Αυτή τη ρήση του Ιπποκράτη, πανάρχαια εμπειρία των γιατρών όλων των εποχών, έχουν ως οδηγό και έμβλημά τους οι χειρουργικές ειδικότητες. Ο Γεώργιος Κατσίγρας, πιστός οπαδός της ιπποκρατικής σκέψης, είχε αναρτήσει το επίγραμμα αυτό στην είσοδο της μεγάλης κλινικής του στη Λάρισα, για να του υπενθυμίζει κάθε πρωί που ανέβαινε τις μαρμάρινες βαθμίδες της εισόδου προς το χειρουργείο, ότι κάθε του ιατρική πράξη έπρεπε να βασίζεται στο «ωφελίην ή μη βλάπτειν» του μεγάλου ιατρού της αρχαιότητας, δηλαδή να προσπαθείς να ωφελήσεις τον ασθενή, και αν δεν το καταφέρεις, τουλάχιστον να μην τον βλάψεις.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τον Γεώργιο Κατσίγρα. Προικισμένος άνθρωπος, έντονη προσωπικότητα, λατρεμένος γιατρός, με χιλιάδες χειρουργικές επεμβάσεις, με φιλάνθρωπες αρετές και ειλικρινή αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο, ευρυμαθής, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες, συνειδητός συλλέκτης, και ανιδιοτελής δωρητής. «Αν δεν γινόμουν γιατρός, θα ήμουνα ζωγράφος», έλεγε.
Η οικογένεια Κατσίγρα έχει βαθιές ρίζες, οι οποίες φύτρωσαν πριν πολλά χρόνια στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας και έδωσαν αγλαόκαρπους απογόνους. Ο πατέρας του Ιωάννης, γεωπόνος, με συμπληρωματικές σπουδές στην Ευρώπη γύρω από την ανθοκομία, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική Ρωμυλία μετακόμισε οικογενειακά το 1902 στη Λάρισα. Εδώ νυμφεύθηκε την Λαρισαία Ελένη Καραμπίλια, με την οποία απέκτησε τρία τέκνα, κατά σειράν τον Γεώργιο, την Ευγενία και τον Βασίλειο. Ο Ιωάννης Κατσίγρας άφησε έντονο το επαγγελματικό του στίγμα στην πόλη. Καθηγητής δενδροκομίας στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, συνεργάσθηκε στενά με τους δημάρχους της Λάρισας, την οποία προίκισε με άφθονο πράσινο.
Ο Γεώργιος Κατσίγρας γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1914 στη Νέα Φιλιππούπολη της Λάρισας, απέναντι από το κτίριο του Γεωργικού Συνεταιρισμού. Οι Μοίρες από την πρώτη στιγμή τον σπαργάνωσαν με τις αρετές τους. Μεγάλωσε σε οικογενειακό περιβάλλον όπου τα μέλη του διακρίθηκαν στις επιστήμες, συναναστράφηκαν με τη διανόηση της εποχής τους και εμφορούνταν με ηθικές αξίες και προοδευτικές αντιλήψεις. Δεν ήταν δύσκολο επομένως να επιλέξει τον δρόμο του. Κατά τα μαθητικά του χρόνια αναζήτησε επίμονα και την εξωσχολική μάθηση. Αγάπησε με πάθος τη φύση. Ήταν μόλις 16 ετών όταν ανέβηκε με τον πατέρα του στον μυθικό Όλυμπο. Επιδόθηκε στον αθλητισμό και τον είλκυσε ιδιαίτερα ο ακοντισμός. Μέσα σ’ όλα αυτά έβρισκε χρόνο να μελετάει ξένες γλώσσες και να συλλέγει γραμματόσημα, φωτογραφίες, βιβλία και άλλα αντικείμενα. Εντάχθηκε στους προσκόπους το 1927 και με ιδιαίτερο ζήλο ενστερνίσθηκε τις ιδέες του προσκοπισμού.
