Επειδή τα μεταφορικά μέσα της εποχής ήταν πρωτόγονα (ζώα, σούστες, κάρα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις άμαξες) και οι δρόμοι δύσκολα προσπελάσιμοι, η μεγάλη χρονική διάρκεια των ταξιδιών τούς υποχρέωνε να κάνουν πολλές στάσεις. Αυτές γίνονταν στα διάφορα καραβάνσαράια[1], τα οποία βρίσκονταν διάσπαρτα κυρίως στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους. Όμως ο κύριος όγκος των σταθμών ανάπαυσης των ταξιδιωτών βρίσκονταν στις πόλεις και ήταν τα ονομαζόμενα χάνια. Η επίσημη ονομασία τους ήταν πανδοχεία, αν και μερικοί διαχωρίζουν τις δύο αυτές έννοιες.
Τα χάνια της Λάρισας τα συναντάμε από τους χρόνους της τουρκοκρατίας και σκοπός τους ήταν να παρέχουν κατάλυμα στους μετακινούμενους με διάφορα μέσα ταξιδιώτες. Βρίσκονταν συνήθως στις εισόδους της Λάρισας, εκεί όπου κατέληγαν οι κύριες οδικές αρτηρίες. Όσοι έρχονταν από Τύρναβο, Ελασσόνα και Μακεδονία κατευθύνονταν στα χάνια που υπήρχαν στην περιοχή Τσούγκαρι, στην αρχή της σημερινής οδού Βενιζέλου. Όσοι έρχονταν από Τρίκαλα, Ήπειρο κατέλυαν στα χάνια στην οδό Κενταύρων, γύρω από τη σημερινή πλατεία Τάκη Γαργαλιάνου. Αρκετά χάνια υπήρχαν και στην περιοχή της οδού Δήμητρας, τα οποία λειτουργούσαν μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες. Εκεί εύρισκαν κυρίως στέγη όσοι προέρχονταν από τις περιοχές Στομίου, Αγιάς, Βόλου, Φαρσάλων, Καρδίτσας.
Τα χάνια ήταν συνήθως μεγάλα διώροφα κτίσματα, στα οποία οι ταξιδιώτες φιλοξενούνταν ομαδικά σε μεγάλους θαλάμους, χωρίς καμία άλλη διευκόλυνση, καθώς τα είδη κλινοστρωμνής και πολλά άλλα απαραίτητα προσωπικά αντικείμενα τα μετέφεραν οι ίδιοι μαζί τους. Τα υπνοδωμάτια (οντάδες) βρίσκονταν στον επάνω όροφο, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν αναπτυγμένοι οι βοηθητικοί χώροι των πανδοχείων (αποθήκες, μαγειρεία, στάβλοι, κ.λπ.). Οι ιδιοκτήτες τους φρόντιζαν επίσης για την τροφή των ζώων[2] και για τη στάθμευση των οχημάτων. Όταν τα χάνια είχαν άνεση χώρου και μεγάλη αυλή, στέγαζαν ζώα και οχήματα σε διαφορετικά κτίσματα. Όλοι αυτοί οι χώροι αποκλείονταν τις νυκτερινές ώρες με μια βαριά πόρτα, η οποία κλείδωνε από το εσωτερικό τους και παρείχε ασφάλεια στους πελάτες και τα ζωντανά τους. Τα χάνια δεν έφεραν εμπορικά ονόματα, αλλά ήταν γνωστά στον κόσμο από το όνομα του ιδιοκτήτη, λ.χ. χάνι του Μπεκιάρη, χάνι του Αλεβίζου, κ.ο.κ. Μερικά προσδιορίζονταν και από την περιοχή από την οποία προέρχονταν οι πελάτες του. Το χάνι των αδελφών Σαχίνη ονομαζόταν και "Χάνι των Ηπειρομακεδόνων" γιατί το προτιμούσαν οι ερχόμενοι από τη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Σε κάποιες περιπτώσεις τα χάνια τα χρησιμοποιούσαν σαν προσωρινές κατοικίες ορισμένοι τεχνικοί, έμποροι ή εργάτες όταν προέβλεπαν ότι η παραμονή τους στη Λάρισα θα ήταν μακροχρόνια. Τα χρησιμοποιούσαν δηλαδή ως ξενοδοχεία ύπνου και φαγητού στις εποχές που είτε δεν υπήρχαν ξενοδοχεία ή ήταν λίγα και οι τιμές τους ήταν απρόσιτες.
