Είναι ντυμένοι με τα κουστούμια τους, ο Βαλσάμης ιδιαίτερα κομψός, ο Μελετζής με γιλέκο σε μια αφύσικη στάση. Η στάση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι βρίσκονται σε κατασκευαστικό χώρο στην οδό Κούμα, στο γωνιακό με την οδό Παναγούλη οικόπεδο του οδοντίατρου Χρήστου Παντοστόπουλου. Πίσω τους διακρίνεται η είσοδος του κινηματοθεάτρου «Πάλλας» του Μιχάλη Τζεζαϊρλίδη, με τις χαρακτηριστικές για την εποχή αφίσες και φωτογραφίες, οι οποίες διαφήμιζαν το έργο που πρόβαλλε, αλλά και τα «προσεχώς». Ήταν από τους δημοφιλέστερους κινηματογράφους της Λάρισας καθώς ο ιδιοκτήτης του είχε την ικανότητα να φέρνει σπουδαία έργα, τα οποία πολλές φορές παίζονταν συγχρόνως με την Αθήνα ή λίγες εβδομάδες αργότερα. Μάλιστα την εποχή που δεν υπήρχαν άλλες μεγάλες αίθουσες στην πόλη, φιλοξενούσε όχι μόνον γνωστούς θιάσους από την Αθήνα, αλλά και συναυλίες της μπάντας του Β’ Σώματος Στρατού, μουσικών συγκροτημάτων του Ωδείου, της χορωδίας του Μουσικού Συλλόγου Λαρίσης και άλλων συγκροτημάτων. Λόγω της κατασκευής του[1] είχε τη δυνατότητα να παίζει και κατά τους θερινούς μήνες. Αρχιτέκτονας ήταν ο Ελευθέριος Κολονέλος που είχε γεμίσει τη Λάρισα τόσο προπολεμικά, όσο και μεταπολεμικά με αρκετές κατασκευές κατοικιών ιδιαίτερης αισθητικής. Κατασκευαστικά θεωρήθηκε μνημειακό έργο και για τον λόγο αυτόν το 2014 θεωρήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του τμήματος Παραδοσιακών Οικισμών του Υπουργείου, ανεγέρθηκε το 1936. «Είναι ένα από τα λίγα εναπομείναντα δείγματα αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου της πόλης, με στοιχεία art deco (...). Ένα κτίριο με ιδιάζουσα διάρθρωση, ρυθμολογία και μορφολογία, αφού κτίστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως κινηματοθέατρο», παρατηρεί ο μελετητής του Υπουργείου, Κ. Χριστοδουλάτος. «Εχει έντονο ογκοπλαστικό χαρακτήρα και φέρει τοξωτή στέγαση κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, από καμπύλη χαρακτηριστική οροφή (...). Σε κεντρικό τμήμα της οροφής υπάρχει φωτιστικό άνοιγμα, υπό τη μορφή διαφώτιστης διπλής οροφής από ημιδιαφανές υλικό, το οποίο διαχέει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο το φυσικό φως σε ολόκληρη την κεντρική αίθουσα»[2].
Όσον αφορά τη χρονολογία της φωτογραφίας, η εικόνα μιλάει μόνη της. Η αφίσα του «Πάλλας» διαφημίζει το κινηματογραφικό έργο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος». Ήταν μια ταινία μεγάλου μήκους, η οποία κατατάσσεται στις σημαντικότερες δημιουργίες του ελληνικού κινηματογράφου, με μεγάλη απήχηση και στο εξωτερικό. Η ταινία παίχτηκε το 1975, επομένως η λήψη της φωτογραφίας έγινε τη συγκεκριμένη χρονιά.
Για τα πρόσωπα της φωτογραφίας έχουμε να πούμε δυο λόγια. Ο Σπύρος Μελετζής γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι της νήσου Ίμβρου. Ο πατέρας του ήταν τενεκετζής στο επάγγελμα και τον προόριζε για ...δεσπότη. Όμως επειδή πέθανε στην επιδημία της γρίπης του 1919, όταν ο Σπύρος ήταν 13 ετών, αναγκάστηκε σαν πρωτότοκος πολυμελούς οικογένειας να κάνει διάφορες δουλειές. Το 1923, όταν με τη Συνθήκη της Λωζάνης η Ίμβρος παραχωρήθηκε στους Τούρκους, έφυγε για την Αλεξανδρούπολη όπου εργάστηκε αρχικά ως εμποροϋπάλληλος και αργότερα σε φωτογραφείο κάποιου συγγενούς του πατέρα του. Σταθμό στη φωτογραφική του καριέρα αποτέλεσε μία φωτογραφία του με καΐκια στην παραλία της Αλεξανδρούπολης, με την οποία κέρδισε το 1924 το πρώτο βραβείο στην έκθεση της Θεσσαλονίκης. Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε σε σπουδαίους φωτογράφους της εποχής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση, ακολούθησε από κοντά και φωτογράφιζε τους αντάρτες στην Πελοπόννησο και Ευρυτανία. Ο Μελετζής θεωρείται ως ο κυριότερος φωτογράφος της Αντίστασης. Στο βιβλίο του «Με τους αντάρτες στα βουνά» το οποίο εκδόθηκε το 1974 παρουσιάστηκαν καταπληκτικές φωτογραφίες από τους αντάρτες στα βουνά της Ευρυτανίας κατά την περίοδο 1941-1944. Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα ως ιδανικές αναπαραστάσεις του αγώνα της Αριστεράς. Μεταπολεμικά φωτογράφισε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, πολιτικά γεγονότα, διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής και της τέχνης, διοργάνωσε εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό με προσωπικές του φωτογραφίες και έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις. Το 1957 εργάστηκε ως φωτογράφος δημόσιων έργων και περιόδευε συνεχώς σε όλη την Ελλάδα φωτογραφίζοντας. Απεβίωσε πλήρης ημερών στην Αθήνα το 2003[3].