Το 1930 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο των σπουδών του οικοδόμησε με υπομονή την πολύπλευρη προσωπικότητά του. Με προτεραιότητα πάντα την ιατρική, παρακολουθούσε συγχρόνως την πνευματική ζωή της Αθήνας, επισκεπτόταν εκθέσεις ζωγραφικής, διάβαζε λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά και ενίσχυε την πολυμάθειά του. Είχε την τύχη να διαμένει στο σπίτι της θείας του Άννας Κατσίγρα που είχε σπουδάσει γιατρός, με ειδίκευση στη μαιευτική-γυναικολογία και ήταν για ένα διάστημα παντρεμένη με τον γνωστό λογοτέχνη και δημοσιογράφο Σπύρο Μελά. Ήταν φυσικό στο σπίτι της να σύχναζαν σπουδαίες προσωπικότητες και είχε την ευκαιρία να συναναστρέφεται και να συζητά με ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Νομίζω ότι δεν θα είναι καθόλου άστοχη η παραδοχή ότι κατά την διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων αναδύθηκε η λανθάνουσα καλλιτεχνική του ροπή προς την ζωγραφική.
Τον Ιανουάριο του 1938 αναγορεύθηκε διδάκτορας της χειρουργικής και τον Μάρτιο του ίδιου έτους κατατάχθηκε στον στρατό ως οπλίτης ιατρός. Για ένα μικρό διάστημα πέρασε και από το δικό μας Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στο οποίο επανήλθε, ως επιστρατευμένος αυτήν τη φορά, στον πόλεμο του 1940. Τον Απρίλιο του 1941, μετά την κατάληψη της χώρας μας από τους Γερμανούς έφυγε για την Αθήνα, όπου τα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και στο Γερουλάνειο Ίδρυμα (κλινική Σμπαρούνη) την ειδικότητα της χειρουργικής κοντά σε σπουδαίους χειρουργούς. Αυτό δεν τον εμποδίσει να αναπτύξει αντιστασιακή δράση, για την οποία συνελήφθη το 1942 από τους Ιταλούς, καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση, αλλά πάνω στον χρόνο αποφυλακίσθηκε. Συνέχισε ως επιμελητής στον «Ευαγγελισμό» στο πλευρό του καθηγητού Νικολάου Σμπαρούνη, όπου γνωρίσθηκε με την διπλωματούχο νοσοκόμο Καίτη Καζατζή, προϊσταμένη της χειρουργικής κλινικής, την οποία νυμφεύθηκε το 1946.
Τον Μάρτιο του 1947, όταν είχε φουντώσει ο εμφύλιος, επιστρατεύθηκε εκ νέου και πέρασε από πολλές περιοχές της Μακεδονίας, υπηρετώντας σε χειρουργικές μονάδες εκστρατείας κοντά στην πρώτη γραμμή του πυρός. Σ’ αυτές τις μετακινούμενες ιατρικές μονάδες, βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το ταλέντο της χειρουργικής επιδεξιότητάς του. Χειρουργούσε νυχθημερόν κάθε είδους πολεμικά τραύματα, από τα πιο απλά μέχρι και τα πολύ βαριά. Χωρίς καμιά άλλη επιστημονική συνδρομή, βρισκόταν με τον τραυματία ενώπιος-ενωπίω και έπρεπε αποκλειστικά με τις δικές του γνώσεις και την επιστημονική αρτιότητα να τον αντιμετωπίσει. Είναι οι στιγμές που ο γιατρός προσπαθεί να απογειώσει το αίσθημα ευθύνης που η επιστήμη τού εμπιστεύθηκε. Και φαίνεται ότι σ’ αυτόν τον τομέα τα πήγε πολύ καλά, γιατί το όνομά του είχε γίνει πλέον θρύλος ανάμεσα στους στρατιώτες που πέρασαν από τα χέρια του με επιτυχία, και ανάρρωσαν.
Εκεί γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον στρατιώτη που εκτελούσε χρέη νοσοκόμου Ιωάννη Παπαστεργίου, την οξυδέρκεια του οποίου διέκρινε από νωρίς, γι’ αυτό και τον πήρε αργότερα μαζί του στη Λάρισα, τον έχρισε αναντικατάστατο βοηθό του και η συνεργασία τους διατηρήθηκε ανέφελη μέχρι την συνταξιοδότηση του τελευταίου.
