--Θα συνεχίσουμε με τον ιστορικό Nicolai Gerbelius. Το βιβλίο του έχει τον τίτλο Descriptio Graeciae (Περιγραφή της Ελλάδος) και εκδόθηκε στη Βασιλεία το 1545. Δεν είναι περιηγητικό αφού ο συγγραφέας δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα, περιέχει όμως το παλαιότερο χαρακτικό της Κοιλάδας που μας είναι μέχρι σήμερα γνωστό και αναφέρει: «Ο τόπος αυτός έχει πολλά και χαριτωμένα θέλγητρα, τα οποία δεν είναι έργο της ανθρώπινης φιλοπονίας, αλλά της ίδιας της φύσης. Εδώ βλαστάνουν πολλά φυτά, τα οποία θάλλουν και πολλαπλασιάζονται με ευκολία… Σε όλα αυτά τα άλση υπάρχουν πολλά καλλίφωνα πουλιά που τέρπουν την ακοή των περαστικών. Ο Πηνειός διασχίζει αυτό το στενό ήρεμος. Οι επισκέπτες περνάνε αρκετή ώρα δίπλα στο ποτάμι και συχνά διασκεδάζουν, πανηγυρίζουν και εκτελούν τα ιερά τους καθήκοντα με ευλάβεια»[1]».
--Ο Ολλανδός Abraham Ortelius είναι περισσότερο γνωστός ως χαρτογράφος. Το 1590 φιλοτέχνησε ολόκληρη την Κοιλάδα με τον Όλυμπο και την Όσσα, βασισμένος στους μύθους της αρχαιότητας και το 1595 έγραψε ότι: «Στα Τέμπη η φύση σκόρπισε σπάταλα όλα της τα δώρα: μεγαλοπρεπείς ορεινούς όγκους, πλαγιές, γκρεμούς, ανάβρες γάργαρες και δροσερές, οι οποίες πιδακίζουν από τις βραχότρυπες, χλωρίδα πολυποίκιλη με αμέτρητες τις αποχρώσεις του πράσινου, δένδρα πανύψηλα και αιωνόβια και στο μέσον ένα ποτάμι μυθικό, που κυλάει τα θολά νερά του ήρεμα, αθόρυβα και ασταμάτητα».
-- Ο Γάλλος ιεράρχης Francois Fenelon (1651-1715), συγγραφέας του έργου «Αι τύχαι του Τηλεμάχου» το 1694, εκθειάζει τα Τέμπη και την Ελλάδα. Χωρίς να την έχει επισκεφθεί, εκφράζει την επιθυμία να πορευθεί προς την Κοιλάδα των Τεμπών, αναλαμβάνοντας μια ιερή αποστολή και έχοντας σαν όραμα την αναγέννηση της Ελλάδας από τα δεινά των Οθωμανών. Οιστρηλατημένος από την αρχαία ελληνική γραμματεία, ο υμνωδός του Τηλεμάχου καταλήγει: «Φεύγω για τα Τέμπη, πλημμυρισμένος από τον ιερό εκείνο ενθουσιασμό, όπου το όσιο και το βέβηλο συμπλέουν με τη χάρη. Αναχωρώ, σχεδόν πετάω! …Μπροστά μου ανοίγεται όλη η Ελλάδα».
--Ο αββάς Βαρθολομαίος (1716-1795) στο έργο του «Περιήγηση του Νέου Ανάχαρση στην Ελλάδα» του 1787, περιγράφει τη φυσική ομορφιά των Τεμπών με επιγραμματικό τρόπο: «Αλλού η τέχνη βιάζεται να μιμηθεί τη φύση, εδώ στα Τέμπη μπορεί κανείς να πει ότι ή φύση αγωνίζεται να μιμηθεί την τέχνη … την άνοιξη ολόκληρη η Κοιλάδα είναι πλημμυρισμένη από αγριολούλουδα και ομάδες αναρίθμητων πουλιών αποδίδουν θελκτικές μελωδίες».
--Οι Δημητριείς, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Δανιήλ Φιλιππίδης από τις Μηλιές του Πηλίου, στο βιβλίο τους «Νεωτερική Γεωγραφία» που εκδόθηκε το 1791 στη Βιέννη αναφέρουν: "Μεταξύ εις τον Κίσσαβο και εις τον Όλυμπο είναι τα Τέμπη όπου είναι οι εκβολές του Πηνειού, τόπος ωραιότατος το παλαιό και στολισμένος με δένδρα αειθαλή και δάση κατάσκια και νερά ψυχρότατα και υγιεινότατα. Τώρα ονομάζονται Μπαμπάς από ένα τουρκοχώρι όπου είναι αυτού[2]".
