η οποία δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία περιοδική έκδοση του Λονδίνου «The Saturday Magazine», στο φύλλο της 27ης Σεπτεμβρίου του 1841 και αφορά τα Αμπελάκια και τα Τέμπη. Ήδη την προηγούμενη Τετάρτη αναφερθήκαμε στην περιγραφή των Αμπελακίων και σήμερα ολοκληρώνουμε με την περιγραφή των Τεμπών. Όπως θα διαπιστώσετε, είναι μία από τις ωραιότερες περιγραφές, βασισμένη σε κείμενα εκλεκτών περιηγητών του 19ου αι.:
«Το ποτάμι που σήμερα ονομάζεται Σαλαμπριά και στην αρχαιότητα Πηνειός, σχηματίζεται από τη συνένωση δύο άλλων παραπόταμων, τα νερά των οποίων κατεβαίνουν από τα βουνά της Πίνδου και ενώνονται στο Χάνι του Μαλακάση, κοντά στην θέση της αρχαίας πόλης Αιγίνιο [1]. Η ροή αυτού του ποταμού κινείται ανατολικά και χύνεται στον Κόλπο της Θεσσαλονίκης. Λέγεται ότι παλαιότερα ο Πηνειός πλημμύρισε τις πεδιάδες της Θεσσαλίας όπου λίμναζαν τα νερά του, μέχρι που ισχυρός σεισμός χώρισε τα δύο βουνά, την Όσσα και τον Όλυμπο και σχηματίστηκε αυτή η όμορφη κοιλάδα των Τεμπών. Κάποτε το φυτό δάφνη αφθονούσε στις όχθες του ποταμού. Η διαδρομή του Πηνειού είναι άκρως γραφική και προκαλεί ενδιαφέρον σε όλη την έκταση της πορείας της ροής του, αλλά το πιο παράξενο τοπίο που παρουσιάζεται σε αυτή την πορεία είναι οι βράχοι των Μετεώρων.
Για τους ποιητές των αρχαίων χρόνων, η κοιλάδα των Τεμπών, αποτελούσε έναν χώρο ιδανικής εξοχικής ομορφιάς και αισθησιακής απόλαυσης. Περιγράφεται από αυτούς ως το πιο ευχάριστο τοπίο στον κόσμο. Εδώ μπορούσε κανείς να βρει:
«Σπήλαια δροσερά, και λίμνες όλο ζωή,
λιβάδια ανθισμένα γεμάτα προκοπή,
ρυάκια που διαβαίνουν το φαράγγι με ορμή
και περιβόλια δροσερά που σε καλούνε στη σκιά
για έναν ύπνο, μετά της μέρας τη σκληρή δουλειά».
Εδώ γίνονταν περίπατοι σε χλοερά τοπία, που το τιτίβισμα των πουλιών τούς έκανε πιο ευχάριστους και ρομαντικούς. Γι’ αυτό και οι θεοί τιμούσαν συχνά την Κοιλάδα με την παρουσία τους. Εάν όντως αυτή είναι η ευτυχία, ο ποιητής θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει τις φιλοδοξίες του και να θέλει να μεταφερθεί, σ’ αυτήν τη χώρα, έστω και μέσω της φαντασίας του:
«Μια άλλη μου επιθυμία είναι, ξέγνοιαστος και ελεύθερος να ζω,
ήρεμα και απλά, χωρίς φιλοδοξίες, μια ζωή γεμάτη σιγουριά,
σ’ ένα σπιτάκι εξοχικό κοντά στα γάργαρα νερά,
σε μια κοιλάδα με στροφές και σ’ ένα δάσος με ψηλά δέντρα.
Με ένα θεό να με συντροφεύει κάτω από αυτές τις ιερές σκιές,
εκεί που οι βακχικοί ύμνοι τραγουδιούνται από Σπαρτιάτισσες παρθένες,
ή [άλλως] πάρε με ψηλά στους λόφους, στου Αίμου το στεφάνι,
ή άφησέ με να ξαπλώσω εκεί στα πεδία των Τεμπών,
ή πήγαινέ με σε κάποια ερημιά, εκεί να μείνω
και φύλαγε την μοναξιά μου αυτή, απ’ την ανθρώπινη φυλή».