Με το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων του εμφυλίου επέστρεψε για λίγο στην Αθήνα, αλλά τον Αύγουστο του 1949, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Σε μια διώροφη κατοικία που βρισκόταν επί της οδού Γαληνού εγκατέστησε την πρώτη κλινική του. Όμως το 1950, μόλις μέσα σε έναν χρόνο, η κλινική αποδείχθηκε μικρή για να χωρέσει την ολοένα αυξανόμενη πελατεία του. Ενοικίασε τους δύο επάνω ορόφους του τριώροφου κτιρίου του Ιωάννη Αλεξάνδρου που βρίσκεται και σήμερα στην οδό Βενιζέλου, απέναντι από το Αρχαίο Θέατρο. Τον Σεπτέμβριο του 1952 αγόρασε το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη που βρισκόταν στην πλατεία Ταχυδρομείου στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και Ασκληπιού, με την προοπτική να το χρησιμοποιήσει για να στεγάσει την οικογένειά του. Μάλιστα στο εσωτερικό του προέβη σε πολλές μετατροπές. Τελικά επειδή και στη δεύτερη κλινική της οδού Βενιζέλου επικράτησε το αδιαχώρητο, χρησιμοποίησε το σπίτι αυτό ως αναρρωτήριο, όπου μετέφερε τους ασθενείς του λίγες ημέρες μετά το χειρουργείο, μέχρι την πλήρη ίαση.
Εν τω μεταξύ η φήμη που είχε αποκτήσει, αύξησε κατακόρυφα την προσέλευση των ασθενών. Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να συζητάει από το 1952 την δυνατότητα ανέγερσης μεγάλης ιδιόκτητης κλινικής στο κέντρο της πόλης. Για τον σκοπό αυτόν αγόρασε ένα ανεκμετάλλευτο οικόπεδο απέναντι από το αρχοντικό του Πουλιάδη, το οποίο ανήκε στον στρατηγό Ιωάννη Άρτη, εκτάσεως χιλίων περίπου τετραγωνικών μέτρων και την μελέτη κατασκευής ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή από την Αθήνα. Τα εγκαίνια της κλινικής έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1955. Στους μεγάλους, άνετους και εξοπλισμένους χώρους αυτού του θεραπευτηρίου ο Γεώργιος Κατσίγρας, με τη βοήθεια και της συζύγου του Καίτης, είχε δημιουργήσει μια χειρουργική κλινική υψηλού επιστημονικού επιπέδου για την εποχή του, η οποία προσείλκυε ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα, ακόμα και από το εξωτερικό, ιδίως από την ομογένεια και τον κύκλο των μεταναστών. Η οργανωτική δομή της άγγιζε το τέλειο, χάρη και στους δύο πιστούς βοηθούς συνεργάτες του, τον Ιωάννη Παπαστεργίου στο χειρουργείο και την προϊσταμένη Βούλα Ματαραγκιώτου. Μέσα στα 33 χρόνια λειτουργίας της κλινικής αυτής ο Γεώργιος Κατσίγρας βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει όλο το διαγνωστικό και χειρουργικό του ταλέντο. Οι επιτυχίες διαλαλούνταν και έξω από τα ελληνικά σύνορα και είχε αποκτήσει τη φήμη του χειρουργού με το μαγικό χέρι. Η κλινική ήταν σχεδόν πάντοτε γεμάτη από χειρουργημένους. Γι’ αυτό και πολλοί τη βάπτισαν «σύγχρονο Ασκληπιείο», ενώ άλλοι της έδωσαν την βιβλική ονομασία «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ».
Το 1988 η κλινική εξαγοράσθηκε από το νεοσύστατο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και με την προσθήκη ενός ακόμη ορόφου στεγάσθηκαν σ’ αυτήν τα πρώτα κτίρια της Ιατρικής Σχολής. Και μπορεί τη χρονολογία αυτή να σταμάτησε η χειρουργική δραστηριότητά του, όμως δεν συνταξιοδοτήθηκε ποτέ και μέχρι τον θάνατό του τον Μάρτιο του 1998 διατήρησε την ιατρική του ιδιότητα, δεχόμενος επιλεκτικά σε ιατρείο συναδέλφου του, συγγενείς, φίλους και παλιούς πελάτες.
Η σημαντική και σπάνια συλλογή του δωρίθηκε στον Δήμο Λαρισαίων, ο οποίος φρόντισε να δημιουργηθεί το επιβλητικό κτίριο της Δημοτικής Πινακοθήκης. Έκτοτε ο πολύτιμος θησαυρός του εκτίθεται μόνιμα, είναι προσιτός σε κάθε επισκέπτη και αποτελεί για την πόλη μας κορυφαίο πολιτιστικό απόκτημα.
Την προσωπικότητα του μεγάλου τέκνου της Λάρισας την περιέγραψε με λίγα και περιεκτικά λόγια, ο συμπολίτης μας δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Αντώνης Καρκαγιάννης: «Ως άνθρωπος προκαλούσε δέος, ως γιατρός θαυμασμό και ως φιλότεχνος σεβασμό».