Ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ διόρισε τον κατακτητή στρατηγό Τουρχάν μπέη ως διοικητή της Θεσσαλίας και από τότε συνεχίσθηκε η κατοχή του θεσσαλικού χώρου από τους Τούρκους μέχρι το 1881. Δηλαδή η κατοχή κράτησε 488 ολόκληρα χρόνια αν λάβουμε υπόψη την πρώτη χρονολογία (1393-1881) ή 458 χρόνια αν πάρουμε τη δεύτερη και οριστική (1423-1881). Κατά τη διάρκεια των σκληρών αυτών χρόνων της σκλαβιάς οι περισσότεροι χριστιανοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τις μεγάλες πόλεις. Η Λάρισα θεωρήθηκε από τους κατακτητές σημαντικό οικονομικό και συγκοινωνιακό κέντρο, γι’ αυτό και φρόντισαν να αναπληρώσουν το έμψυχο υλικό της πόλης με πολυάριθμο μουσουλμανικό πληθυσμό [1]. Έτσι ο εποικισμός αυτός άλλαξε τη φυσιογνωμία της Λάρισας και υπήρξαν στιγμές που η επικράτηση του μουσουλμανικού στοιχείου έφθανε και στο 90%. Οι κατακτητές άλλαξαν μέχρι και το όνομά της σε Yenisehir, δηλαδή Νέα Πόλη, ονομασία όμως που δεν επικράτησε παρά μόνο στους τομείς της διοίκησης. Όλοι οι περιηγητές των χρόνων της Τουρκοκρατίας την αναφέρουν με το πανάρχαιο όνομά της.
Το 1669 ο Αγγλος Edward Brown (1642-1708) επισκέφθηκε τη Λάρισα κατά το διάστημα της εδώ παρουσίας του σουλτάνου Μωάμεθ του Δ’. Ο σουλτάνος συνοδευόταν από την οικογένειά του και μια πολυπληθή ακολουθία. Είχε εγκαταλείψει προσωρινά την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου στην Κρήτη, επειδή ήθελε να βρίσκεται μαζί με το επιτελείο του πιο κοντά στο μέτωπο της πολεμικής σύρραξης. Η παρουσία, όμως, του Σουλτάνου και όσων από καθήκον ή από ανάγκη τον ακολούθησαν, μετέτρεψε τη Λάρισα ξαφνικά σε προσωρινή πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την περίοδο εκείνη ο πληθυσμός της υπερέβαινε τους 200.000 κατοίκους, κυρίως λόγω της παρουσίας μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων. Η πόλη εμφάνιζε τεράστια κίνηση και είχε αποκτήσει κοσμοπολίτικη όψη. Οι Πρεσβείες όλων των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης αναγκάσθηκαν κι αυτές να ακολουθήσουν τον σουλτάνο στην προσωρινή μετακόμιση, με αποτέλεσμα να μετατραπεί η Λάρισα για δύο με τρία χρόνια σε σπουδαίο πολιτικό και διπλωματικό κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Φθάνοντας ο Brown τον Σεπτέμβριο του 1669 στη Λάρισα βρήκε την εμπορική κίνησή της ζωηρή, τα καταστήματα μικρά μεν, αλλά κατάμεστα από εμπορεύματα και από πελάτες, γι’ αυτό και την κατατάσσει σαν μία από τις μεγαλύτερες πολιτείες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας του 17ου αιώνα [2].
Τον 18ο αι. η αυξημένη παρουσία μουσουλμανικού στοιχείου στη Λάρισα, διάφορες φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες) και θανατηφόρες επιδημίες, αραίωσαν τον χριστιανικό πληθυσμό. Σαν αποκορύφωμα όλων αυτών ήλθαν και οι συνέπειες του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) στον ελληνικό χώρο, με τα Ορλωφικά. Την ίδια περίοδο (1770) η κεντρική διοίκηση των Οθωμανών στη Θεσσαλία επανήλθε και πάλι από τα Τρίκαλα στη Λάρισα [3], αναγνωρίζοντας η σουλτανική αυλή τη σπουδαιότητά της.
Κατά τον 19ο αιώνα η πόλη μας εμφάνιζε όλα τα στοιχεία μιας μεγάλης τουρκόπολης. Η έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821 την ανέδειξε σε σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων και βάση εξόρμησης εναντίον των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, οι Τούρκοι αύξησαν την πιεστική δράση του κατακτητή και δεν ήθελαν με τίποτε να βλέπουν τους ραγιάδες να σηκώνουν κεφάλι. Οι μεταρρυθμίσεις (Tanzimat) του 1839 και του 1856, τις οποίες οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν έπειτα από πίεση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, πρόσφεραν αισθήματα ανεξιθρησκίας στον χριστιανικό πληθυσμό και κάποιον βαθμό ελευθερίας και δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα οι χριστιανοί των ορεινών περιοχών του θεσσαλικού χώρου να αναθαρρήσουν και σταδιακά να την εποικίσουν. Επέτρεψαν στους χριστιανούς της Λάρισας να ανοικοδομήσουν νέους και μεγάλους ναούς (Σαράντα Μάρτυρες, Άγ. Νικόλαος, Άγ. Αθανάσιος, Παναγία), τους δόθηκε η ελευθερία να λειτουργήσουν σχολεία, να αναπτύξουν το εμπόριο και τη βιοτεχνία και να ιδρύσουν επαγγελματικές συντεχνίες, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται η Λάρισα η «…πολυπληθεστέρα, πλουσιωτέρα και εμπορικωτέρα…» [4] πόλη της Θεσσαλίας.
Εν τω μεταξύ, τα συχνά επαναστατικά κινήματα της Θεσσαλίας, ιδίως του 1854 και του 1878, προδιέθεταν αργά ή γρήγορα την παραχώρησή της στην Ελλάδα. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν βαθμιαία στην εγκατάσταση προξενικών αρχών των μεγάλων δυνάμεων στη Λάρισα και τον Βόλο, προκάλεσαν δε και το ενδιαφέρον σε διάφορους επιχειρηματίες και πλούσιους Έλληνες της διασποράς, αλλά και της Ελλάδος. Καθώς προέβλεπαν τη σταδιακή αποχώρηση των Τούρκων μεγαλοϊδιοκτητών γης, θα ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν τις γαιοκτησίες τους σε χαμηλές τιμές. Από το γεγονός αυτό επωφελήθηκαν στην περιοχή μας ο Παναγής Χαροκόπος, ο Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης από την Κωνσταντινούπολη και πολλοί άλλοι.
Τελικά οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης αποδέχθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878) την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα, εξαιρώντας όμως την επαρχία της Ελασσόνας. Η Ελληνική κυβέρνηση, εφαρμόζοντας τις αποφάσεις της συνθήκης αυτής, έστειλε τα στρατεύματά της και απελευθέρωσε τη Θεσσαλία. Στη Λάρισα τα στρατεύματα έφθασαν στις 31 Αυγούστου του 1881. Έπειτα από μακροχρόνια τουρκική κατοχή και υποδούλωση πολλών γενεών Ελλήνων, η πόλη συσσωματώθηκε με το ελληνικό βασίλειο με καθυστέρηση εξήντα περίπου ετών από το 1821.
[1]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α’ (Λάρισα) 1996, σελ. 52-53.
[2]. Brown Edward, Η Λάρισα του 1669, μετ. Gino Polese, Θ. Ημ., τόμ. 23, Λάρισα (1993) σ. 178.
[3]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σ. 13.
[4]. Γεωργιάδης Νικόλαος, Θεσσαλία, Εν Αθήναις (1880) σελ. 245.