. Μία πόλη η οποία αγωνίστηκε, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις, να αποβάλει τον οθωμανικό χαρακτήρα της. Για να το πω πιο απλά, ο στόχος ήταν να μην είναι τουρκόπολη. Αυτό που λέγαμε παλιά, επιτιμητικά και απαξιωτικά, τουρκοχώρι, τουρκόπολη. Υπό αυτήν την έννοια και όχι political correct. Έτσι, όπως το νιώθαμε παλιά. Κι η πόλη, παρότι ήταν οθωμανικό κέντρο, πριν από αιώνες και πριν από τον Διαφωτισμό, είχε περιπέσει σε σχετική παρακμή και σίγουρα το 1881, όταν ενσωματώθηκε, δεν είχε την υποδομή ενός αστικού κέντρου. Παρόλα αυτά, βλέπετε ότι αυτές οι παλιές φωτογραφίες και τα προπολεμικά καρτποστάλ μάς δείχνουν μια πόλη η οποία έχει επιτύχει να αποκτήσει τη σκηνογραφία της νεοελληνικής πόλης του 20ού αιώνα. Καθόλου αυτονόητο. Κοιτάξτε, λοιπόν, τον νεοκλασικισμό πώς αφήνει ίχνος στην οργάνωση του επίσημου διοικητικού κέντρου της πόλης, του δημόσιου χώρου. Σηματοδοτεί τον συμβολισμό της ενσωμάτωσης, με έναν τρόπο που υποδεχόταν η Λάρισα, διαφορετικό από ό,τι έκαναν τα Τρίκαλα ή ο Βόλος και άλλες πόλεις της ίδιας ενότητας. Μ’ έναν τρόπο λαρισαϊκό. Κι εκείνο που πάντα μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη ήταν το πόσο λίγοι, Αθηναίοι τουλάχιστον, γνωρίζουν τι συνέβη στη Λάρισα το 1940-41. Αυτά συνέβησαν: Σεισμός και βομβαρδισμός, μια και δυο και τρεις φορές, από Ιταλούς και Γερμανούς. Από τον Δεκέμβριο του ‘40 έως τον Απρίλιο του ‘41 η πόλη βομβαρδίζεται. Καταστρέφονται δεκάδες κτίρια. Άλλα τόσα και πολύ περισσότερα χαρακτηρίζονται επικίνδυνα. Η πόλη χάνει την υποδομή της, δημιουργείται μια φοβερή ανασφάλεια, πολλοί φεύγουν από την πόλη και τον Μάρτιο του 1941 γίνεται καταστροφικός σεισμός 6,3 Ρίχτερ. Ποιοι το ξέρουν; Το διδασκόμαστε πουθενά αυτό; Γνωρίζουμε το γιατί η Λάρισα έχει απολέσει τόσο μεγάλο μέρος από τον αρχιτεκτονικό της πλούτο; Όχι βεβαίως. Διότι πάρα πολλά κτίρια δεν μπορούσαν να σωθούν μεταπολεμικά, όχι γιατί η Λάρισα αγνόησε κατά τρόπο ακραίο σχεδόν, ίσως και ως μια διαδικασία επούλωσης ενός τέτοιου τραύματος. Απώλεσε ό,τι αρχιτεκτονικό θησαυρό είχε. Παρόλα αυτά, είναι μια πόλη, η οποία έχει ενσωματώσει αυτήν τη μνήμη και αρκεί να τη ζήσει κανείς λίγο τους ανθρώπους της.
Ο κ. Παπαθεοδώρου είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ανήκει αντικειμενικά σ’ αυτό το δίκτυο των ιστοριοδιφών, οι οποίοι υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Ας πούμε ότι κάθε πόλη έχει τους αγίους της. Αυτούς τους φαροφύλακες, τους ανθρώπους οι οποίοι αφοσιωμένοι μελετούν, αρχειοθετούν, σώζουν. Μια πολύ μοναχική δουλειά. Διότι λίγοι καταλαβαίνουν την αξία αυτής της δουλειάς και ο ίδιος θεωρείται τυχερός, γιατί έχει μια οικογένεια, η οποία τον περιβάλλει με αφοσίωση και καταλαβαίνει το περιβάλλον του, το γιατί το κάνει, πρώτα απ’ όλα και για ποιον λόγο. Έχει επί της ουσίας διασώσει έναν τεράστιο θησαυρό.
Αυτό που επέτυχε η Λουΐζα Καραπιδάκη ήταν άθλος. Δηλαδή, μέσα από στοίβες αρχειακού υλικού, ατελείωτα τεκμήρια, να μπορείς να φτιάξεις μια αφήγηση, να αρμολογήσεις μια ιστορική διαδρομή. Με εξάρσεις κορυφαίες φυσικά. Εκεί πέρα χρειάζεται η φαντασία μας, για να συγκολλήσουμε. Να οργανώσει, λοιπόν, όλη αυτήν την ιστορία της πόλης».
(Συνεχίζεται)