Το 1904 νυμφεύθηκε την πολύφερνη Καλλιόπη Δημητριάδου, χήρα του δικηγόρου Κωνσταντίνου Ασημάκη και έκτοτε πολιτογραφήθηκε Λαρισαίος. Ως επίλαρχος, ήταν ο διοικητής της ίλης ιππικού του Ελληνικού Στρατού που απελευθέρωσε το 1912 την Καστοριά και τη Φλώρινα και ανάγκασε τους Τούρκους σε φυγή. Και όσο ζούσε ήταν πάντα παρών στις εορταστικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση των πόλεων αυτών, όπου ακόμα και σήμερα θεωρείται ως εθνικός ήρωας. Αμέσως μετά έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία τοποθετήθηκε ως στρατιωτικός διοικητής της περιοχής της Προύσας. Το 1923, αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του υποστρατήγου. Ο Μεσολογγίτης στρατηγός Ιωάννης Άρτης πέθανε το έτος 1956 σε ηλικία 95 ετών. Μεταξύ των άλλων χειρογράφων που κατέχουν οι απόγονοί του υπάρχει και ένα με περιγραφή του γενεαλογικού του δένδρου, το οποίο ξεκινάει από τα μέσα του 18ου αιώνα. Αντίγραφο του χειρογράφου μού πρόσφερε η απόγονος του στρατηγού, Αθηνά Άρτη.
Ας δούμε τώρα όμως με χρονολογική σειρά το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Άρτη, μιας επιφανούς οικογένειας, η ιστορική πορεία της οποίας συνδέθηκε με ιστορικά ονόματα όπως ο Μητροπολίτης Άρτης Χρύσανθος (από εκεί προήλθε και το επίθετο της οικογένειας), Χρήστος Καψάλης και Αλή Πασάς. Γράφει ο Ιωάννης Άρτης:
«Η ιστορία αρχίζει από την Κωνσταντινούπολη. Ο Χριστάκης (μετέπειτα Άρτης) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από εύπορους γονείς στις 12 Φεβρουαρίου 1772. Ως προς το επώνυμο του πατέρα του, ακολουθήθηκε ο κανόνας της εποχής. Στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο εκείνη, εκτός από λίγους τιτλούχους, οι υπόλοιποι έπαιρναν το όνομα του επαγγέλματός των, όπως Τσοχατζής, Τσουραπτζής, Τενεκεντζής, κ.λπ. Μόνον οι ιατροί διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: Οι μεν εμπειρικοί ελέγοντο με το επώνυμο Γιατροί, εκείνοι όμως που είχαν δίπλωμα Πανεπιστημίου ονομάζονταν Εξοχότατοι. Έτσι λοιπόν ο πατέρας του Χριστάκη, ο οποίος είχε δίπλωμα ιατρού του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας ονομάζετο Θεόφιλος ο Εξοχότατος.
Ο Θεόφιλος λοιπόν ήταν παντρεμένος με την Μαρία Πολυγένη, αλλά έζησε μόνο λίγα χρόνια μετά τον γάμο του, διότι σκοτώθηκε τυχαία σε μια συμπλοκή αστυνομικών και κακοποιών στη μέση της αγοράς, αφήνοντας πίσω δύο αγόρια, τον Χρύσανθο και τον Χρίστο, τα οποία ανέλαβε να προστατεύσει ο αδερφός του Θεόφιλου Αβέρκιος, ο οποίος ήταν ηγούμενος στη Μονή των Αγίων Αναργύρων στην Ήπειρο. Έτσι λοιπόν ο Χρύσανθος αφού τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή έγινε Ιεροδιάκονος στο Πατριαρχείο, ο δε Χρίστος μετά την αποφοίτηση του από την ίδια Σχολή, επιδόθηκε στη Δημοσιογραφία και από το επάγγελμα αυτό ήταν γνωστός ως “Ο Χρίστος Γκιτ-Γκελ”, δηλ. “Ο Χρίστος σύρε κι έλα”.
