Ο Ζήσης Τσαπράζης νυμφεύθηκε την Ευαγγελία Ραΐση, που είχε μικρασιατική καταγωγή (Κωνσταντινουπολίτισσα), δεν ευτύχησαν όμως να αποκτήσουν απογόνους. Αποφάσισαν και υιοθέτησαν την Ιωάννα Γιαννούλα [1], η οποία όταν έφθασε σε ηλικία γάμου παντρεύτηκε τον σιδηροδρομικό Νικόδημο Παπαλαζάρου, με τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, το 1964 την Ευαγγελία (Βίκυ) φιλόλογο και το 1967 τον Κωνσταντίνο. Η Ευαγγελία με την οικογένειά της και τη μητέρα της Ιωάννα ζουν στην Ερμούπολη της Σύρου, ενώ ο Κωνσταντίνος ζει στη Λάρισα όπου διατηρεί καφεκοπτείο.
Προπολεμικά και μετά το τέλος των σπουδών του, σύμφωνα με τους συγγενείς του έστησε το πρώτο του εργαστήριο στη Λάρισα στον Λόφο της Ακρόπολης κοντά στο παλιό ρολόι και κατόπιν επί της οδού Κούμα δίπλα στο κινηματοθέατρο «Πάλλας». Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι από την εξορία του το 1947 στη Μακρόνησο έχει διασωθεί μέχρι σήμερα στο αρχείο της οικογένειας ένα απλό τετράδιο ζωγραφικής όπου ο Τσαπράζης φιλοτεχνούσε με μολύβι διάφορα σχέδια, κυρίως προσωπογραφίες, προφανώς άλλων κρατουμένων στο νησί, μερικά εκ των οποίων δεν είναι ολοκληρωμένα. Τα σχέδια αυτά είναι τεχνικώς άρτια, γεγονός που αποδεικνύει ότι η τέχνη του ως ζωγράφου είχε φθάσει την περίοδο εκείνη σε πολύ υψηλό βαθμό καλλιτεχνικής έκφρασης. Το τετράδιο αυτό υπάρχει στην έκθεση ανοιγμένο σε ένα τραπεζάκι, προσωπικά όμως θεωρώ ότι αποτελεί ένα σπουδαίο ιστορικό τεκμήριο και νομίζω ότι δεν έτυχε της κατάλληλης προβολής, ίσως διότι δεν είναι τεκμηριωμένα τα πρόσωπα που απεικονίζονται.
Μεταπολεμικά τη δεκαετία του 1950 συνεργάσθηκε με έναν άλλο ζωγράφο που ζούσε τότε στη Λάρισα, τον Γεώργιο Κασπαριάν [2]. Όπως διαπιστώνουμε και από τη δημοσιευόμενη διαφήμιση, οι δυο τους είχαν στήσει το εργαστήριό τους με την ονομασία «ΦΩΣ» σε κατάστημα επί της οδού Φιλελλήνων 18 και μαζί αναλάμβαναν να εκτελούν ζωγραφικά έργα, διαφημίσεις, επιγραφές και διακοσμήσεις. Η γενική κατάσταση σε μια μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Λάρισα, ερειπωμένη ακόμα από τον μεγάλο σεισμό και τους ανελέητους βομβαρδισμούς της κατοχής, αύξησαν τις οικογενειακές υποχρεώσεις του και για να ανταποκριθεί στον καθημερινό βιοπορισμό, υποχρεώθηκε να καταφύγει μεταξύ των άλλων και στη γύψινη διακόσμηση. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος ο οποίος δημιούργησε στη Λάρισα εργαστήριο γύψινων καλλιτεχνημάτων. Απ’ αυτό το εργαστήριο το οποίο στεγάσθηκε στο υπόγειο καταστήματος της οδού Ολύμπου 5, ακριβώς απέναντι από τη Δημοτική Αγορά [3] προήλθε και σωρεία έργων του. Διέθετε μεγάλους μαρμάρινους πάγκους, πάνω στους οποίους έχυνε τον γύψο και είχε την έμπνευση, τα έργα του αυτά να τα επεξεργάζεται με λούστρο ώστε τα καλλιτεχνήματα του να μιμούνται το μάρμαρο. Τα έργα αυτά διακόσμησαν κατοικίες, καταστήματα, ναούς της πόλης μας και της περιοχής, κλινικές, δημόσια μέγαρα και πολλά άλλα. Ένα εξ ολοκλήρου δικό του έργο, το οποίο διατηρείται μέχρι και σήμερα και για πολλούς συμπολίτες μας παραμένει άγνωστο είναι το εκκλησάκι που φιλοξενείται στο υπόγειο της πρώην Κλινικής Γεωργίου Κατσίγρα στην πλατεία Ταχυδρομείου και ανήκει σήμερα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το εκκλησάκι αυτό αγιογραφήθηκε ολόκληρο το 1955 από τον Τσαπράζη. Φιλοτέχνησε δύο δεσποτικές εικόνες στο τέμπλο, αριστερά τη Θεοτόκο ολόσωμη με τον Χριστό στην αγκαλιά της και δεξιά τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, επειδή ο ναΐσκος είναι αφιερωμένος προσωπικά από τον Γεώργιο Κατσίγρα στον πατέρα του Ιωάννη. Επιπλέον στην οροφή έχει αγιογραφήσει έναν θαυμάσιο Παντοκράτορα και στον δυτικό τοίχο έχει φιλοτεχνήσει ένα από τα ωραιότερα έργα του, τον Επιτάφιο Θρήνο. Εκτός από τις αγιογραφίες, το εσωτερικό του ναΐσκου είναι διακοσμημένο με εξαιρετικές γύψινες συνθέσεις, οι οποίες μοιάζουν σαν μαρμάρινες [4]. Με τον Γεώργιο Κατσίγρα είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Εκτός από προσωπικός του ιατρός λόγω της μόνιμης ορθοπεδικής βλάβης από το ατύχημα που είχε κατά την παιδική ηλικία, ήταν και καλλιτεχνικός σύμβουλος. Οι συμβουλές του στον μεγάλο ευεργέτη της Λάρισας ήταν πολύτιμες και αποφασιστικές για την οργάνωση της πολύτιμης συλλογής του
Εκτός από το παρεκκλήσι της κλινικής Κατσίγρα ασχολήθηκε και με τη διακόσμηση και άλλων εκκλησιών με γύψινα τέμπλα, δεσποτικούς θρόνους, κίονες, κιονόκρανα και διάφορα άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Με το συνεργείο του εργάσθηκε στο ναό του Άγ. Στυλιανού, στον Αγ. Ελευθέριο των Φυλακών, στους Αγ. Ταξιάρχες της Καρύτσας, τον Άγ. Αθανάσιο Χάλκης, στον Άγ Αθανάσιο Πλασιάς, ιδιοκτησίας της Θάλειας Δημητράτου, το κτίριο του Δημαρχείου Τυρνάβου, την οικία του δημάρχου και πάρα πολλά άλλα κτίσματα εντός και εκτός Λάρισας.
Στη συνέχεια και σύμφωνα με τους συγγενείς του, μετέφερε το εργαστήριο στο πατρικό του σπίτι, σε ένα από τα πολλά ισόγεια σπιτάκια που ήταν σκορπισμένα στη μεγάλη αυλή κάποιου παλιού τουρκόσπιτου, στην περιοχή της σημερινής οδού Λορέντζου Μαβίλη, όπου ζούσαν οι οικογένειες των αδελφών του, όπου έζησε και ο ίδιος. Σήμερα στη θέση αυτή έχει υψωθεί πολυώροφη οικοδομή.
