Τις φωτογραφίες του από διάφορα τοπία τις επικολλούσε συνήθως σε μικρές δίπτυχες κάρτες, τις οποίες κυκλοφορούσε στο εμπόριο. Η συγκεκριμένη απεικόνιση αποτυπώνει ένα μέρος της περιοχής του Αλκαζάρ όπως ήταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ένας αδιαμόρφωτος χώρος πρασίνου γεμίζει την εικόνα, με δένδρα φυτεμένα πρόσφατα[2] και χορτάρι απεριποίητο.
Στο βάθος διακρίνονται οι εγκαταστάσεις του κέντρου "Αλκαζάρ". Την άνοιξη του 1947 έπειτα από σχετική δημοπρασία, ο Δήμος παραχώρησε στον επιχειρηματία Μήτσο Βρεττόπουλο για 15 χρόνια την εκμετάλλευση του χώρου που καταλάμβανε το ομώνυμο προπολεμικό κέντρο. Η προοπτική ήταν να κατασκευασθεί ένα νέο εξοχικό κέντρο και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, για να αξιοποιηθεί η όμορφη αυτή περιοχή της Λάρισας. Συγχρόνως αναλάμβανε και την υποχρέωση, με δικά του έξοδα, να εξωραΐσει τον περιβάλλοντα χώρο. Σε λίγους μήνες ο Βρεττόπουλος μετέβαλλε τον χέρσο τόπο που είχε διαμορφώσει η κατοχική εγκατάλειψη, σε μια πραγματική όαση ομορφιάς. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, τις ημέρες της ετήσιας εμποροζωοπανήγυρης, το νέο κέντρο «Αλκαζάρ» υπό τη διεύθυνση του έμπειρου Μήτσου Βρεττόπουλου υποδέχθηκε τους πρώτους θαμώνες.
Όπως μπορεί να φανεί και από τη δημοσιευόμενη φωτογραφία, το νέο κέντρο "Αλκαζάρ" αρχιτεκτονικά ήταν μια ευρύχωρη και υπερυψωμένη κατασκευή από ενισχυμένο ξύλο, με μεγάλα ανοίγματα, τα οποία από τη μια διέχεαν το φως της ημέρας στο εσωτερικό του κτιρίου και από την άλλη έδιναν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να θαυμάσει τη εξωτερική φυσική ομορφιά του κήπου και των δένδρων. Η σκεπή ήταν τετράριχτη, επικαλυμμένη με κεραμίδια. Συνεχόμενα με το κυρίως κτίριο και προς τα ανατολικά είχαν κατασκευασθεί οι βοηθητικοί χώροι του κέντρου (μαγειρεία, αποθήκες, χώροι υγιεινής, κλπ.). Στον περιβάλλοντα χώρο είχε προστεθεί για τους θερινούς μήνες πίστα χορού με σιντριβάνι και υπερυψωμένη σκηνή για την ορχήστρα και αναπτύσσονταν τραπεζοκαθίσματα.
Δεξιά διακρίνεται το παλιό Ηρώο της Λάρισας. Στην ουσία είναι μια μαρμάρινη ανάγλυφη αναθηματική στήλη, η οποία είχε ανεγερθεί με πρωτοβουλία του Υπουργείου Στρατιωτικών για να τιμηθούν οι αξιωματικοί και στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το σχέδιο του μνημείου ήταν του ταγματάρχη Σπυρ. Κλαυδιανού[3] και τα αποκαλυπτήρια έγιναν με κάθε επισημότητα έπειτα από ενάμιση χρόνο, την άνοιξη του 1909. Η μαρμάρινη στήλη με τη βάση της φέρουν στην πρόσθια όψη δύο ανάγλυφα. Το σπουδαιότερο ανάγλυφο βρίσκεται στη βάση της στήλης και αναπαριστάνει πολεμικά όπλα, σημαίες και διάφορα άλλα στρατιωτικά σύμβολα. Στο επάνω τμήμα της στήλης και κάτω από ανάγλυφο σταυρό υπάρχει η μεγαλογράμματη επιγραφή: ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΠΛΙΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΤΟΥ 1897 ΑΦΙΕΡΟΥΣΙΝ ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ[4]. Η στήλη έφερε στην κορυφή της αρχαιοπρεπή περικεφαλαία, η οποία στη φωτογραφία απουσιάζει. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του μεγάλου σεισμού της 1ης Μαρτίου 1941 η περικεφαλαία αποκολλήθηκε, κατέπεσε και συνετρίβη. Όμως μετά το 1950, με πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής, τοποθετήθηκε νέα περικεφαλαία, καθώς το μνημείο αυτό αποτελούσε την περίοδο εκείνη το Ηρώο της Λάρισας, μέχρι την εποχή που κατασκευάσθηκε στο λόφο της ακρόπολης το σημερινό μεγαλοπρεπές Ηρώο. Στο κάτω μέρος της αναθηματικής στήλης ο γλύπτης ανέγραψε το όνομά του: Γ. ΞΕΝΑΚΗΣ ΕΠΟΙΕΙ[5].