--Τον Φεβρουάριο του 1805 ο Αγγλος αρχαιολόγος Edward Dodwell (1767-1832) επισκέφθηκε τα Τέμπη, συνοδευόμενος από τον Ιταλό ζωγράφο Simone Pommardi. Καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο της Κοιλάδας, στη θέση "Γραμμένο άλας", διέκριναν ίχνη αρχαίου ρωμαϊκού δρόμου. Σε κάποιο σημείο ήταν χαραγμένη πάνω σε βράχο η ρωμαϊκή επιγραφή "Cassius Longinus Proconsul Tempe munivit" (=Ο ανθύπατος Κάσσιος Λογγίνος οχύρωσε τα Τέμπη"[3].
--Ο Πρώσος βαρόνος Otto von Stackelberg (1786-1837) επισκέφθηκε τα Τέμπη το 1811 και εντυπωσιασμένος από το τοπίο φιλοτέχνησε ορισμένες θαυμάσιες λιθογραφίες από τον Μπαμπά και την είσοδο των Τεμπών. Στις αναμνήσεις του αναφέρει: «Μια θεία δύναμη είχε χωρίσει τα δυο βουνά στην πιο μακρινή αρχαιότητα και ο γειτονικός λαός ερχόταν να προσφέρει θυσίες και να κάψει λιβάνι, τιμώντας τους θεούς και να τους ευχαριστήσει που έδωσαν πέρασμα στα νερά του Πηνειού. Τίποτα δεν είναι πιο γοητευτικό από αυτό το πλήθος των τοποθεσιών που ποικίλλουν, ανώτερες από όλες τις ανθρώπινες δημιουργίες, από όλους τους τεχνητούς κήπους … αν κοιτάξουμε τις όχθες του στην είσοδο του περάσματος θα δούμε εκεί την πιο θελκτική τοποθεσία που έχει ποτέ δημιουργήσει η φύση».
--Ο Ιωάννης Οικονόμος – Λογιώτατος ο Λαρισσαίος, το 1817 στην «Ιστορική Τοπογραφία της Τωρινής Θεσσαλίας» είναι λυρικότατος και μάλιστα σε γλώσσα δημώδη, όπως την ασπάσθηκε από τη γνωριμία του με τον Ιωάννη Βηλαρά στη Λάρισα, όπου ο τελευταίος βρισκόταν ως ιατρός του Βελή πασά, κατά το 1812-14: «Οι όχθοι του Πηνειού μέσα στην Κοιλάδα είναι στολισμένοι από διάφορα δενδρικά, και εις άλλα πολλά μέρη, αλλά πλειότερον εις το στενόν του Μπαμπά, όπου παλαιόθεν καταπρασινίζουν χειμώνα και καλοκαίρι από δάφνες, δια τούτο οι ποιηταί είχον πλάσει τον μύθον ότι η Δάφνη ήτον θυγατέρα αυτού του ποταμού, πως ο Απόλλων λαβαίνωντας εις αυτήν έρωτα, ηθέλησε με το στανιόν να την πιάσει, όθεν και αυτή επαρακάλεσε τον πατέρα της και την εμεταμόρφωσεν εις αυτό το δέντρον, οπού φυλάγει πάντοτε την παρθενίαν του».
--Ο γνωστός Γάλλος πρόξενος στην αυλή του Αλή πασά Francois Pouqueville (1770-1838) επισκέφθηκε περί το 1812 την περιοχή της Θεσσαλίας, έφθασε μέχρι τα Τέμπη, τα οποία είχε ταυτισμένα με την μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων και επηρεασμένος από το γεγονός αυτό έγραψε: «Στο άκουσμα του ονόματος της Κοιλάδας των Τεμπών στο νου μας συρρέει μια πληθώρα ευχάριστων αναμνήσεων από τη μυθολογία. Η δροσιά και τα γραφικά τοπία της ήταν τόσο ξακουστά, ώστε να την προβάλλουν οι ποιητές σαν ένα πρότυπο μαγευτικής κοιλάδας».
--Ο Αγγλος ιατρός Henry Holland (1788-1873) βρέθηκε στη Λάρισα στις 20 Νοεμβρίου 1812. Στις 25 του ίδιου μήνα ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη και στον δρόμο του σταμάτησε στα Τέμπη για να απολαύσει το μοναδικό φυσικό τοπίο της περιοχής. Σε κάποιο σημείο του οδοιπορικού του μας περιγράφει το ανατολικό άκρο της Κοιλάδας όπου βρισκόταν η μεγάλη γέφυρα του Πηνειού. Γράφει: «Αφήνοντας το φαράγγι των Τεμπών και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, περάσαμε στην αριστερή όχθη του ποταμού με ένα πορθμείο με άλογα, ένα υποκατάστατο της γέφυρας η οποία βρίσκεται μισό μίλι πιο κάτω, και που γκρεμίσθηκε πριν από δύο χρόνια από μια χειμωνιάτικη πλημμύρα»[4].
--Στις 3 Απριλίου 1819 ο Γάλλος ζωγράφος και φιλέλληνας Lois Dupre (1789-1837), καθώς βρισκόταν στον Τύρναβο στο παλάτι του Βελή πασά, αποφάσισε να επισκεφθεί τα θρυλικά Τέμπη. Στη λιτή περιγραφή του δεν δείχνει ενθουσιασμένος: «Η φαντασία μου την είχε εκ των προτέρων στολίσει με τα πιο όμορφα πράγματα. Αφού πρώτα περάσαμε έφιπποι μέσα από ένα δάσος με πλατάνια, σύντομα υποχρεωθήκαμε να περπατήσουμε ανάμεσα από τεράστια άγρια βράχια, με επιβλητική αλλά και τρομακτική εμφάνιση, που υψώνονταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Επρόκειτο πράγματι για την περιοχή την τόσο ξακουστή και τόσο αγαπημένη στους ποιητές! Είχαμε ήδη διατρέξει την κοιλάδα σε όλο της το μήκος και εγώ αναζητούσα ακόμα τη γοητεία της. Σκέφθηκα. Μήπως η φαντασία των αρχαίων πήγαινε πιο μακριά και από τη φύση; Ή μήπως αυτά τα μέρη είχαν χάσει τη γοητεία τους, καθώς είχαν υποστεί την ίδια τυραννία με τους ανθρώπους; Ό,τι και αν συνέβαινε, δεν αναγνώρισα εκεί καθόλου εκείνη την κοιλάδα, της οποίας τις απολαύσεις ήθελε να γευτεί ο Fenelon».
--Ο Αυστριακής καταγωγής Jacob Fallmerayer (1790-1861), γνωστός περισσότερο για τις θεωρίες του σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων, στο έργο του "Fragmente aus den Orient" είναι ποιητικότατος όταν περιγράφει τα Τέμπη: «Θαυμάσια είναι η αρμονία των νερών στο στενό, τα οποία πλούσια αναβλύζουν κάτω από τα πόδια του διαβάτη από τον παρακείμενο βράχο ή από τη ρίζα του πλάτανου και χύνονται προς τα κάτω στον Πηνειό καθαρά σαν διαμάντια και πολύ παγωμένα … Κάτασπρα σύννεφα κατρακυλούν από τις βουνοκορφές και ψηλά στο σκοτεινό χάσμα πλαταγίζει τα φτερά του με κρωξίματα ο ολυμπίσιος αετός. Μόνο δύο ή τρεις ώρες περνούν οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα το κομμάτι αυτό της κοιλάδας».
(Συνεχίζεται)
---------------------------------------------------------
[1]. Ρούσκας Ιωάννης, Ο Πηνειός της τέχνης, Αθήναι (2007) σελ.23-24.
[2]. Δανιήλ Φιλιππίδης-Γρηγόριος Κωνσταντάς. Γεωγραφία Νεωτερική. Περί της Ελλάδος, επιμ. Αικατερίνη Κουμαριανού, Αθήνα (1970) σελ.95.
[3]. Edward Dodwell. A Classical and Topographical Tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806. London (1819).
[4]. Από τον Holland λοιπόν έχουμε μια άμεση μαρτυρία για την καταστροφή του μεγάλου πετρογέφυρου του Πηνειού στην περιοχή του Ομολίου το 1810.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου