Όταν το 1881 απελευθερώθηκε η Λάρισα, η ρυμοτομία της είχε φυσικά διατηρήσει τις οθωμανικές επιρροές της μακροχρόνιας κατοχής. Δρόμοι στενοί, σκολιοί, αδιέξοδα, χωρίς σχεδιασμό και συνοχή, πλακόστρωτοι οι κεντρικότεροι. Το επιβεβαιώνει το ρυμοτομικό σχέδιο του 1828 του Τούρκου Halazoglou και του 1880 που υπάρχει στο βιβλίο του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη. Από το 1882 οι τοπικές αρχές ήλθαν σε επικοινωνία με τις Δημόσιες Υπηρεσίες και άρχισε από κοινού να καταστρώνεται το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της Λάρισας. Στο προσωπικό μου αρχείο υπάρχει πολυσέλιδος φάκελος αλληλογραφίας μεταξύ της δημοτικής αρχής και του υπουργείου, καθώς και πολλές ενστάσεις των ενδιαφερομένων γύρω από τον καθορισμό του. Μέσα από τα έγγραφα αυτά μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πορεία του σχεδίου, που ελάχιστα διαφέρει από το σημερινό, τουλάχιστον όσον αφορά τον κεντρικό τομέα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι σημαντικό ρόλο στην ταχύτερη εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού σχεδίου αποτέλεσε και η μεγάλη πυρκαγιά πουε κδηλώθηκε το 1882 και κατέστρεψε την μεγάλη περιοχή του κέντρου της Λάρισας η οποία ονομαζόταν Ξυλοπάζαρο και αντιστοιχούσε περίπου στο τετράγωνο των σημερινών οδών Βενιζέλου-Ηφαίστου-Μανωλάκη-Κύπρου-Φιλελλήνων.
Η εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου άρχισε να εφαρμόζεται σταδιακά και στην υπόλοιπη περιοχή της πόλεως και είχε σαν σκοπό η πόλη να αποβάλλει την παλιά τουρκική φυσιογνωμία της. Είναι γνωστό ότι μετά την απελευθέρωση, η περιοχή της σημερινής κεντρικής πλατείας, εκτός από το μεγάλο και όμορφο τουρκικό Διοικητήριο που είχε κτισθεί το 1876 και στο οποίο η Ελληνική πολιτεία στέγασε το «Θέμιδος Μέλαθρον» (Δικαστήρια), είχε και πολλά άλλα κτίσματα, τα οποία σταδιακά κατεδαφίσθηκαν. Έτσι σε φωτογραφίες από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 παρατηρούμε ότι ολόκληρος ο χώρος της πλατείας είναι κενός και μόνον η βορειοδυτική γωνία της καταλαμβάνονταν από το κτίριο των Δικαστηρίων που υπήρχε ακόμη. Και μόνον το 1908 όταν κατεδαφίσθηκε ο σκελετός που είχε απομείνει από το πυρπολημένο τον Ιανουάριο του 1905 κτίριο, άνοιξε όλη η πλατεία και πήρε τη σημερινή μορφή της.