Η μαρμάρινη στήλη είναι τοποθετημένη σε υπερυψωμένο τετράγωνο βάθρο, στις τέσσερες γωνίες του οποίου υπάρχουν μαρμάρινα κολονάκια τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με χαμηλό μεταλλικό κιγκλίδωμα σε όμορφο σύμπλεγμα. Η σημερινή κατάσταση του μνημείου φέρει εμφανέστατα σημεία φθοράς από τον χρόνο. Φαίνεται καθαρά ότι από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το νέο ηρώο στο Φρούριο, διακόπηκε το ενδιαφέρον για τη συντήρησή του.
---------------------------------------------------
[1]. Ο Νικόλαος Μούσιος γεννήθηκε το 1911. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Μούσιος από τον Βόλο και η Ευαγγελία Δαφνόπουλου, αδελφή του Γεράσιμου Δαφνόπουλου Λόγω του πρόωρου θανάτου του πατέρα του (1915), η οικογένεια μετακόμισε στη Λάρισα κοντά στην οικογένεια Δαφνόπουλου. Ο Νικόλαος Μούσιος σε ηλικία 18 ετών ταξίδεψε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας όπου ζούσε η θεία του Ελένη Δαφνοπούλου με τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, φωτογράφοι και οι δύο. Έμεινε κοντά τους εργαζόμενος στο φωτογραφείο τους για 2,5 χρόνια περίπου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Δημήτριο Αρετόπουλο το φωτογραφείο του Γεράσιμου Δαφνόπουλου μετά τον θάνατό του το 1935. Ο Νικόλαος Μούσιος ήταν ως επί το πλείστον φωτογράφος τοπίου. Πέθανε όπως και ο πατέρας του σε μικρή ηλικία το 1951.
[2]. Όλα τα δένδρα του άλσους Αλκαζάρ είχαν υλοτομηθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής και ιδίως τον βαρύ χειμώνα του 1942, από Ιταλούς και Έλληνες, για θέρμανση. Από το 1945, με πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής, είχε αρχίσει στο Αλκαζάρ εκτεταμένη δενδροφύτευση.
[3]. «Μετά χαράς επληροφορήθημεν ότι το Υπουργείον των Στρατιωτικών ενέκρινε το προ καιρού υπό του ταγματάρχου του μηχανικού κ. Σπυρ. Κλαυδιανού υποβληθέν εις αυτό σχεδιάγραμμα περί ανεγέρσεως μεγαλοπρεπούς μνημείου εις το Αλκαζάρ υπέρ των κατά το 1897 πεσόντων. Τα πρώτα υλικά εκομίσθησαν ήδη ενταύθα και ήρχισαν και αι προκαταρκτικαί τούτου εργασίαι», εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 15ης Δεκεμβρίου 1907.
[4]. Βλέπε: Τσιάρα Συραγώ, Η δημόσια γλυπτική στη Λάρισα και το Βόλο. Από το νεοκλασικισμό στον ακαδημαϊκό ρεαλισμό, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης με θέμα "Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα - 1920", Λάρισα (2005) σελ. 157.
[5]. Ο γλύπτης Γεώργιος Ξενάκης (1865-1911) γεννήθηκε στην Αθήνα και υπήρξε μαθητής του σπουδαίου γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, ο οποίος φιλοτέχνησε τα γλυπτά της Ακαδημίας Αθηνών. Μετά τις σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών δούλεψε μέχρι τον θάνατό του σε δικό του εργαστήριο.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου