Τα παλιά τα χρόνια, όταν οι μετακινήσεις των Λαρισαίων εκτός της πόλης για λόγους αναψυχής ήταν πολύ δύσκολες, η διασκέδαση περιοριζόταν σε περιοχές της Λάρισας όπου η πρόσβαση ήταν εύκολη βαδίζοντας. Βέβαια υπήρχαν και τα μόνιππα, τα γνωστά σαν «παϊτόνια», τα αγοραία της εποχής, όμως η χρήση τους ήταν εφικτή μόνον από άτομα με κάποια οικονομική άνεση. Και επειδή ποτέ δεν έλειψε από τους κατοίκους της Λάρισας η διάθεση για ανάπαυση, χαλάρωση και συντροφικότητα μετά τον ημερήσιο κάματο, η πόλη είχε αποκτήσει άφθονα κέντρα διασκέδασης και μέσα στην πόλη και στις παρυφές της. Μάλιστα τα καλοκαίρια, όταν η ζέστη και ο καυτερός «λίβας» μετέτρεπαν τη Λάρισα σε καμίνι, προτιμούσαν τα εξοχικά κέντρα που βρίσκονταν σε περιοχές δροσερές.
Το προπολεμικό «Αλκαζάρ» και πιο κάτω η «Κιβωτός» του Ζαρκαδούλα, το «Φάληρο» του Μπλαδένη κοντά στους στρατώνες, η «Νεράιδα» του Παύλου Στρογγυλού απέναντι από το αγρόκτημα Αβέρωφ, στην αρχή του δρόμου προς Καρδίτσα, το «Μπαρ ΣΕΚ», η «Όασις» των αδελφών Γιαννάκου και το «Παυσίλυπο» στην περιοχή του Διεθνούς Σιδηροδρομικού Σταθμού, το κέντρο μπροστά από το κτίριο των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων [1], το «Καρύδειον» στο τέρμα της τότε οδού Βόλου κοντά στις γραμμές, το «Λούνα Πάρκ» του Ρωμύλου Αυδή στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα παλιά Σφαγεία και άλλα.
Εκτός αυτών υπήρχαν και μέσα στην πόλη τόποι διασκέδασης και χαλάρωσης για όλο τον χρόνο και εστίες δροσιάς για το καλοκαίρι, με μεγάλη προσέλευση κόσμου. Ο Λόφος της Ακρόπολης είχε το κέντρο «Φρούριο» του Ζήση Δημητρίου το οποίο καταλάμβανε τη θέση που έχει το σημερινό ομώνυμο κέντρο. Είχε και την «Καλλιθέα» του Μήτσου Μπόκοτα που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα έχει αναπτυχθεί το Ηρώο της πόλης, ο «Κήπος των Ανακτόρων» του Πέτρου Χαλήμαγα» στην περιοχή της σημερινής πλατείας του Αγίου Βησσαρίωνος, και άλλα.
Ένα ακόμα πολύ γραφικό κέντρο το οποίο ο κόσμος το θεωρούσε και εξοχικό, παρ’ όλο που βρισκόταν στις παρυφές της πόλης, είχε αναπτύξει τη δεκαετία του 1930 ο Θεόδωρος Κόικος. Βρισκόταν σε έναν υπερυψωμένο χώρο πριν από την είσοδο στη γέφυρα, στο τέλος της οδού Κενταύρων αριστερά, στη γωνία της με την οδό Καλλιθέας (η οποία σήμερα έχει μετονομασθεί σε οδό Τάκη Τσόγκα). Πρόκειται για τον παρόχθιο δρόμο που οδηγεί στην περιοχή Σάλια. Στον υπερυψωμένο αυτό χώρο υπήρχε μέχρι το 1908 το τζαμί του Χασάν μπέη, το ομορφότερο και επισημότερο τέμενος της Λάρισας. Όλοι το είδαμε σε παλιές φωτογραφίες κτισμένο σε ένα χαμηλό λόφο και σύμφωνα με τη παράδοση οικοδομήθηκε στη θέση βυζαντινού ναού της Αγίας Σοφίας, ενώ στα κλασικά χρόνια στη θέση αυτή υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, γι’ αυτό όταν κατεδαφίσθηκε βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη κλασικής και βυζαντινής περιόδου. Ο δημοσιογράφος Θρασύβουλος Μακρής σε ένα σημείωμά του γράφει το 1944 για το τζαμί του Χασάν μπέη: «Το τέμενος τούτο - ναός τουρκικός, απέναντι του χριστιανικού τοιούτου, του Αγίου Αχιλλείου – παρά τας διαμαρτυρίας του Τύπου και του Λαρισαϊκού λαού, επώλησε η Οθωμανική Κοινότης εις τον ασβεστοποιόν Κοσμάν Πέτρου, όστις το κατεδάφισε πωλήσας τα υλικά» [2].