Τα χάνια προσέφεραν και άλλες υπηρεσίες. Δημιουργούσαν μικρές αγορές με διάφορα προϊόντα, τα οποία ήταν απαραίτητα στους ταξιδιώτες να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Διέθεταν παντοπωλεία παντός είδους, όπως υφάσματα, ψιλικά, αποικιακά είδη, μέχρι και σιδηρικά και ξυλεία. Αν επρόκειτο για αγρότες της Θεσσαλίας, αυτοί προσπαθούσαν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και με τα έσοδα να εφοδιαστούν με άλλα προϊόντα απαραίτητα για την οικιακή τους οικονομία. Επιπλέον τα περισσότερα προσέφεραν στους πελάτες τους εκτός από τον ύπνο και φαγητό, με τη συνοδεία κρασιού. Έτσι τα καταστήματα αυτά ικανοποιούσαν όλες τις ανάγκες των ταξιδιωτών.
Επειδή οι ταξιδιωτικές άμαξες που εκτελούσαν τις συγκοινωνίες μεταξύ των πόλεων διανυκτέρευαν στα χάνια, ο κάθε υποψήφιος Λαρισαίος που ήθελε να ταξιδεύσει θεωρούσε τους ιδιοκτήτες του καταστήματος σαν πράκτορες ταξιδιωτικών γραφείων και έκλιναν θέσεις σε προορισμούς που τους ενδιέφεραν.
Με λίγα λόγια, τα χάνια της Λάρισας, ιδιαίτερα τα μεγάλα, ήταν αυτοτελείς μονάδες εξυπηρέτησης των ταξιδιωτών σε τομείς εμπορίου, διαμονής, σίτισης, προμηθειών, μετακινήσεων, κ.λπ., γι' αυτό και ήταν χώροι γνωστοί και πολυσύχναστοι. Από τα πολλά χάνια που υπήρχαν κατά καιρούς στη Λάρισα[3] θα αναφέρουμε ενδεικτικά δύο πολύ γνωστά και ιστορικά, τα ονόματα των οποίων παραμένουν γνωστά σε πολλούς ακόμα και σήμερα.
Το ένα ήταν το χάνι των αδελφών Σαχίνη. Βρισκόταν στην περιοχή Τσούγκαρι, στην οποία συναντούμε τα περισσότερα απ' όσα λειτούργησαν τα παλιά χρόνια στη Λάρισα. Ήταν κτισμένο στις νότιες υπώρειες του Λόφου της αρχαίας ακρόπολης, στο ύψος του παλιού Αγ. Αχιλλίου και του αρχοντικού του Ιωάννη Βελλίδη. Κατασκευαστές του ήταν οι αδελφοί Ξενοφών και Δημήτριος Σαχίνης από τη Σιάτιστα. Το έκτισαν μεγάλο, ισχυρό και ήταν εντυπωσιακό όταν το αντίκριζε κανείς από τη μικρή πλατειούλα πριν από την είσοδο της γέφυρας, γιατί έδειχνε τριώροφο λόγω της επικλινούς θέσεώς του. Το 1905, μετά την απομάκρυνση των φυλακών από το κέντρο της Λάρισας[4], η πολιτεία για να στεγάσει τους φυλακισμένους επέλεξε το χάνι των αδελφών Σαχίνη. Ήταν μεγάλο και ισχυρό κτίριο και με ορισμένες βελτιώσεις και προσθήκες έγινε και ασφαλές. Ο κάτω όροφος ήταν υγρός και σκοτεινός και σ’ αυτόν εγκλείσθηκαν οι βαρυποινίτες, ενώ στον επάνω όροφο διέμεναν στριμωγμένοι οι υπόλοιποι φυλακισμένοι. Στη βορεινή πλευρά του κτιρίου υπήρχε μια μικρή αυλή, στην οποία συνωστίζονταν όλοι οι κρατούμενοι για τον καθημερινό περίπατο έξω από τα κελιά τους. Μετά απ' αυτό οι αδελφοί Σαχίνη μετακόμισαν το χάνι τους ανατολικότερα από το παλιό, επί της οδού Πολυκάρπου.
Το δεύτερο ήταν το χάνι του Κωνσταντίνου Γενησεβδά από το Λιβάδι Ελασσόνας. Βρισκόταν στη γωνία των οδών Γαριβάλδη και Δήμητρας, στις ανατολικές υπώρειες του Λόφου και εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την περιοχή του Τσάγεζι (Στόμιο), της Αγιάς και του Βόλου. Λόγω καταγωγής, ήταν μυημένος στον Μακεδονικό αγώνα, μέλος του Μακεδονικού Συλλόγου Λαρίσης και επιστήθιος φίλος του προέδρου του συλλόγου Μιχαήλ Σάπκα. Ο Γενησεβδάς με τον τρόπο του βοήθησε στον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Στο χάνι του ο Παύλος Μελάς είχε συναντήσεις με διάφορους Μακεδόνες της Λάρισας, μεταμφιεσμένος από τον Σάπκα ως ζωέμπορος με το όνομα στο διαβατήριό του Παύλος Δέδες[5]. Επίσης στους χώρους του πανδοχείου του έκρυβε με επιμέλεια αγωνιστές και οπλισμό. Μέσω Τσάγεζι προωθούσε άνδρες και όπλα διά θαλάσσης στη Μακεδονία.
Όμως με τα χρόνια τα χάνια άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους. Η μηχανοκίνητη πλέον μετακίνηση και η βελτίωση των οδικών αρτηριών μείωσαν αισθητά την πελατεία τους, η βιωσιμότητά τους έγινε προβληματική και από τα πολλά χάνια της παλιάς Λάρισας παραμένουν σήμερα μόνον οι αναμνήσεις σε όσους έχουν την ευτυχία να ζουν και να τα θυμούνται[6]..
-------------------------------------------
[1]. Η λέξη καραβάνσαράι δηλώνει σταθμό ανάπαυσης καραβανιών. Ήταν μεγάλα σε μέγεθος κτίρια, τα οποία συνήθως συναντούσε κανείς κατά μήκος πολυσύχναστων εμπορικών δρόμων και χρησίμευαν ως καταλύματα ταξιδιωτών και ζώων. Τέτοια συγκροτήματα υπήρχαν και μέσα σε πόλεις, όπως το γνωστό Καραβανσαράι της Θεσσαλονίκης, το οποίο τελικά άλλαξε χρήση και μέχρι πριν λίγες δεκαετίες στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης.
[2]. Χαρακτηριστική είναι μια αναγγελία, η οποία εντοπίσθηκε στην εφημερίδα "Μικρά" της πόλης μας το 1910: "Ειδοποιούνται οι χωρικοί οι φέροντες ζώα εν τω Πανδοχείω Βασ. Καραγιαννοπούλου, να έχωσιν το απαιτούμενον άχυρον, χόρτον κ.λπ., διότι ένεκα της καταστάσεως αποκλεισμού, η προμήθεια τούτων υπό της Διευθύνσεως είναι αδύνατος".
[3]. Βλέπε: Ζιαζιάς Γιώργος, Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950), Λάρισα (1994) σελ. 67-73. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος Γρηγορίου, ο οποίος από χρόνια αναδιφά με επιτυχία τις παλιές εφημερίδες της Λάρισας και τα διάφορα ιστορικά αρχεία που έχουν διασωθεί, επεξεργάζεται από καιρό το θέμα "Χάνια και παλιά Ξενοδοχεία της Λάρισας" το οποίο ευρίσκεται υπό έκδοση.
[4]. Οι ποινικές φυλακές ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Λέσχη Αξιωματικών φρουράς Λαρίσης.
[5]. Το κρυφό ονοματεπώνυμο του Παύλου Μελά, με το οποίο έμεινε γνωστός στην ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα ήταν Μίκης Ζέζας. Προήλθε από τα μικρά ονόματα των παιδιών του. Μίκη αποκαλούσαν τον γιο του και Ζέζα την κόρη του. Το επίσημο όνομα που ήταν γραμμένο στο διαβατήριο και με το οποίο κυκλοφορούσε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία ήταν Παύλος Δέδες.
[6]. Βλέπε: Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τομ. Β΄, Κατερίνη (2007) σελ. 496.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου