Ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γράφει σχετικά [1] για την ίδρυση του ναού αυτού: «Εν αποκέντρω μέρει του κονακίου του τούρκου ευπατρίδου Χουσνή Βέη, ένθα νυν ο δημοτικός κήπος, υπήρχε δωμάτιόν τι περιέχον παλαιάν εικόνα του αγίου Βησσαρίωνος, μεταβληθέν εις ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματί του, κατ’ εντολήν του αγοραστού του κονακίου βασιλέως Γεωργίου Α’, συμπληρωθέντα, βελτιωθέντα και διακοσμηθέντα δια των απαιτουμένων εικόνων κατά το έτος 1918 τη αξιεπαίνω μερίμνη και δαπάναις κατά το πλείστον του φιλοθρήσκου ημετέρου συμπολίτου Γ. Νατάκια» [2].
Σύμφωνα λοιπόν με τον ιστορικό της Λάρισας Επαμ. Φαρμακίδη και σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης μας, είχε αρχίσει από τα τελευταία ακόμα χρόνια της τουρκοκρατίας (πριν από το 1870), να λατρεύεται μακριά από τα βλέμματα των Τούρκων, ο άγιος Βησσαρίων. Ήταν στον χώρο του σημερινού Δημοτικού Ωδείου. Σύμφωνα με ευρέως διαδεδομένη προφορική παράδοση, υπήρχε στο σημείο αυτό πολύ πριν από την απελευθέρωση του 1881 μεγάλη κατοικία που ανήκε στη Νουριέ χανούμ, η οποία ήταν στενή συγγενής του Αλή πασά και κρυπτοχριστιανή. Αυτή επέτρεψε στο υπηρετικό προσωπικό που ήταν χριστιανοί να μετατρέψουν ένα από τα δωμάτια όπου στεγάζονταν οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού, σε πρόχειρη εκκλησία [3]. Στο μέσον του δωματίου είχαν τοποθετήσει μια παλιά εικόνα του αγίου Βησσαρίωνος και οι χριστιανοί της περιοχής προσέρχονταν κρυφά να ανάψουν λαμπάδα και να προσκυνήσουν την εικόνα του.
Μετά τον θάνατο της Νουριέ χανούμ το μεγάλο αυτό αρχοντικό περιήλθε στην κατοχή του ανεψιού της Χουσνή μπέη, ο οποίος το προσέφερε ευγενικά για να καταλύσει ο βασιλέας Γεώργιος όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Λάρισα τον Οκτώβριο του 1881. Ικανοποιημένος από το κτίριο ο Γεώργιος Α΄, το αγόρασε και το χρησιμοποιούσε για ανάκτορο κάθε φορά που επισκεπτόταν τη Λάρισα για να παρακολουθεί τα ετήσια γυμνάσια του ελληνικού στρατού.
Με προτροπή του Γεωργίου Α΄, η σύζυγός του βασίλισσα Όλγα, Ρωσίδα στην καταγωγή, αποφάσισε το 1898 να ανεγείρει στον χώρο όπου υπήρχαν τα δωμάτια του προσωπικού, ναό μικρών διαστάσεων. Γράφει μια εφημερίδα της εποχής: «Από πολλών ημερών ήρχισεν η ανέγερσις του μικρού ναϊσκου εις τον περίβολον των ενταύθα ανακτόρων. Εις τον ναόν τούτον θα εκκλησιάζονται τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, οσάκις μας επισκέπτονται [4)». Ο ναός αυτός ουσιαστικά αποτελούσε το παρεκκλήσιο των ανακτόρων. Εμπλουτίσθηκε με τις εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλια του παρεκκλησίου του αγίου Βησσαρίωνος που υπήρχε στη βασιλική του αγίου Αχιλλίου και ο οποίος είχε πρόσφατα κατεδαφισθεί. Αρχιτεκτονικά ήταν μονόχωρη σταυροειδής κατασκευή με τρούλο και αρκετά ψηλή για τις διαστάσεις της. Η τοιχοποιία του αρχικά ήταν από πελεκημένη πέτρα, αλλά το 1918 καλύφθηκε με επίχρισμα.
Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ το 1913, ο χώρος των παλαιών ανακτόρων περιήλθε στην κατοχή του γιου του, πρίγκιπα Νικολάου, ο οποίος τον πούλησε το 1916 τον Δήμο. Το 1918 κατεδαφίσθηκε το ανάκτορο και διαμορφώθηκε μια μεγάλη αυλή με κήπους, αλλά ο ναός του αγίου Βησσαρίωνος διατηρήθηκε και όπως αναφέρθηκε, ανακαινίσθηκε από τον Λαρισαίο εστιάτορα Κωνσταντίνο Νατάκια. Έτσι ο μικρός αυτός ναός περιήλθε στην κατοχή των Λαρισαίων και αποδόθηκε στη χρήση των πιστών της περιοχής. Τον υπόλοιπο χώρο του κήπου των Ανακτόρων ο Δήμος τον εκχώρησε στον επιχειρηματία Πέτρο Χαλήμαγα για να δημιουργήσει χώρους αναψυχής.
Όμως ο καταστρεπτικός για την πόλη μας σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 τραυμάτισε ανεπανόρθωτα το εκκλησάκι του Αγίου Βησσαρίωνος. Αναγκαστικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του στήθηκε προσωρινά το ξύλινο παράπηγμα που βλέπουμε στη φωτογραφία.
Η λήψη της φωτογραφίας που δημοσιεύεται έγινε από το ύψος του διπλανού μιναρέ του Γενή τζαμί το 1950. Φωτογράφος είναι ο Τάκης Τλούπας. Η παράγκα του ναού αναγνωρίζεται στο κέντρο της εικόνας. Ήταν μονόχωρος δρομικός, οι τοίχοι ξύλινοι και η χαμηλή του στέγη δίρριχτη, σκεπασμένη με κεραμίδια. Δυτικά υπήρχε ένας υποτυπώδης υπαίθριος νάρθηκας καλυμμένος από λαμαρίνες και χωρίς πλάγιους τοίχους. Όλη η κατασκευή ήταν πρόχειρη και είχε σαν σκοπό να εξυπηρετήσει τις άμεσες θρησκευτικές ανάγκες των περιοίκων. Ο χώρος της πλατείας μπροστά είχε μια μικρή σε διαστάσεις και χαμηλή σε βάθος πισίνα (παιδική) χωρίς νερό, ενώ οι δημοτικές υπηρεσίες είχαν διαμορφώσει όμορφα τον υπόλοιπο χώρο με άφθονες νησίδες πρασίνου. Αριστερά διακρίνεται ένα μέρος από τις παλιές εγκαταστάσεις του Ωδείου που ήταν περιορισμένες σε διώροφο οίκημα και πίσω διακρίνονται τα σπίτια της οδού Νιρβάνα.
Από το 1955, με πρωτοβουλία δύο Λαρισαίων του Κώστα Ταμπασούλη και του Γιώργου Ζιαζιά και την ένθερμη οικονομική υποστήριξη του τότε ΟΥΗΛ (σήμερα ΔΕΥΑΛ) άρχισε να υλοποιείται σχέδιο ανέγερσης νέου ναού από πέτρα. Είναι αυτός που υπάρχει μέχρι και σήμερα και ο οποίος υπάγεται εκκλησιαστικά στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου. Τα επίσημα εγκαίνια του ναού αυτού έγιναν στις 13 Οκτωβρίου 1957. Το 1961 κοσμήθηκε εσωτερικά με αγιογραφίες του Αγήνορα Αστεριάδη και των μαθητών του και σήμερα έχει καταστεί ένα σημαντικό μνημείο νεώτερης τέχνης.
[1] Φαρμακίδης Επαμεινώνδας. Η Λάρισα. Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη, Εισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα (2001) σελ. 91.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ξενοδοχείον φαγητού «Η Αφθονία» του Γεωργίου Νατάκια. εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
[3]. Μακρής Θρασύβουλος. Ο Άγιος Βησσαρίων, εφ. Λαρισαϊκός Τύπος, Λάρισα, 15 Σεπτεμβρίου 1943. Η εφημερίδα αυτή ήταν συνέκδοση των εφημερίδων «Ελευθερία» και «Κήρυξ» της Λάρισας κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου, έπειτα από απαίτηση των γερμανών κατακτητών.
[4]. εφ. Ελλάς, Αθήναι, φύλλο της 29 Ιουνίου 1898.