Η εξόδιος ακολουθία έγινε χωρίς επισημότητες στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Συκουρίου και ενταφιάσθηκε, όπως συνηθίζεται σε ιερωμένους, στην ανατολική πλευρά της αυλής του ναού, πίσω από το Ιερό. Στις 29 Μαΐου 1938, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, με πρωτοβουλία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ναού και με την οικονομική συνδρομή της Κοινότητος Συκουρίου, έγινε η μετακομιδή των οστών του Αμβροσίου από την ανατολική στη δυτική πλευρά του προαύλειου χώρου του ναού. Εκεί είχε στηθεί καλαίσθητο μαρμάρινο μνημείο, το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα, με την προτομή του. Στην τελετή χοροστάτησε ο μητροπολίτης Λαρίσης Δωρόθεος Κοτταράς (1935-1956), ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, με όλους τους ιερείς της περιοχής, παρουσία των αρχών της κωμόπολης. Με την ευκαιρία του γεγονότος αυτού ο δημοσιογράφος Θρασύβουλος Μακρής[2] δημοσίευσε την ημέρα εκείνη στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας εκτεταμένη βιογραφία του σπουδαίου ιεράρχη. Ο Μακρής συνδεόταν με τον ιεράρχη προσωπικά, γι' αυτό και το κείμενό του φωτίζει και κάποιες άγνωστες πτυχές της ζωής του Αμβροσίου που δεν περιέχονται στις δύο αυτοβιογραφίες του[3] και κυρίως εκτείνονται μέχρι τον θάνατό του. Επειδή η εντόπιση του κειμένου αυτού ήταν δύσκολη, καθώς έχουν καταστραφεί όλα τα προπολεμικά αρχεία της συγκεκριμένης εφημερίδας, κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευθεί η βιογραφία του ιεράρχη αυτούσια, με τον απαραίτητο βέβαια σχολιασμό. Γράφει λοιπόν ο Θρασ. Μακρής:
«Ο Αμβρόσιος Κασσάρας εγεννήθη εις την Κάλυμνον της Δωδεκανήσου την 6ην Δεκεμβρίου 1844, ημέραν της μνήμης του Αγίου Νικολάου, διό και κατά την βάπτισιν τω εδόθη το όνομα Νικόλαος[4]. Εκμαθών τα πρώτα γράμματα εν τη γενετείρα του και οργών προς παιδείαν, εστάλη υπό των γονέων του και άλλων ευπόρων συγγενών του εις Αθήνας, ένθα από του 1857 μέχρι του 1860 διήκουσε τα εγκύκλια μαθήματα, αριστεύων πάντοτε καθ’ όλα τα σχολικά έτη. Το 1863 συστάσει και δαπάναις ενός εκ πατρός θείου του εστάλη εις Κωνσταντινούπολιν, εισαχθείς εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, εξ ής απεφοίτησεν αριστεύσας και εν τη οποία συνεδέθη αδελφικώτατα μετά των συσπουδαστών του Γρηγορίου Δρακοπούλου (μετέπειτα μητροπολίτου Εφέσου ) και Φιλοθέου Κωνσταντινίδου (αργότερον μητροπολίτου Κυδωνιών).
Κατά το 1864 προεχειρίσθη ιεροδιάκονος υπό του μητροπολίτου Βελισσών Ανθίμου και το 1869 εξελθών της Σχολής κατήλθεν εις Κρήτην, τη προσκλήσει του αρχιερατεύοντος τότε εκείσε Μελετίου Καβάσιλα, όστις τω ανάθεσε την διεύθυνσιν του Ελληνικού Σχολείου Χανίων, μετά διετίαν[5] δε μετατεθείς ανέλαβε την θέσιν ιεροκήρυκος και ελληνοδιδασκάλου εις το Ηράκλειον όπου και προεχειρίσθη (την 11ην Οκτωβρίου 1871) εις αρχιμανδρίτην, δοθέντος αυτώ του ονόματος «Αμβρόσιος». Κατά την τελετήν της προχειρίσεώς του εξεφώνησε θαυμάσιον λόγον, συνελειτούργησαν δε κατά ταύτην πάντες οι θεοφιλέστατοι επίσκοποι της Μεγαλονήσου, της οποίας οι απελευθερωτικοί αγώνες μεγάλως επέδρασαν επί των πατριωτικών του αισθημάτων.
Την 3ην Μαρτίου 1874, Κυριακήν της Σταυροπροσκυνήσεως, κληθείς υπό του μητροπολίτου τότε Θεσσαλονίκης και βραδύτερον Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’ (όστις ως γνωστόν τόσον ηργάσθη δια την κατά το 1912 σύμπηξιν της Βαλκανικής Συμμαχίας, εξ ής προέκυψαν οι κατά το έτος τούτο και μετέπειτα περίλαμπροι βαλκανικοί πόλεμοι), ανέλαβε την Πρωτοσυγκελλίαν Θεσσαλονίκης, την 6ην δε Μαρτίου του 1875, Κυριακήν και πάλιν της Σταυροπροσκυνήσεως, εχειροτονήθη αρχιερεύς της Επισκοπής Ιερισσού[6], καταλαβών τον χηρεύοντα εν Χαλκιδική θρόνον. Την 1ην Μαρτίου του 1877, τη αιτήσει του μετετέθη εις την Επισκοπήν Πλαταμώνος (με έδραν τότε τα ονομαστά Αμπελάκια)[7], υπό το πρόσχημα μεν της εξασκήσεως των αρχιερατικών του καθηκόντων, πράγματι όμως δια εθνικούς σκοπούς. Προητοιμάζετο τότε η δευτέρα εν Θεσσαλία επανάστασις και όταν αύτη εξερράγη[8] και εγενικεύθη εις τον Θεσσαλικόν κάμπον, υπό την γενικήν αρχηγίαν του λοχαγού του πυροβολικού τότε και μετέπειτα βουλευτού Λαρίσης Κωνστ. Ισχομάχου, ο Αμβρόσιος καταρτίσας ανταρτικόν σώμα και τεθείς επί κεφαλής τούτου, έδρασε σπουδαίως μετά των άλλων οπλαρχηγών της βορειοανατολικής Θεσσαλίας, τραυματισθείς μάλιστα σοβαρώς κατά τινα παρά την Ραψάνην μάχην και συνδέσας τοιουτοτρόπως το όνομά του με τας εθνικάς παραδόσεις στενώτατα.
Μετά την απελευθέρωσιν της Θεσσαλίας (1881) και την αποτυχίαν του κυρίως ελευθερωτού αυτής Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου κατά τας βουλευτικάς εκλογάς του αυτού έτους, και όταν την διακυβέρνησιν της χώρας ανέλαβεν ο μεγαλόνους Χαρίλαος Τρικούπης, ο Αμβρόσιος κληθείς υπ’ αυτού εις Αθήνας, ανέλαβε την διεύθυνσιν της εκεί Ριζαρείου Ιερατικής Σχολής, εξ ής απεχώρησε παραιτηθείς μετά διετίαν[9] και επανελθών εις την εν Αμπελακίοις έδραν του.
Μετά τον θάνατον του Μητροπολίτου Λαρίσης και ΦαναριοΦαρσάλων Νεοφύτου Πετρίδου τον Σεπτέμβριον του 1896, ο Αμβρόσιος ανήλθεν εις τον θρόνον τούτου[10] ως Μητροπολίτης Λαρίσης, ΦαναριοΦαρσάλων και Πλαταμώνος, των κατοίκων της Θεσσαλικής μητροπόλεως ενθουσιοδέστατα υποδεχθέντων αυτόν περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 1900».
(Συνεχίζεται)
--------------------------------
[1]. Η κατοικία αυτή είχε κτισθεί με δαπάνες του Αμβροσίου το 1907 και διατηρείται μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στη συνοικία Καλλιθέα (παλαιότερα Τζουμά), και ήταν γνωστή στους κατοίκους του Συκουρίου ως «Δεσποτικό». Στην τριγωνική μετώπη της στέγης στην πρόσοψη της κατοικίας, υπάρχει εντοιχισμένο λιθανάγλυφο με τη χρονολογία ανεγέρσεως, 1907, και τα αρχικά Λ. Α., δηλ. Λαρίσης Αμβρόσιος.
[2]. Ο Θρασύβουλος Μακρής (1874-1952) ήταν ένας χαρισματικός δημοσιογράφος. Το όνομά του είναι ταυτισμένο με την εφημερίδα «Μικρά», της οποίας υπήρξε εκδότης και συντάκτης από το 1896 έως το 1922, με μεσοδιαστήματα διακοπών. Μετά το 1922 διατηρούσε βιβλιοχαρτοπωλείο και συγχρόνως αρθρογραφούσε σε διάφορες τοπικές εφημερίδες μέχρι λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του.
[3]. Η πρώτη αυτοβιογραφία του βρίσκεται στον ανέκδοτο χειρόγραφο "Κώδικα της Επισκοπής Πλαταμώνος", ο οποίος βρίσκεται στο Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο και είναι γραμμένος το 1877. Η δεύτερη βρίσκεται στην εισαγωγή του βιβλίου του "Η Επισκοπή και ο επίσκοπος Πλαταμώνος υπό του αυτού ιεράρχου", εν Αθήναις (1896) σελ. ι’- ιβ’.
[4]. Εδώ ο Θρ. Μακρής δεν είναι καλά πληροφορημένος. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Κασσάρας.
[5]. Στα Χανιά έμεινε ως ιεροδιάκονος και διδάσκαλος μόνον επτά μήνες. Το αναφέρει ο ίδιος ο Αμβρόσιος στις δύο αυτοβιογραφίες του.
[6]. Ο πλήρης τίτλος ήταν μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους και έδρα είχε τη Λιαρίγκοβη, τη σημερινή Αρναία της Χαλκιδικής.
[7]. Το 1877, έτος της μεταθέσεώς του, έδρα της επισκοπής Πλαταμώνος ήταν η Ραψάνη. Η έδρα της μεταφέρθηκε στα Αμπελάκια τον Σεπτέμβριο του 1879.
[8]. Η επανάσταση αυτή έγινε σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας το 1878 και ουσιαστικά υπήρξε ο προάγγελος της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας το 1881 στη μητέρα πατρίδα.
[9]. Στη Ριζάρειο Σχολή παρέμεινε ως διευθυντής για ένα έτος, τη σχολική περίοδο 1882-1883.
[10]. Στη Μητρόπολη Λαρίσης μετατέθηκε τον Ιανουάριο του 1900. Στο διάστημα Σεπτεμβρίου 1896 - Ιανουαρίου 1900, ο Αμβρόσιος πολύ συχνά χοροστατούσε προσκεκλημένος σε διάφορες εκδηλώσεις και πανηγύρεις στη Λάρισα.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com