Στο σημερινό σημείωμα θα αναφέρουμε τον τρόπο με τον οποίο διανοίχθηκε και αποκαταστάθηκε η πορεία της σημερινής οδού Ρούσβελτ. Την περίοδο εκείνη και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο δρόμος αυτός λεγόταν Φαρσάλων. Ξεκινούσε από την Κύπρου και έφθανε μέχρι και την διασταύρωσή της με την Γρηγορίου Ε΄. Στο μέσον περίπου της απόστασης από το Στρατολογικό γραφείο μέχρι την οδό Μανδηλαρά υπήρχαν δύο παλιές τουρκικές κατοικίες, οι οποίες έκλειναν τον δρόμο και αποτελούσαν το μοναδικό εμπόδιο για να ολοκληρωθεί η διάνοιξή της. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι η πυρπόληση των δύο σπιτιών ήταν έργο μαθητών του Γυμνασίου. Ας παρακολουθήσουμε όμως την αφήγηση ενός εκ των παιδιών που έλαβε μέρος τότε στην επιχείρηση, του Νίκου Φίλιου[1], όπως την κατέγραψε ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός το 1973[2]:
«Μια μέρα που οι Τούρκοι γιόρταζαν το Ραμαζάνι, από τις μεγαλύτερες γιορτές των μουσουλμάνων, κάλεσε ο συμμαθητής μας Σωκράτης Γκολφινόπουλος[3]όλη την παρέα και μας ανέπτυξε ένα σχέδιο πως να τιμωρήσουμε τους Τούρκους για την μακραίωνη τυραννία του Γένους μας. Βέβαια η εκδίκηση θα ήταν χρονικά κάπως καθυστερημένη, όμως η δράση που θα αναλαμβάναμε ήμασταν σίγουροι ότι δεν θα είχε συνέπειες. Βρισκόμασταν στα 1896 και η τουρκική κατοχή είχε τερματισθεί πριν από δεκαπέντε χρόνια. Οι περισσότεροι όμως Τούρκοι έμειναν και μετά την απελευθέρωση της Λαρίσης και νέμονταν ανεμπόδιστα τα πλούτη τα οποία είχαν αποκτήσει από τις αρπαγές και τις καταπιέσεις των ραγιάδων. Αυτό δεν μπορούσαμε να το χωνέψουμε και γι’ αυτό ανταποκριθήκαμε πρόθυμα στην εφαρμογή του σχεδίου εκδηλώσεως που μας ανέπτυξε ο Σωκράτης. Όλοι τρέξαμε στα σπίτια μας και κλέψαμε από λίγο πετρέλαιο, τόσο όσο χρειάσθηκε για να γεμίσει ένας γκαζοτενεκές. Οικονομήσαμε και μερικά κουρέλια, τα βρέξαμε με πετρέλαιο και περιμέναμε να βραδιάσει. Όταν ο μουεζίνης άρχισε να καλεί τους Τούρκους να πορευθούν στο τζαμί να προσευχηθούν και τους είδαμε να βγαίνουν από τα σπίτια τους με τις χανούμισσες, κινηθήκαμε προς τον στόχο μας. Και στόχο αποτελούσαν δύο τουρκόσπιτα που παρεμβάλλονταν και έκλειναν την οδό Φαρσάλων (νυν Ρούσβελτ) στο ύψος που βρίσκεται σήμερα (1973) η ανεγειρόμενη πολυκατοικία Κυριάκου και Κυλικά. Το μισοσκόταδο που επικρατούσε, μας προστάτευε κατά την είσοδο στην αυλή του πρώτου σπιτιού. Πηδήσαμε εύκολα τον χαμηλό μαντρότοιχο και προχωρήσαμε στο βάθος, όπου σπάσαμε τα τζάμια ενός χαμηλού παράθυρου και ρίξαμε μέσα το πετρέλαιο. Και τα δύο σπίτια ήταν από τσατμάδες (ξυλόπηκτα) και όταν ρίξαμε ένα σπίρτο στο πάτωμα πήρε και άναψε αμέσως. Βάλαμε φωτιά και στα κουρέλια και τα ρίξαμε στο μπαλκόνι του άλλου σπιτιού που βρισκόταν δίπλα.
Όταν βεβαιωθήκαμε ότι πετύχαμε τον σκοπό μας, πηδήσαμε την μάντρα και ανεβήκαμε στο Φρούριο για να απολαύσουμε απ’ εκεί, σαν άλλοι Νέρωνες, το απίθανο επίτευγμά μας. Πράγματι όταν φθάσαμε εκεί και ανεβήκαμε στη σωζόμενη τουρκική αγορά (Μπεζεστένι), πύρινες γλώσσες υψώνονταν και καταύγαζαν τον σκοτεινό ορίζοντα. Ενθουσιασμένοι φωνάξαμε «Ζήτω η Ελλάς». Λίγη ώρα μετά που κατηφορίζαμε από το Φρούριο ακούγαμε τους τουρκαλάδες που έτρεχαν λαχανιασμένοι να φωνάζουν: Γιανκίνβαρ (πυρκαϊά)!