Από το 1908 και για μεγάλο διάστημα ο χώρος αυτός έμεινε κενός. Σε αεροφωτογραφία του 1929 διακρίνονται μικρά σε ύψος δένδρα, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η περιοχή αυτή είχε πρόσφατα δενδροφυτευτεί. Κάποια στιγμή κατασκευάσθηκαν και ισχυροί τοίχοι αντιστήριξης (αναλληματικοί) δυτικά κατά μήκος της οδού Καλλιθέας και βόρεια επί της Κενταύρων, ο χώρος ισοπεδώθηκε και από το δάσος των μικρών τότε πεύκων η περιοχή ονομάσθηκε από τους Λαρισαίους «Πευκάκια». Στον χώρο αυτόν λειτούργησαν κατά διαστήματα διάφορα μικρά καφενεδάκια. Μετά το 1930 η προνομιακή του θέση με την απέραντη θέα κέντρισε το εμπορικό αισθητήριο του Θεόδωρου Ι. Κόικου και δημιούργησε μεγάλο εξοχικό κέντρο με το όνομα «Καλλιθέα». Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία του 1939-40 διακρίνεται καθαρά η επιγραφή «Κέντρον Καλλιθέα Θ. Ι. Κόικου», η απέραντη έκτασή του και τα ψηλά σκιερά δένδρα.
Σ’ αυτό το κέντρο συγκεντρώνονταν την άνοιξη και το καλοκαίρι πολλοί ρομαντικοί περιπατητές, οι οποίοι μετά τη βόλτα τους κατέληγαν στα τραπεζοκαθίσματά του για να αναπαυθούν και να απολαύσουν τον καφέ ή το ουζάκι τους. Η θέα προς τον Πηνειό που την εποχή εκείνη είχε άφθονα νερά, η απέραντη θέα του θεσσαλικού κάμπου και στο βάθος ο μυθικός Όλυμπος, γαλήνευε το βλέμμα του επισκέπτη του κέντρου. Ένα μεγάλο πλεονέκτημά του ήταν ότι τα καλοκαιρινά βράδια ερχόταν ένα ελαφρό αεράκι από την πλευρά του Ολύμπου, το οποίο δρόσιζε τους Λαρισαίους από τον καύσωνα της ημέρας. Παρ’ όλο που η επίσημη ονομασία του ήταν «Καλλιθέα» ο κόσμος το ήξερε σαν «Πευκάκια» γιατί έτσι το διαχώριζε από το κέντρο «Καλλιθέα» του Μήτσου Μπόκοτα στον Λόφο. Τα «Πευκάκια» γνώρισαν προπολεμικά μεγάλες δόξες. Τα καλοκαίρια έφερνε ορχήστρες και τραγουδίστριες και γέμιζε από κόσμο ο οποίος απολάμβανε δροσιά, ωραία μουσική και χορό. Ξενύχτηδες από παράδοση οι Λαρισαίοι της προπολεμικής εποχής, πολλές φορές όταν η αυγή άρχιζε να ροδίζει, τους εύρισκε ακόμα να διασκεδάζουν.
Με την κήρυξη του πολέμου και την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941 στη Λάρισα, το κέντρο σταμάτησε τη λειτουργία του και λόγω της σπουδαίας θέσης του τα στρατεύματα κατοχής επέλεξαν τα «Πευκάκια» ως παρατηρητήριο. Από το σημείο αυτό μπορούσαν να ελέγξουν τον θεσσαλικό κάμπο και ιδιαίτερα την ανατιναγμένη γέφυρα του Πηνειού που την είχαν αναστηλώσει με ξύλινη κατασκευή και ήταν η μοναδική προσπέλαση στην πόλη από βορρά.
Μετά την απελευθέρωση τα «Πευκάκια» λειτούργησαν ξανά, χωρίς όμως την παλιά αίγλη. Για ένα διάστημα παλιοί Λαρισαίοι θυμούνται ότι στους χώρους του λειτούργησε και Σχολή χορού. Στη δεύτερη φωτογραφία που είναι μεταπολεμική (του 1948) διακρίνεται το κέντρο «Πευκάκια» γεμάτο κόσμο. Η πρόσβασή του από τον δρόμο γινόταν από δύο σκάλες κτισμένες επάνω στους τοίχους αντιστήριξης. Η μία βρισκόταν κατά μήκος της οδού Καλλιθέας και η άλλη στην αρχή της οδού Κενταύρων. Στη νότια πλευρά του χώρου βρισκόταν το κτίριο που στέγαζε τις υπηρεσίες του κέντρου και εξυπηρετούσε τους λίγους πελάτες που έφθαναν εκεί κατά τη χειμερινή περίοδο. Στην ίδια φωτογραφία αποτυπώνεται μπροστά η ξύλινη γέφυρα η οποία συνέδεε τις όχθες του ποταμού μετά τις δύο ανατινάξεις τις οποίες υπέστη κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 τα δένδρα κόπηκαν, τα κτίρια κατεδαφίσθηκαν, ο λοφίσκος σταδιακά ισοπεδώθηκε χαμηλά στο ύψος του δρόμου και στη θέση του ανεγέρθηκαν οι πολυκατοικίες που αντικρίζουμε σήμερα. Η κατεδάφιση αυτή όμως είχε και ένα ευεργετικό αποτέλεσμα. Αποκαλύφθηκε το δεύτερο αρχαίο θέατρο της πόλης.
-------------------------------
[1]. Μπροστά από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Θεσσαλικού υπήρχε παλιά μια κυκλική νησίδα με πολλή βλάστηση. Κάποιος ευφυής επιχειρηματίας, διαμόρφωσε στη νησίδα αυτή, κλαδεύοντας τα δένδρα με θαυμαστό τρόπο, διάφορα μικρά ξεμοναχιασμένα διαμερισματάκια, τα οποία τα ονόμαζαν «σεπαραδάκια». Τα διαμερισματάκια αυτά διαχωρίζονταν μεταξύ τους από πυκνή βλάστηση, η οποία τα καθιστούσε κατά κάποιον τρόπο απρόσιτα στα μάτια του κόσμου και ήταν κατάλληλα για παράνομα ζευγαράκια. Δεν μπόρεσα να μάθω το όνομα του κέντρου, ούτε και του ιδιοκτήτη.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το τζαμί του Χασάν μπέη, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα φύλλο της 13ης Αυγούστου 2014. Η μαρτυρία αυτή του Θρασύβουλου Μακρή δεν αμφισβητείται. Από το σημείωμα αυτό που είναι γραμμένο από τον ίδιο σε ένα βιβλίο του, γίνεται αντιληπτό ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Λάρισας ήταν εναντίον της κατεδάφισής του και στο ζήτημα αυτό συμφωνούσε και ο τοπικός τύπος. Το γεγονός αυτό έρχεται να καταρρίψει την επικρατούσα τότε άποψη ότι η καταστροφή των πολλών τουρκικών τζαμιών που διέθετε κατά την απελευθέρωση του 1881 η Λάρισα οφείλεται αποκλειστικά στους Έλληνες κατοίκους της πόλης.