Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
Με βάση τη σημερινή φωτογραφία, η οποία απεικονίζει ένα ισόγειο κατάστημα που βρισκόταν στην βορειοανατολική γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Παπαναστασίου, θα περιγράψουμε την πορεία και την χρήση του κεντρικού αυτού κτίσματος από την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881, μέχρι σήμερα. Η φωτογραφία προσδιορίζεται χρονολογικά περί το 1935 και είναι το Λαρισαίου φωτογράφου Παντελή Γκίνη. Ο φωτογράφος ανέβηκε σε εξώστη του δευτέρου ορόφου του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον», το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας και από εκεί αποτύπωσε τα κτίρια που υπήρχαν προπολεμικά στην βορειοδυτική πλευρά της Κεντρικής Πλατείας Θέμιδος (σήμερα Μιχ. Σάπκα).
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για το κτίριο που περιγράφουμε είναι του 1881 και προέρχεται από τον δημοσιογράφο Θρασύβουλο Μακρή, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν μαθητής. Αναφέρει ότι στη θέση αυτή κατά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Λάρισα υπήρχε ζαχαροπλαστείο που το λειτουργούσε κάποιος Ευθύμιος Σαρανταένας, ο οποίος είχε καταγωγή από τη Λαμία. Θα πρέπει να ήταν κάποιος τύπος της πόλεως, γιατί ήταν γνωστός στους κατοίκους από την μεγάλη γενειάδα που έτρεφε. Ο Μακρής τον περιγράφει ως «διαπρεπή γενειοφόρο» και μάλιστα αναφέρει ένα στιγμιότυπο που είχε με τον Τούρκο διοικητή της Λάρισας Χιντέτ πασά στις 31 Αυγούστου 1881. Καθώς ο Σαρανταένας, λόγω της επικείμενης εισόδου των ελληνικών στρατευμάτων, αναρτούσε μια τεράστια ελληνική σημαία στο κατάστημά του, εκείνη τη στιγμή περνούσε από το πεζοδρόμιο ο Χιντέτ πασάς και η σημαία τον περιτύλιξε ολόκληρο. Ο τελευταίος ενοχλήθηκε και είπε στον καταστηματάρχη: «Περίμενε μπρε τζάνουμ να φύγουμε και μετά κρεμάς όσες παντιέρες θέλεις»[1].
Στις αρχές του 20ου αιώνα στη γωνιά αυτή (συμβολή τότε των οδών Ακροπόλεως[2] και Αλεξάνδρας) υπήρχε ένα μικρό καφενεδάκι, στο οποίο συγκεντρώνονταν μετά τη δουλειά τους εκτός των άλλων οι πηγαδάδες και οι βοθροκαθαριστές της πόλεως. Τα δύο αυτά επαγγέλματα ευδοκιμούσαν στην παλιά Λάρισα, γιατί όπως είναι γνωστό, μέχρι το 1930 δεν υπήρχε δίκτυο υδρεύσεως και το μεν πόσιμο νερό το προμηθεύονταν από τον Πηνειό, ενώ τα πηγάδια λόγω της γειτνίασης με τους υπαίθριους οικιακούς βόθρους χρησίμευαν μόνον για τις ανάγκες καθαριότητας και ποτίσματος.
Όταν το καφενεδάκι αυτό έκλεισε, το κτίριο το αγόρασε ο Ισραηλίτης φαρμακοποιός Ματαλών και άνοιξε φαρμακείο. Αν και την παλιά εκείνη εποχή τα φαρμακεία ήταν λίγα, εν τούτοις δεν είχαν πολύ δουλειά, γιατί ο πολύς κόσμος προτιμούσε να εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους (τα «μαντζούνια») και όχι τα φάρμακα. Γι’ αυτό και Ματαλών εκτός από το φαρμακείο δημιούργησε για ένα διάστημα και μια μικρή βιομηχανία αεριούχων ποτών με πρωτόγονα μέσα.
Αργότερα ο Ματαλών μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και το φαρμακείο περιήλθε στην ιδιοκτησία του φαρμακοποιού ΝίκουΖησιάδη από τη Ραψάνη, ο οποίος ήταν αδελφός του δικηγόρου και επί σειρά ετών διατελέσαντος βουλευτού Τυρνάβου Βασίλη Ζησιάδη[3]. Η επιγραφή στο επάνω μέρος του κτιρίου είχε την επωνυμία «Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου και Σία», όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία. Πάνω από την επιγραφή αυτή, στο στηθαίο της στέγης, υπήρχε μια ακόμα επιγραφή με τη λέξη «Σαντράλ» και δύο σταυρούς εκατέρωθεν. Η χαρακτηριστική αυτή λέξη έδωσε την αφορμή στους Λαρισαίους να ονομάζουν το φαρμακείο ως «Σαντράλ» και μάλιστα μερικοί μετέφραζαν την ονομασία αυτή σαν «Κεντρικόν», δηλ. ότι ήταν το κεντρικότερο φαρμακείο της Λάρισας, ενώ είναι γνωστό ότι στην άλλη γωνία της πλατείας υπήρχε ένα άλλο μεγάλο φαρμακείο, του Αγαμέμνονα Αστεριάδη. Το «Σαντράλ» όμως ήταν διαφήμιση φαρμάκου της εποχής, γι’ αυτό και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία απουσιάζει η λέξη αυτή και έχουν παραμείνει μόνον οι σταυροί.
Ο Νικόλαος Ζησιάδης λειτούργησε το φαρμακείο το 1941. Στην κατοχή και εξ αιτίας του πολέμου και των σεισμών κατεστράφη και ο ιδιοκτήτης μετακόμισε στην Αθήνα όπου μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα πέθανε.
Στα πρώτα χρόνια της κατοχής και για μικρό διάστημα ο κατεστραμμένος χώρος του παλιού φαρμακείου επιδιορθώθηκε κάπως και στη θέση του αναπτύχθηκε μια μικρή παράγκα η οποία λειτούργησε σαν καφενεδάκι. Η μοίρα θέλησε να ξαναλειτουργήσει σαν καφενεδάκι, όπως ήταν και στις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά την απελευθέρωση και για πολλά χρόνια αυτός ο χώρος και δύο άλλα διπλανά κτίσματα που είχαν καταστραφεί έμειναν οικόπεδα, μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε δόθηκαν και τα τρία με αντιπαροχή για να υψωθεί στη θέση τους η πολυώροφη γωνιακή οικοδομή που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στη φωτογραφία διακρίνονται ακόμα, αριστερά το ξενοδοχείο «Όλυμπος», στο βάθος το προπολεμικό ρολόι της πόλεως και δεξιά ένα μέρος από το ξενοδοχείο «Στέμμα».
-------------------------------------
[1]. Μακρής Θρασύβουλος, Λαρισινές σελίδες. Σειρά δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Θεσσαλικά Νέα» κατά το 1947.
[2]. Στα 1935, ύστερα από την παλινόρθωση της μοναρχίας, η τότε δημοτική αρχή με δήμαρχο τονΣτέλιο Αστεριάδη, μετονόμασε την οδό Ακροπόλεως σε Βασιλίσσης Σοφίαςκαι μετά την μεταπολίτευση επί δημαρχίας Αριστείδη Λαμπρούλη μετονομάσθηκε σε Παπαναστασίου.
[3]. Ο Βασίλης Ζησιάδης ήταν σύγαμπρος με τον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα. Η γυναίκα του Ελπινίκη (Πιπίτσα) ήταν αδελφή της Ιουλίας Σάπκα και οι δυο τους κόρες του δημάρχου Αχιλλέα Λογιωτάτου.
nikapap@hotmail.com