Αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος στη Νομαρχία της Λάρισας, αλλά με Βασιλικό Διάταγμα της 4ης Δεκεμβρίου 1885 διορίσθηκε ως α’ αστυνόμος της Λάρισας, επικεφαλής της τότε Διοικητικής (ή Δημοτικής) Αστυνομίας [1]της πόλης (ΦΕΚ 87/Α/9-4-1886).
Την περίοδο αυτήν είχαν διορισθεί και άλλοι αστυνόμοι στη Λάρισα, όπως ο Αθανάσιος Όθων και ο Γεώργιος Σιμόπουλος για τους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενα σημειώματα. Η θητεία του μέχρι το 1890 χαρακτηρίστηκε επιτυχής και ο Τύπος αφιέρωνε συχνά ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια προς το πρόσωπό του: «Οφείλομεν να επαινέσωμεν την δραστηριότητα και τον ζήλο μεθ’ ού επιτελούσι το καθήκον των αμφότεροι οι Αστυνόμοι Λαρίσης, ο τε α’ κ. Γ. Φιφής και ο β’ κ. Αθαν. Όθων» [2].
Ο Γεώργιος Φιφής απολύθηκε με Βασιλικό διάταγμα τον Αύγουστο του 1890. Με ενέργειές του είχε συλληφθεί στην Ελασσόνα λίγες ημέρες νωρίτερα, ο πρώην υπηρέτης του Οθωμανού κτηματία Χαϊδάρ εφένδη Ισμαήλ, ο οποίος συμμετείχε στη ληστεία και δολοφονία του εργοδότη του [3]. Στη θέση του διορίσθηκε ως Αστυνόμος Λαρίσης, ο δικηγόρος και πρώην βουλευτής Λαρίσης Κωνσταντίνος Π. Μαρκίδης (1836-1909), του οποίου η βουλευτική θητεία είχε λήξει στις 17 Αυγούστου 1890. Η απόλυση του Γεωργίου Φιφή προκάλεσε εκτός από τα δυσμενή σχόλια του τοπικού Τύπου και πολλές αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία, με αποτέλεσμα ο Μαρκίδης να εισηγηθεί την εκ νέου πρόσληψή του.
Λίγο αργότερα ο Γεώργιος Φιφής έλαβε μέρος στις διενεργηθείσες εξετάσεις για τη θέση του υποθηκοφύλακα της Λάρισας. Συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία από τους υπόλοιπους υποψηφίους και διορίσθηκε στη θέση αυτή, μη αποδεχόμενος την εκ νέου πρόσληψή του στη Δημοτική Αστυνομία. Έκτοτε και μέχρι τη συνταξιοδότησή του, άσκησε το λειτούργημά του, συνδεόμενος με δεσμούς φιλίας τόσο με τους συμβολαιογράφους, τους δικηγόρους και τους εκάστοτε δικαστικούς λειτουργούς της πόλης.
Ο Γεώργιος Φιφής ως δημόσιος λειτουργός δεν απέκτησε ιδιαίτερα μεγάλη περιουσία. Από την εγκατάστασή του στη Λάρισα μέχρι τουλάχιστον την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ενοικίαζε κατοικίες τρίτων για να στεγάσει την οικογένειά του. Αρχικά ενοικίασε την οικία του συνταξιούχου εφέτη Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη στη συνοικία Σαρασλάρ (ανάμεσα στον Άγιο Αθανάσιο και στη γέφυρα του Πηνειού) της Λάρισας [4]. Τα μισθωτήρια συμβόλαια υπογράφηκαν από τον συμβολαιογράφο Ανδρέα Ροδόπουλο, πληρεξούσιο του προαναφερθέντα. Στην οικία αυτήν παρέμεινε μέχρι το 1891 και στη συνέχεια τον συναντούμε ως ενοικιαστή μίας οικίας που ανήκε στην πλήρη κυριότητα του Δήμου Λαρίσης (συνοικία Τεκελή Ατίκ) [5]. Το 1895 ενοικίασε τη μεγάλη έπαυλη του κτηματία Θεόδωρου Βελισσαρίδη στη συνοικία Σαρασλάρ, όπου μέχρι τότε στέγαζε το Δημόσιο Παρθεναγωγείο της Λάρισας [6].
Οι πληροφορίες για την προσωπική ζωή του Γεωργίου Φιφή είναι ελάχιστες. Δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομα της συζύγου του, αλλά ούτε και το πότε απεβίωσε (πιθανόν στα τέλη της δεκαετίας του 1900). Από τα παιδιά που απέκτησε από τον γάμο του, μας είναι γνωστά μόνον τα τρία, όπως αναφέρουμε παρακάτω:
Αθανάσιος Φιφής: Γεννήθηκε το 1868 στην Αθήνα. Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), εγκαταστάθηκε με τον πατέρα του στη Λάρισα όπου φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο της πόλης [7]. Στις 29 Αυγούστου 1886 έγινε δεκτός κατόπιν εξετάσεων στην προπαρασκευαστική σχολή των υπαξιωματικών (ΦΕΚ 237/Α/30-8-1886). Μετά από την αποφοίτησή του διορίσθηκε σε διάφορες υπηρεσίες ανά την επικράτεια και τελικά τον Αύγουστο του 1905 τοποθετήθηκε Αστυνόμος της Λάρισας [8].
Δημοσθένης Φιφής: Διετέλεσε υπάλληλος του σιδηροδρόμου Πειραιώς–Δεμερλή–Συνόρων (Λαρισαϊκός). Τον Ιανουάριο του 1909 αρραβωνιάστηκε τη Σοφία Επ. Μουντζούρη την οποία νυμφεύθηκε λίγους μήνες αργότερα [9].
Αφροδίτη Φιφή: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1872. Μετά από το 1881 διέμενε με την οικογένειά της στη Λάρισα. Την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 1892 παντρεύτηκε τον ράπτη Ευάγγελο Παρδαλό (με κουμπάρο τον δικηγόρο Αθανάσιο Μανδαλόπουλο) [10], ο οποίος διατηρούσε μεγάλο κατάστημα στη Λάρισα πλησίον του Ταχυδρομείου (βλ. φωτογραφία). Δύο ημέρες πριν από τον γάμο της ο πατέρας της Γεώργιος Φιφής με προικοσύμφωνο διέθεσε στον γαμπρό του 2.000 δρχ. σε μετρητά, καθώς και ενδύματα, οικιακά σκεύη, και είδη επίπλωσης αξίας 2.500 δρχ. [11]. Ο Ευάγγελος Παρδαλός όμως δεν στάθηκε τυχερός στον γάμο του. Τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα (1896), ασθένησε βαριά και διαισθανόμενος τον επερχόμενο θάνατό του, παραχώρησε στη σύζυγό του Αφροδίτη όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του «διά τας μέχρι τούδε ανυπολογίστους περιποιήσεις και περιθάλψεις τας οποίας του παρείχε καθ’ όλο το μέχρι τούδε διάστημα της συμβιώσεώς των» [12].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Η Διοικητική Αστυνομία καταργήθηκε το 1893 και τα καθήκοντά της ανατέθηκαν στη Στρατιωτική Αστυνομία (Αστυφυλακή και Χωροφυλακή) που στελεχώθηκε αποκλειστικά από άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων. Περισσότερα βλ. Βασίλειος Δ. Μαστρογιάννης, Διαχρονική εξέλιξη της αστυνομίας του Δήμου: διοικητική - νομική προσέγγιση (διδακτορική διατριβή). Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης. Αθήνα 2016.
[2]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 23 (6 Μαρτίου 1890).
[3]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 48 (28 Αυγούστου 1890).
[4]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 034, αρ. 11958 (24 Σεπτεμβρίου 1891). Η οικία ενοικιάστηκε στη συνέχεια στον εμποροϋπάλληλο Δανιήλ Ηλία Σακκή. Βλ. Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 048, αρ. 14931 (6 Μαΐου 1894).
[5]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 035, αρ. 12395 (26 Νοεμβρίου 1891).
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 052, αρ. 18715 (18 Σεπτεμβρίου 1895).
[7]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ελληνικού Σχολείου Λαρίσης, σχολικό έτος 1883/1884, Μαθητολόγιο, α/α 285/87.
[8]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 799 (14 Αυγούστου 1905).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 386 (29 Ιανουαρίου 1909).
[10]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 132 (16 Φεβρουαρίου 1892).
[11]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 036, αρ. 12735 (7 Φεβρουαρίου 1892).
[12]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 056, αρ. 17579 (18 Αυγούστου 1896).