Ένα χρόνο πριν πεθάνει, ο Ζήσης Τσαπράζης αποσύρθηκε στο σπίτι του που έκτισε κοντά στον Θεσσαλικό Σιδηρόδρομο και από εκεί αγνάντευε τον Κϊσσαβο, τον οποίο ζωγράφισε σε διάφορες φάσεις. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αρκετά φιλάσθενος, τον ταλαιπωρούσαν σοβαρό βρογχικό άσθμα, υπέρταση και άλλα νοσήματα. Απεβίωσε την 21η Σεπτεμβρίου 1975 στην κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα, όπου νοσηλευόταν από εγκεφαλική αιμορραγία, ξεχασμένος, πτωχός όπως όλοι οι πραγματικοί καλλιτέχνες, με το παράπονο στα χείλη για την αφιλόξενη στάση της Κυβέρνησης της επταετίας, να του χορηγηθεί αν όχι σύνταξη, τουλάχιστον ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Έργα του, εκτός από την οικογενειακή συλλογή τα οποία εκτίθενται στην έκθεση, βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές, όπως επίσης 14 έργα του διαθέτει η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας, τα οποία είχε στην κατοχή του ο φιλότεχνος γιατρός Γ. Ι. Κατσίγρας, που πλούτιζε συνεχώς την πολύτιμη συλλογή του από έργα ζωγράφων της χώρας μας, αλλά και ντόπιων καλλιτεχνών της εποχής του.
Στη μνήμη όσων των γνώρισαν ο Τσαπράζης παρέμεινε ως ο καλλιτέχνης, που αγάπησε και υπηρέτησε την τέχνη του, όσο του το επέτρεψαν οι περιστάσεις της ζωής του, ως ιδεολόγος αλλά και ως ένας εξωστρεφής άνθρωπος, που αγαπούσε την καλή παρέα, με χιούμορ και θυμόσοφη διάθεση και ως πιστός φίλος, ένας άνθρωπος που στήριξε όσους τον προσέγγισαν ποτέ κοινωνικά ή επαγγελματικά. Έζησε στην παραγωγική αλλά και δύσκολη περίοδο του μεσοπολέμου, με μεγάλα ονόματα της εποχής του στον χώρο της τέχνης. Ως ζωγράφος υπήρξε ανήσυχη και παραγωγική μορφή, στην καθημερινή επαφή του με την τέχνη του, αν και κάποια προβλήματα υγείας δεν τον άφηναν να βγαίνει στο ύπαιθρο. Αφοσιώθηκε πιο πολύ στο στήσιμο και την αποτύπωση νεκρών φύσεων, με διάφορα φρούτα, στον χώρο του σπιτιού του. Υπήρξε δύσκολος σαν χαρακτήρας, ίσως γιατί πάλευε με την δημιουργικότητα μέσα του, χωρίς να καταλαγιάζει ο πόθος του για αυτή, μέχρι την τελευταία στιγμή.
------------------------
[1]. Η Λούσυ Κασπαριάν που ζει στη Θεσσαλονίκη, κόρη τού συνεργάτη τού Τσαπράζη τη δεκαετία του 1950 ζωγράφου Γιώργου Κασπαριάν, θυμάται αμυδρά τον Τσαπράζη στο υπόγειο εργαστήριο γύψινων κατασκευών που είχε επί της οδού Ολύμπου, απέναντι από τη Δημοτική Αγορά, δίπλα στο μανάβικο του Καλαμπόκα. Επίσης θυμάται και τη γυναίκα του Βαγγελιώ που σχεδόν πάντα φορούσε ένα κομψό καπελάκι, καθώς και την όμορφη κόρη τους Γιαννούλα.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Γεώργιος (Σαρκίς) Κασπαριάν (1913-1970). Ένας Αρμένιος ζωγράφος στη Λάρισα. εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 3ης Ιουλίου 2019.
[3]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο εργαστήριο αυτό διατήρησε το ίδιο τηλέφωνο (5-68) που είχε και στο κατάστημα της οδού Φιλελλήνων με τον άλλο ζωγράφο της πόλης, τον Γεώργιο Κασπαριάν.
[4]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το παρεκκλήσιο της Κλινικής Γ. Ι. Κατσίγρα. Η αγιογράφησή του από τον Ζήση Τσαπράζη. εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 4ης Ιουλίου 2018.