Ο Χρίστος λοιπόν αφού εργάστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης από τους αποκαταστημένους Έλληνες, τους οποίους εξυπηρετούσε με πολλούς τρόπους. Αλλά και με το τουρκικό στοιχείο είχε συμπάθειες, και έτσι πληροφορήθηκε έγκαιρα ότι ο Σουλτάνος Μαχμούτ εξέδωσε φιρμάνι να εξοντωθούν όλοι οι διαμένοντες στην Κωνσταντινούπολη “Σοφτάδες”, δηλ. διανοούμενοι. Με τη βοήθεια ισχυρών Οθωμανών κατόρθωσε να δραπετεύσει κρυφά και μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε στην Άρτα, όπου υπηρετούσε ο αδερφός του Χρύσανθος, ως Μητροπολίτης Άρτης. Εκεί στην Άρτα, ο Χρίστος Γκιτ–Γκελ δεν μπορούσε να φέρει το τουρκικό επώνυμό του και έτσι καλυπτόταν με το όνομα το αδερφού του, τού Μητροπολίτου Άρτης, ως Χρίστος Άρτης.
Μετά από λίγο ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, έχοντας καλές σχέσεις με τον γνωστό Αλή πασά των Ιωαννίνων και θέλοντας να εξασφαλίσει τον αδερφό του, κατόρθωσε να τον τοποθετήσει γραμματέα στο γραφείο του Αλή, που ήταν τότε πανίσχυρος. Από τη θέση του αυτή ο Χρίστος έγινε πολύ αγαπητός στους Έλληνες, τους οποίους διευκόλυνε σε πολλές περιπτώσεις, εκμεταλλευόμενος πάντοτε την εύνοια που είχε από τον Αλή Πασά, από τους τρόπους συμπεριφοράς του, αλλά και τη γλωσσομάθειά του, αφού γνώριζε την μητρική του γλώσσα τα Ελληνικά και ακόμη Γαλλικά, Ιταλικά και Τουρκικά.
Την εποχή εκείνη στο Μεσολόγγι ζούσε ο πλούσιος γέροντας Χρήστος Καψάλης, ο οποίος είχε στη ζωή σαράντα (40) άνδρες απογόνους, παιδιά και εγγόνια. Με τον Χρήστο Καψάλη ο Αλή πασάς βρισκόταν σε ψυχρότητα, συνήθιζε όμως όταν κάποιον άνδρα δεν μπορούσε να τον εξοντώσει «δυναμικά», ζητούσε να γίνουν φίλοι, μέχρι να βρει την ευκαιρία να τον εξοντώσει «φιλικά». Επειδή ο πλούσιος γέροντας είχε ανύπανδρες εγγονές, ο Αλή πασάς σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει τον Χριστάκη Άρτη για να συνάψει φιλικές σχέσεις με τον Καψάλη. Πρότεινε λοιπόν στον Καψάλη μια κόρη του γιου του Αποστόλη Καψάλη να συνάψει γάμο με τον Χρήστο Άρτη. Ο Αποστόλης είχε τέσσερις κόρες, από τις οποίες οι τρεις ήταν παντρεμένες, η μία στα Λεχαινά και οι άλλες δύο στην Πάτρα. Η τέταρτη μόνον ήταν ανύπαντρη, την έλεγαν Ειρηνούλα και επειδή ήταν πολύ όμορφη οι γονείς της την απέκρυπταν από τα μάτια των κατασκόπων του Αλή. Ο Αλής λοιπόν πρότεινε στην Ειρήνη Καψάλη ως σύζυγό της τον Χριστάκη Άρτη και ως παρανύμφους πρότεινε και τον εαυτό του, όμως θα διόριζε τον φίλο του Θεόδωρο Γρίβα να τον αντικαταστήσει την ημέρα του γάμου. Η πρόταση έγινε δεκτή από την οικογένεια Καψάλη και σε λίγες ημέρες ο Χριστάκης Άρτης παρουσιάσθηκε ως εκλεκτός γαμβρός του Αποστόλη Καψάλη, κομίζοντας πολλά και πλούσια δώρα του Αλή πασά προς τη νύφη, μεταξύ των άλλων και το νυφικό χρυσοκέντητο φόρεμα της Ειρηνούλας.
(Συνεχίζεται)