Ο Γεώργιος Βαλσάμης γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1911 στη Λάρισα, στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου, στην περιοχή Σάλια, όπου βρισκόταν το πατρικό του σπίτι. Γονείς ήταν ο Αστέριος Βαλσάμης και η Χάιδω Δαφνοπούλου, αδελφή του άλλου σπουδαίου φωτογράφου Γεράσιμου Δαφνόπουλου (1874-1935). Επομένως μεγάλωσε και ανατράφηκε σε μια μεγάλη καλλιτεχνική οικογένεια, η οποία λάτρευε την τέχνη της φωτογραφίας και επιβίωνε απ’ αυτήν. Από μικρός προσκολλήθηκε στο φωτογραφείο του θείου του, όπως έγινε και με τα ξαδέλφια του Δημήτριο Αρετόπουλο (1902-1968) και Νικόλαο Μούσιο (1906-1940).
Το 1935, μετά τον θάνατο του Γερ. Δαφνόπουλου, ο Γεώργιος Βαλσάμης άνοιξε δικό του φωτογραφείο στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου-Πατρόκλου-Δευκαλίωνος, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το καφέ-Bruno. Ήταν ένα διώροφο οίκημα, ιδιοκτησία του θείου του και στέγαζε από το 1927 τον Σύλλογο Φιλομούσων Λαρίσης[4]. Μετά τον σεισμό του 1954 αναγκάστηκε να μεταφέρει το φωτογραφείο του στην αυλή του αρχοντικού που είχε κτίσει ο Γεράσιμος Δαφνόπουλος στην οδό Μ. Αλεξάνδρου αρ. 8. Εδώ παρέμεινε μέχρι το 1969, όταν όλος αυτός ο χώρος, φωτογραφείο και αρχοντικό κατεδαφίστηκαν και οικοδομήθηκε πολυώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας παρέμεινε μέχρι το 1976, χρονιά κατά την οποία συνταξιοδοτήθηκε. Ήταν σπουδαίος φωτογράφος και εργάσθηκε επαγγελματικά κυρίως στις φωτογραφίες πορτραίτου και διαφόρων κοινωνικών εκδηλώσεων. Δε νομίζω να υπάρχει σπίτι παλιού Λαρισαίου που να μην έχει φωτογραφίες συγγενικών τους προσώπων με την υπογραφή του. Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1998 σε ηλικία 87 ετών, ικανοποιημένος από το έργο που άφησε, τις προσωπικές επιτυχίες που κατάφερε, τη φωτογραφική τέχνη που κατέκτησε, την τεχνική που δίδαξε στους μαθητές του και από την αγάπη που εισέπραξε από την οικογένεια, τους συγγενείς και τους φίλους του.
[1]. Στην οροφή του είχε ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα, το οποίο ήταν καλυμμένο με σκεπή συρόμενη. Έτσι τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού άνοιγε τη σκεπή και η αίθουσα αεριζόταν.
[2]. Λιάλιος Γιώργος. Διατηρητέο το «Πάλλας» της Λάρισας, εφ. «Καθημερινή», Αθήνα, φύλλο της 20ής Σεπτεμβρίου 2014.
[3]. Η Ελλάδα του Σπύρου Μελετζή. Αφιέρωμα της εφημ. «Καθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», φύλλο της 29ης Μαΐου 1994.
[4]. Ο σύλλογος αυτός ιδρύθηκε το 1927 από μία ομάδα κυριών επικεφαλής των οποίων ήταν η Ιουλία Σάπκα, σύζυγος του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα. Ο σύλλογος αυτός υπήρξε ως γνωστόν ο πρόδρομος του Δημοτικού μας Ωδείου.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com