Η λήψη έγινε από τα σκαλοπατάκια, με βόρειο προσανατολισμό. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι τα δέντρα κατά μήκος του δρόμου δεξιά και αριστερά είναι ακόμα πρόσφατα δενδροφυτευμένα και δεν έχουν φουντώσει, ο δε χώρος του Μεριά που οδηγούσε στο Στάδιο είναι γυμνός και στο βάθος διακρίνεται ο ψηλός τοίχος του Σταδίου και η κεντρική είσοδός του. Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια των χρόνων της κατοχής, μια περίοδος για τη Λάρισα στερήσεων και υποταγής στον κατακτητή, ολόκληρη η περιοχή του Αλκαζάρ είχε ερημώσει στην κυριολεξία. Μια ιταλική μονάδα στρατού είχε εγκατασταθεί στο προπολεμικό εξοχικό κέντρο. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1941-42 που ήταν πολύ βαρύς, οι στρατιώτες πριόνιζαν τα γύρω δένδρα για να τροφοδοτούν τις θερμάστρες του κέντρου με ξύλα. Από κοντά τους ακολούθησαν και πολλοί Λαρισαίοι, γιατί η ένδεια ήταν πολύ μεγάλη την περίοδο εκείνη. Έτσι όταν κάποτε ο πόλεμος τελείωσε, ολόκληρος σχεδόν ο χώρος του Αλκαζάρ είχε αποψιλωθεί.
Αριστερά στον κήπο η βλάστηση είναι χαμηλή, που σημαίνει ότι είναι πρόσφατη η κατασκευή του κήπου, ενώ δεξιά διακρίνεται το εξοχικό κέντρο "Αλκαζάρ". Την άνοιξη του 1947, έπειτα από σχετική δημοπρασία ο Δήμος παραχώρησε στον επιχειρηματία Μήτσο Βρεττόπουλο την εκμετάλλευση για 15 χρόνια του χώρου του προπολεμικού κέντρου «Αλκαζάρ», με σκοπό την κατασκευή ενός νέου κτιρίου στη θέση του παλαιού και τη δημιουργία εξοχικού κέντρου. Τα Κέντρο άρχισε τη λειτουργία του τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Από τη στέγη καταλαβαίνει κανείς ότι η κατασκευή του είναι πρόσφατη. Στα πεζοδρόμια του κεντρικού δρόμου ελάχιστα είναι τα άτομα τα οποία κάνουν τη βόλτα τους, φορώντας βαριά ρούχα. Πρέπει να είναι ο χειμώνας του 1947-48 που ο φωτογράφος αποτύπωσε το συγκεκριμένο τοπίο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι αυτή και μερικές άλλες φωτογραφίες, μού τις πρόσφερε την προηγούμενη Τετάρτη 9 Οκτωβρίου στο Δημοτικό Ωδείο κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου "Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Γ’", η καλή μου φίλη Άννα Σερέτη-Πράττου, την οποία και ευχαριστώ δημόσια.
Όπως θα διαπιστώσατε, η σημερινή εικόνα προέρχεται από φωτογραφία επιστολικού δελταρίου, εκδότης του οποίου είναι το ΦΩΤΟ-ΓΕΝ. Πίσω από το ΓΕΝ κρυβόταν ο καθηγητής Τεχνικών στο Β’ Γυμνάσιο της Λάρισας Μίμης Γεντέκος. Αμέσως μετά την εγκατάστασή του στη Λάρισα το 1945, άρχισε να εκδίδει επιστολικά δελτάρια με απόψεις της πόλης. Δεν είχαν αρίθμηση και δεν γνωρίζουμε πόσες συνολικά κυκλοφόρησαν. Πάντως έχω υπ’ όψιν μου περίπου δεκαπέντε, αλλά πιστεύω ότι θα είναι περισσότερες.
Ο Μίμης Γεντέκος γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα. Γονείς του ήταν ο Αθανάσιος με καταγωγή από το Λεοντάρι Αρκαδίας και η Ελένη από την Μακρινίτσα[1]. Όμως το επάγγελμα του πατέρα του (υπάλληλος των ΤΤΤ, δηλ. ταχυδρομικός), υποχρέωνε την οικογένεια να τον ακολουθεί στις μεταθέσεις του. Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στον Τύρναβο, όπου το 1921, σε ηλικία 16 ετών, πέφτοντας από δέντρο υπέστη σοβαρά κατάγματα στη λεκάνη και το δεξιό του πόδι. Οι παλιοί Λαρισαίοι θα θυμούνται την αναπηρία του και κυρίως το δεξιό παπούτσι, του οποίου η σόλα είχε ύψος πάνω από δέκα εκατοστά, για να εξισορροπεί το ύψος του αριστερού ποδιού. Σαν μαθητές θυμάμαι ότι είχαμε εντυπωσιασθεί αρνητικά από την αναπηρία του, η οποία ωστόσο δεν τον δυσκόλευε να κινείται μόνος του και με κάποια ευχέρεια. Το 1924 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λαρίσης και από το 1925 έως το 1935 φοίτησε αρχικά στο τμήμα Ιχνογραφίας της Σχολής Καλών Τεχνών και κατόπιν μεταπήδησε στο τμήμα γλυπτικής και ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Το 1935 διορίσθηκε καθηγητής Τεχνικών στην Αχιλλοπούλειο Εμπορική Σχολή Τσαγκαράδας, όπου παρέμεινε όλη τη διάρκεια της κατοχής, μέχρι το 1945.
Το 1945 διορίσθηκε καθηγητής Τεχνικών στο Β’ Γυμνάσιο Λαρίσης και παρέμεινε στην πόλη μας μέχρι το 1958. Κατά τη διάρκεια των 13 ετών παρουσίας του στη Λάρισα, ξεδίπλωσε όλες τις πτυχές του πολύπλευρου ταλέντου που διέθετε, πέρα από την απλή δημοσιοϋπαλληλική του παρουσία στο σχολείο. Το Γυμνάσιο του παραχώρησε έναν χώρο στη δυτική πλευρά του Σχολικού Γυμναστηρίου, ο οποίος βρισκόταν δίπλα από τα αποδυτήρια, την υπαίθρια δημοτική αποθήκη από αυτοκίνητα και μηχανήματα και κοντά στο περίεργο αρχιτεκτονικά πύργο του Λεωνίδα Μπέρτολη. Στον χώρο αυτόν ο Μίμης Γεντέκος δημιούργησε το καλλιτεχνικό του εργαστήριο γλυπτικής και ζωγραφικής, εξασφάλισε την κατοικία του και στέγασε το φωτογραφείο. Θυμάμαι ότι το 1950, καθώς το οικογενειακό μας σπίτι βρισκόταν εκεί κοντά, στην οδό Καραϊσκάκη, απαθανατίσθηκε στο φωτογραφείο του ολόκληρη η επταμελής οικογένειά μας. Όμως οι περισσότεροι πελάτες του ήταν στρατιώτες, οι οποίοι κατά την έξοδό τους στην πόλη περνούσαν αναγκαστικά έξω από το φωτογραφείο του και αρκετοί του ζητούσαν να φωτογραφηθούν σε εβδομαδιαίες φωτογραφίες, όπως ονομάζονταν τότε όσες γίνονταν σε στούντιο.
Επίσης ο εξωτερικός χώρος ήταν πολλές φορές κατειλημμένος από την εργασία του σε προπλάσματα από μεγάλες σε μέγεθος γλυπτές συνθέσεις. Κατασκεύαζε Ηρώα για διάφορες πόλεις, όπως επίσης προτομές και ανάγλυφα για συλλόγους και δήμους. Το πρόπλασμα ενός αγάλματος του Ρήγα Φεραίου, ύψους τριών περίπου μέτρων χωρίς τη βάση του, που για διάφορους λόγους δεν έγινε ποτέ, έστεκε πάντοτε έξω από τους χώρους του εργαστηρίου του. Μετά τη μετάθεσή του το 1958 στην Αθήνα το πρόπλασμα του Ρήγα διατηρήθηκε στην ίδια θέση, απλώς μετά την κατασκευή των σχολικών διδακτηρίων τοποθετήθηκε στη νοτιοανατολική γωνία του πρώην σχολικού γυμναστηρίου και καθώς έχει γίνει ο στόχος διαφόρων γκράφιτι, αλλοιώθηκε.
Το εργαστήριό του υπήρξε φυτώριο πολλών καλλιτεχνών οι οποίοι υπήρξαν μαθητές του στο σχολείο και συγχρόνως παρακολουθούσαν εξωσχολικά ιδιαίτερα μαθήματά του. Τις πρώτες γνώσεις γύρω από την τέχνη της γλυπτικής, της ζωγραφικής και της φωτογραφίας πήραν κοντά του ο γλύπτης Γ. Καλακαλάς και η Μάρα Καρέτσου, ο σκηνογράφος Γ. Ζιάκας, οι ζωγράφοι Χρήστος Μακρόπουλος, Νανά Τάχα, Χρ. Τζεζαϊρλίδης, ο αθλητής και ζωγράφος Δ. Μποντικούλης και πολλοί άλλοι.
Το 1958 μετατέθηκε στην Αθήνα και υπηρέτησε σε διάφορα σχολικά συγκροτήματα. Το 1971 πέθανε η γυναίκα του Ευτυχία και από τότε σύντροφός του στη ζωή μέχρι τον θάνατό του ήταν η Ανθία (Ανθούλα) Τσακίρη. Το 1985 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγριά, όπου μετέφερε και το εργαστήριό του. Πέθανε τον Αύγουστο του 1998 σε ηλικία 93 ετών.
-----------------------------------------
[1]. Στην αυτοβιογραφία του γράφει: "… δεδομένου ότι ο Τύρναβος ήτο η πατρίδα μου…". Βλέπε: Μπεχλιβάνος Χρήστος, Μίμης Γεντέκος, Αθήνα, (2005) σελ. 13. Καθώς έζησε τα μαθητικά του χρόνια στον Τύρναβο, φαίνεται ότι συνέδεσε την καταγωγή του με την πόλη αυτή.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com