Η φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο είναι λεπτομέρεια μιας μεγαλύτερης εικόνας, όπου αποτυπώνεται ολόκληρη η δυτική πλευρά του ναού του Αγ. Αχιλλίου. Είναι επίκαιρη και απεικονίζει τη θρησκευτική πομπή την ώρα που έχει εξέλθει από τον μητροπολιτικό ναό και είναι έτοιμη να κατεβεί τα σκαλοπάτια και να κατευθυνθεί προς τη γέφυρα του Πηνειού, όπου θα πραγματοποιηθεί η ανάλογη θρησκευτική τελετή. Η σπάνια αυτή φωτογραφία προέρχεται από το φωτογραφικό αρχείο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου των Αθηνών. Φωτογράφος της είναι ο Γεώργιος Λαμπάκης [1] και χρονολογείται στις αρχές του 20ού αιώνα, περί το 1905. Λόγω της εορταστικής επικαιρότητας, αλλά και της σπανιότητας της εικόνας, είναι νομίζω ενδιαφέρον για ιστορικούς λόγους να τη μελετήσουμε προσεκτικά.
Όσον αφορά τη χρονολόγηση της φωτογραφίας θα αναφερθούν τα εξής. Ο προπολεμικός ναός του Αγίου Αχιλλίου είναι γνωστό ότι εγκαινιάσθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1907 [2], ο δε ιεράρχης Αμβρόσιος Κασσάρας που διακρίνεται στη φωτογραφία, μετατέθηκε το 1900 από την επισκοπή Πλαταμώνος στη Μητρόπολη Λαρίσης και καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο στις 27 Ιανουαρίου 1910. Επειδή από τη φωτογραφία ο ναός δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί (ο τρούλος δεν έχει κατασκευασθεί), επομένως η λήψη έγινε προ των εγκαινίων. Άρα η φωτογραφία χρονολογείται πριν το 1907, με πιθανότερη χρονολογία το 1905.
Η φωτογραφία καταγράφει μέρος της δυτικής πλευράς του ναού, η οποία χαρακτηρίζεται αρχιτεκτονικά από ένα σύμπλεγμα αψιδωτού πρόπυλου νεοκλασικού ρυθμού. Ολόκληρη η πρόσοψη είναι δομημένη με πέτρες, έτσι ώστε να αποτελεί ένα εντυπωσιακό σύνολο. Δυστυχώς τη δεκαετία του 1920 οι εξωτερικοί τοίχοι του ναού επιχρίσθηκαν. Τα ανοίγματα των παραθύρων, μικρά και μεγάλα, καθώς και οι αψίδες του προστώου, περιβάλλονται με κεραμοπλαστικό διάκοσμο και τα διάκενα των παραθύρων καλύπτονται με ωραίους συνδυασμούς υαλοπινάκων σε διάφορα χρώματα και σε ρομβοειδείς σχηματισμούς. Δεξιά διακρίνεται και μέρος της νότιας πλευράς του ναού.
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας απεικονίζεται η θρησκευτική πομπή. Το πλήθος έχει κατακλύσει το δυτικό προαύλιο του ναού. Οι περισσότεροι είναι άνδρες με ρεπούμπλικες και στρατιωτικοί Οι γυναίκες είναι λίγες, έχουν τυλιγμένα τα μαλλιά τους με μαντήλες ή καπελίνες και δεν φαίνεται να ακολουθούν την πομπή. Στρατιωτικό άγημα με τα όπλα επ’ ώμου και την λόγχη γυμνή, συνοδεύει την πομπή. Όμως το πρόσωπο που κυριαρχεί στην φωτογραφία είναι ο μητροπολίτης Αμβρόσιος, με την χρυσοποίκιλτη αρχιερατική στολή, τη μίτρα στο κεφάλι και τη επισκοπική ράβδο στο δεξί του χέρι.
Ο Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918) γεννήθηκε στην Κάλυμνο. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Το 1875 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους με έδρα την Αρναία της Χαλκιδικής και τον Μάρτιο του 1877 μετατέθηκε στην επισκοπή Πλαταμώνος, με έδρα αρχικά τη Ραψάνη και από το 1879 τα Αμπελάκια. Τον Ιανουάριο του 1900 κατέλαβε τον κενό θρόνο της μητροπόλεως Λαρίσης, Πλαταμώνος και Φαναριοφερσάλων. Η ποιμαντορία του στη Λάρισα διήρκησε δέκα έτη, μέχρι τον Ιανουάριο του 1910, οπότε καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο. Μετά την καθαίρεσή του ο Αμβρόσιος υπάκουα εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο ιδιόκτητο κτήμα του στο Συκούριο μέχρι τον θάνατό του τον Απρίλιο του 1918. Αναμφίβολα ο Αμβρόσιος Κασσάρας υπήρξε προσωπικότητα προικισμένη με πολλές αρετές, αλλά συγχρόνως ήταν εκρηκτικός χαρακτήρας και είχε βιωτή πολυσυζητημένη.
Στην πομπή, πίσω από τον Αμβρόσιο, διακρίνονται οι αρχές. Προηγούνται ο νομάρχης και ο δήμαρχος Αχιλλέας Αστεριάδης [3] οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί φορούν ημίψηλο καπέλο. Ακολουθούν οι δημοτικοί άρχοντες, οι στρατιωτικοί με τις επίσημες στολές και τα λοφία και οι λοιποί επίσημοι και πιο πίσω οι πιστοί. Τον ιεράρχη περιστοιχίζουν δύο διάκονοι κρατώντας τα δικεροτρίκερα, ενώ μπροστά τους, με την άσπρη γενειάδα, διακρίνεται ο υπέργηρος πρωτοσύγκελος της μητροπόλεως αρχιμανδρίτης Βρυάντιος και οι υπόλοιποι ιερείς της Λάρισας.
Η φωτογραφία αυτή έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι τα Θεοφάνεια εορτάζονταν πάντοτε, ακόμα και κατά την Τουρκοκρατία με ιδιαίτερη λαμπρότητα στην πόλη μας.
[1]. Ο Γεώργιος Λαμπάκης (1854-1914) ήταν θεολόγος και αρχαιολόγος. Από το 1902 το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως τον έστελνε σε περιοδείες. Φωτογράφιζε ναούς, μοναστήρια, θρησκευτικές εικόνες και σκηνές καθημερινής ζωής, με σκοπό τη διάσωση αρχαίων και βυζαντινών μνημείων. Οι φωτογραφίες του ανήκουν σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και αποτελούν ιστορικά τεκμήρια για τη ζωή των αρχών του εικοστού αιώνα στις περιοχές που επισκέφτηκε.
[2]. εφ. Μικρά, Λάρισα, φύλλο της 23ης Σεπτεμβρίου 1907.
[3]. Ο Αχιλλεύς Αστεριάδης ήταν ανεψιός του εμπειρικού ιατρού και φαρμακοποιού Αναστασίου Αστεριάδη και αδελφός του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Αστεριάδη. Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1855, πήρε το πτυχίο της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύθηκε στη χειρουργική στο Παρίσι. Διετέλεσε δήμαρχος Λαρίσης τις περιόδους από το 1891 μέχρι το 1895 και από το 1903 μέχρι το 1913, οπότε κηρύχθηκε έκπτωτος του αξιώματος έπειτα από δικαστική απόφαση. Το σπίτι του, ένα εξαιρετικό αρχοντικό, βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία των σημερινών οδών Κούμα και Παναγούλη και καταστράφηκε από τον σεισμό του 1941.