Μέσα απ’ τον ανταγωνισμό των ποιητών και το πέρασμα του χρόνου έγινε αποδεκτό από τους πάντες πως όλες οι κοιλάδες, οι πεδιάδες και τα δασωμένα στενά που είναι ευχάριστα, είτε για την γεωλογική τους σύσταση, είτε για το ήπιο κλίμα τους, να αποκαλούνται Τέμπη. Εν τούτοις είναι πιθανόν η κοιλάδα των Τεμπών να υμνήθηκε από ποιητές οι οποίοι ποτέ δεν την είχαν δει με τα μάτια τους και συνεπώς η φαντασία τους ενδυνάμωνε τις ομορφιές της. Τα Τέμπη είναι στην πραγματικότητα μια θαυμαστή δίοδος ανάμεσα στα βουνά της Όσσας και του Ολύμπου. Αυτό το πέρασμα έχει μήκος 5 με 6 μίλια και περιγράφεται καλύτερα από την πέννα του Edward Clarke [2]:
«Ο Πηνειός καταλαμβάνει ολόκληρο το άνοιγμα του περάσματος από τη μια πλευρά ως την άλλη, εκτός από τον παλιό στρατιωτικό πετρόστρωτο δρόμο που υπάρχει στη δεξιά όχθη του ποταμού, και εκτείνεται από το ένα άκρο στο άλλο. Και για να γίνει αυτό το πέρασμα του δρόμου, σε ορισμένα σημεία χρειάστηκε να κοπούν ατόφια κομμάτια βράχων από τη μια μεριά του Πηνειού. Σ’ αυτό το σημείο, το μεγαλείο του τοπίου φτάνει στο έπακρο. Οι εκατέρωθεν πλευρές του φαραγγιού αποτελούνται από γυμνούς κάθετους βράχους, που υψώνονται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο θεατής μετά δυσκολίας μπορεί να κοιτάξει κάτω χωρίς να ζαλιστεί. Η περιγραφή του Λίβιου [3] συνεπώς, πέρα από το μεγαλείο που προκαλεί μέσα σου, έχει και όλη τη μαγεία της αλήθειας. Τα διάφορα χρώματα που στολίζουν τις επιφάνειες των βράχων μπορούν μόνο να εκφραστούν μέσα από τη ζωγραφική. Και πόσο όμορφο θα ήταν το αποτέλεσμα στον επισκέπτη, εάν αυτές οι μάζες των βράχων μπορούσαν να αποτυπωθούν πιστά με όλες τους τις ξεχωριστές ή τις ανάμικτες αποχρώσεις, αποτελούμενες από γκρίζο σταχτί και πράσινο και άσπρο και ωχρό κόκκινο και καφέ και μαύρο και κίτρινο! Μια τέτοια περιγραφή σαν αυτή, με την πέννα, δεν μπορεί να δημιουργήσει μια ευδιάκριτη εικόνα στο μυαλό. Στο πιο ψηλό μέρος του περάσματος και από δεξιά και από αριστερά, εμείς είδαμε τα ερείπια ενός αρχαίου φρουρίου που ήταν κάποτε το αμυντικό πρόχωμα του περάσματος, τα τείχη του οποίου ήταν κατασκευασμένα έτσι ώστε να λειτουργούν σαν τραβέρσες αποκλεισμού του φαραγγιού με έναν καταπληκτικό τρόπο, μέχρι κάτω το δρόμο. Οι όχθες είναι τόσο απότομες και το πέρασμα τόσο στενό, ώστε θα ήταν τελείως αδύνατο για ένα στράτευμα να το περάσει καθώς φυλάσσονταν από αυτές τις οχυρώσεις».
Όταν σύμφωνα με τον μύθο, ο Ποσειδώνας [4] έδωσε έξοδο στα λιμνάζοντα νερά του Πηνειού με το χτύπημα της τρίαινάς του ή όταν έγινε σεισμός, ή άλλη γεωλογική διαταραχή, ο Όλυμπος και η Όσσα χωρίστηκαν το ένα από το άλλο και σχηματίστηκε αυτό το άνοιγμα, στη βάση του οποίου ο Πηνειός βρήκε διέξοδο. Το ότι ολόκληρη η Θεσσαλία κάποτε καλυπτόταν από θάλασσα η οποία στράγγισε μετά από αυτό το άνοιγμα, δεν αποδεικνύεται μόνο από την θέση των πετρωμάτων και από τις δύο πλευρές, αλλά και από το γεγονός ότι αυτή η ιστορία έχει διασωθεί μέχρι σήμερα με την παράδοση, δημιουργώντας ένα αντικείμενο ποιητικής σκέψης και συμβολισμού, αν όχι και ένα τμήμα της ιστορικής διαδρομής.
Κατά τη γνώμη του περιηγητή Henry Holland, η τοπογραφία των Τεμπών ομοιάζει ακριβώς, σε μικρότερη όμως κλίμακα, με το φαράγγι των βράχων του St. Vincent κοντά στο Bristol. Ο Πηνειός, που κυλάει μέσα από το άνοιγμα αυτό, δεν είναι πολύ ευρύτερος από τον ποταμό Avon και ο δίαυλος που υπάρχει ανάμεσα στις πλευρές του ανοίγματος έχει παρόμοιες διαστάσεις και έγινε με τον ίδιο τρόπο. Όμως το φαράγγι των θεσσαλικών βουνών είναι πιο ψηλό και πιο κάθετο και φτάνει σε ορισμένα σημεία στα 600 ή 800 πόδια πάνω από το ποτάμι, ενώ τεράστιοι όγκοι βράχων προεξέχουν και στέκονται απότομα επάνω από την κοίτη του ποταμού.
Όπου η επιφάνεια το επιτρέπει, οι κορυφές και οι προεξοχές των βράχων καλύπτονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, από δέντρα, κυρίως από βαλανιδιές, από βάτα, και άλλους θάμνους. Στην κοίτη του ποταμού, σε κάθε σημείο όπου υπάρχει ένα μικρό μέρος ανάμεσα στο νερό και στο φαράγγι, αυτό καλύπτεται από πλούσια βλάστηση με θαυμάσιο και ανεξέλεγκτο πυκνό φύλλωμα από τα πλατάνια, τις βαλανιδιές και από τα άλλα δέντρα που απλώνονται παντού και σκιάζουν τα νερά του ποταμού. Πολλά από αυτά τα δέντρα, που τα περισσότερα είναι περιτυλιγμένα με κισσό, θυμίζουν στον ταξιδιώτη την όμορφη και με ακριβή σαφήνεια περιγραφή του Αιλιανού [5], ο οποίος απέδωσε την πιο ακριβοδίκαια εικόνα του τοπίου των Τεμπών, από οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα της αρχαιότητας.
Συμπερασματικά θα θέλαμε να πούμε ότι η τοπογραφία αυτών των ελληνικών περιοχών της αρχαιότητας δεν έχει γίνει ακόμα απόλυτα κατανοητή και γι’ αυτό πολλές φορές η πραγματικότητα αποτυπώνεται βεβαίως με ελάχιστη ακρίβεια».