Ταυτόχρονα κινητοποιήθηκαν οι Δημοτικοί Κλητήρες ( έτσι λέγονταν τότε οι Αστυνομικοί) και πολύς κόσμος. Πυροσβεστική υπηρεσία όμως δεν υπήρχε και οι «Σακατζήδες» που επιστρατεύθηκαν και κουβαλούσαν νερό με τα τουλούμια από τον Πηνειό, δεν στάθηκαν ικανοί να καταστείλουν την φωτιά. Πριν περάσουν δύο ώρες, χάρις και στο αεράκι που φυσούσε, και τα δύο τουρκόσπιτα έγιναν στάχτη. Οι Τούρκοι υποπτεύθηκαν εμπρησμό και διαμαρτυρήθηκαν στον Νομάρχη, αλλά οι ανακρίσεις που έγιναν δεν απέδειξαν τίποτε. Δόθηκε στους ιδιοκτήτες μια χρηματική αποζημίωση και μετακόμισαν στην Ελασσόνα. Έτσι και ο Δήμος μπόρεσε να ανοίξει τον δρόμο.
Όταν ύστερα από πολλά χρόνια αποκαλύψαμε ότι η πυρκαϊά αποτελούσε άθλο του Γκολφινόπουλου, δεν βρέθηκε άνθρωπος να τον μεμφθεί και όλοι έλεγαν:
--Χαρά στα χέρια του! Χαρά στα χέρια του!
Έναν χρόνο μετά, στον άτυχο πόλεμο του 1897, φοβηθήκαμε ότι οι Τούρκοι θα προέβαιναν σε αντεκδικήσεις, γι’ αυτό και δεν περιμέναμε να δούμε την έκβασή του. Έγκαιρα με τις οικογένειές μας κατεβήκαμε στον Βόλο και όταν μάθαμε ότι οι Τούρκοι προήλαυναν, μπήκαμε σε ένα καράβι και βγήκαμε στη Χαλκίδα».
Θα προσέξατε βέβαια ότι στο μικρό αυτό κείμενο αναφέρθηκαν τρεις πυρκαγιές. Στο Ξυλοπάζαρο το 1882, στη οδό Φαρσάλων το 1896 και στα Δικαστήρια το 1905. Λέτε να ήταν και οι τρεις εκούσιοι εμπρησμοί;
[1]. Ο Νικόλαος Φίλιος (1876-1959) ήταν ιατρός, τραπεζικός και πολιτευτής και αποτέλεσε μια πολυσήμαντη προσωπικότητα της Λάρισας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1876 και το 1881, σε ηλικία πέντε ετών, εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στη Λάρισα. Σπούδασε στη Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εξάσκησε την ιατρική στην πόλη μας. Τον Απρίλιο του 1909νυμφεύθηκετην Ματθίλδη Ν. Παπαγεωργίου από τη Χαλκίδα, ανεψιά του Γεωργίου Δεσύπρη, διευθυντού του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης στη Λάρισα. Συγχρόνως ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχθηκε από το 1907 μέχρι το 1923 τρεις φορές δημοτικός σύμβουλος, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου. Επίσης εκλέχθηκε δύο φορές βουλευτής,το 1915 και το 1920. Παράλληλα διετέλεσε διευθυντής του τοπικού υποκαταστήματος της Τράπεζας Θεσσαλίας, ενώ το 1923 διορίσθηκε διευθυντής του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας. Το 1928 εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της νεοσύστατης Εταιρείας Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης (ΕΥΗΛ), όπου παρέμεινε μέχρι το 1940. Πέθανε το 1959. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α΄ Δημοτικό νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1993), Θεσσαλονίκη (2013) σελ. 105.
[2]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Το πορτραίτο ενός παλιού τύπου, εφ. Λάρισα, φύλλο της 31ης Δεκεμβρίου 1973
[3]. Ο Σωκράτης Γκολφινόπουλος καταγόταν από καλή οικογένεια και είχε μεγάλη μόρφωση. Γεννήθηκε στην Πάτρα και βρέφος ήλθε οικογενειακώς το 1883 στη Λάρισα, όταν ο πατέρας του είχε τοποθετηθεί πρόεδρος στο νεοσύστατο Εφετείο. Εδώ γεννήθηκε και μία αδελφή του, η οποία όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε και έζησε στην Αθήνα. Ο Σωκράτης όμως έμεινε στη Λάρισα, ήταν ένας τύπος μποέμ, έμεινε άγαμος και αξιοποίησε το σατυρικό του τάλαντο εκδίδοντας την εφημερίδα «Σατυρική», της οποίας το μέγεθος δεν ήταν μεγαλύτερο από την «Μικρά».
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com