"Κατά το έτος 1906 παρατηρείται μια οπωσδήποτε έντονη μουσική κίνηση. Ο διορισμός του Ιακώβου Μπέμ ως καθηγητού της Μουσικής εις το Αρσάκειο, η ίδρυση από τον ίδιο ιδιωτικού Ωδείου προς βορράν της τότε Στρατιωτικής Λέσχης (οικία Λασκαρίδου)[1], όπου διδάσκετο βιολί και πιάνο, η πρόσληψη του βιολιστού Νικολάου Φούντα στον Μουσικό Σύλλογο[2] για τη διδασκαλία των εγχόρδων οργάνων και η ίδρυση Μουσικής Σχολής για τη διδασκαλία της Βυζαντινής Μουσικής από τον Γεώργιο Γερόπουλο[3], είναι μουσικά γεγονότα που υπόσχονται πολλά.
Ιδιαίτερα πρέπει να σημειώσουμε την εξαιρετική συναυλία από τον μουσικοδιδάσκαλο Γεώργη Γεώργεβιτς υπέρ των Μακεδόνων προσφύγων, εις την οποία κατά τον χρονογράφο της εποχής: «Άνθη εύοσμα, άνθη δροσερά, ποικίλων αποχρώσεων εις θείαν εικόνων υπαμοιβήν, εις συλλογήν ανεκλαλήτου φαντασμαγορίας, ψυχαί αγναί με τον φωτοστέφανον των ουρανών, συνήλθον εις μουσικήν συμφωνίαν υπέρ των απηλπισμένων», καθώς και τη συναυλία στην αίθουσα του νεόδμητου μεγάρου Χατζημέτου[4], των Βολιωτών βιολιστών Στυλιανού και Γιάννη Κρασσά, με σύμπραξη των Θ. Ορεινού βιολοντσέλλο και Ρανιέρι Φοράνι πιάνο που εσημείωσαν πρωτοφανή επιτυχία.
Η συναυλία ιδίως των αδελφών Κρασσά, που ετίμησαν με την παρουσία των ο βασιλέας Κωνσταντίνος, τότε διάδοχος του θρόνου και ο πρίγκιπας Ανδρέας, ήταν από κάθε άποψη εξαιρετική, κατά δε τον χρονογράφο της εποχής «ένας συνδυασμός εξ’ εκείνων οίτινες διαφεύγουν τα όρια του αισθητού και μεταρσιούν τους ακροατάς εις το θέλγητρον της ποιήσεως. Διότι εκείνα που επαίχθησαν κατά την συναυλίαν δεν ήσαν πλέον μουσική, ήσαν ποίησις, όνειρον, μαγεία. Το πάνθεον των μεγάλων Μουσουργών, από του Μένδελσον μέχρι του Σαραζάντε και από του Σούμαν έως τον Πουτσίνι, παρήλασαν εκεί εις μίαν ενσάρκωσιν, την οποίαν ηννόησαν μόνον εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν τι είναι Μουσική[5]» .
Από το 1907 μέχρι το 1913 έχουμε μια μουσική κίνηση της πόλης, με τις διάφορες συναυλίες ερασιτεχνών και ξένων επαγγελματιών, χωρίς αξιόλογοι μουσικοί οργανισμοί να έχουν προστεθεί στον μοναδικό υπάρχοντα (πλην μίας Μανδολινάτας το 1911 με πρόεδρο τον διδάσκοντα την μουσική Παναγ. Ι. Βαρδακώστα, και της κατά την πολεμική περίοδο του 1912 Στρατιωτικής Μουσικής, η οποία απαρτιζόταν από 35 όργανα υπό αρχιμουσικό τον Κ. Παναγόπουλο) οργανισμό της Φιλαρμονικής, στην οποία αρχιμουσικοί μεταγενέστεροι διετέλεσαν ο Ερρίκος Ουρμπή από το 1909 ή 1910, ο Αθ. Ζαχαρόπουλος (που επί σειρά ετών διηύθυνε τη Μουσική Τρικάλων) από τον Αύγουστο του 1911, και ο Μιχ. Μάστορας από τον Νοέμβριο του 1911.
Κατά τα έτη αυτά παρατηρείται μια τάση για καλλιέργεια της Εκκλησιαστικής μουσικής, με την εισαγωγή του μαθήματος της Βυζαντινής Μουσικής το 1909 στο Λύκειο Αθ. Τσερέπη, με καθηγητή τον ιεροψάλτη Γ. Γερόπουλο και τη συγκρότηση κατά το 1910 χορωδίας από ερασιτέχνες υπό τον Κ. Χριστοδουλόπουλο στον Ναό του Αγ. Νικολάου όπου «οι ευτυχήσαντες να εκκλησιασθώσι», γράφει η Μικρά, «εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου ηδυνήθησαν να αισθανθώσι όλην την αισθητικήν εκείνην ευφροσύνην, όλον το ύψος και το μεγαλείον των ιερών μας ύμνων, αποδιδομένων δια γνησίας Βυζαντινής μουσικής, εναρμονισμένης πολυφωνικώς και εκδηλουμένης αψόγως υπό τε την έποψιν χρόνου, χρωματισμού και καλλιφωνίας». Δυστυχώς η έξοχη αυτή εκκλησιαστική χορωδία διαλύθηκε το 1912, εξαιτίας παράλογων αξιώσεων μελών της ως προς τον μισθό[6].
Από τις συναυλίες της περιόδου 1907-1911 σημειώνουμε την υπέρ των σεισμοπαθών Ηλείων το 1909, με τη συμμετοχή των Μαρίας και Αργυρούλας Α. Ιατρού, Μαρίκας Α. Γαρδίκη, Κ. Μητσάκη, Γ. και Θρ. Ιωαννίδη, Κ. Πιπινοπούλου, Π. Ιατρού, Τάκη Κλείτσα, Β. Βάη, Ν. Σαρρέα, υπό τη διεύθυνση του ερασιτέχνη μαέστρου Ν. Ιατρόπουλου, την υπέρ του Σκοπευτηρίου συναυλία το 1911, με τη σύμπραξη των Λίτσας Αθ. Ζαχαροπούλου, Βεατρίκης Ουριέμα, Ευρυδίκης Τρικκαλιώτου, Ευγενίας Ιουλ. Βιανέλλη, Μαλίτας Ουρέχτ, Αδόλφου Ουριέμα και Γεωργ. και Θρασ. Αγ. Ιωαννίδου, το ρεσιτάλ του οξύφωνου Χρ. Ξανθόπουλου το 1912, τη συναυλία της υψίφωνης Β. Κασέλλα και του οξύφωνου Λ. Πόντζη το 1912, το κοντσέρτο Μίχα το 1908 και 1912, την υπέρ των απόρων οικογενειών των πεσόντων στον πόλεμο του 1913 και την υπέρ του αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής Μιχ. Μάστορα συναυλία το 1913.
Αυτό που ειπώθηκε για την απόδοση της περιόδου 1907-1913 μπορεί να ειπωθεί και για την από του 1914 μέχρι το 1923 εποχή, των συνεπειών των πολέμων. Η λειτουργήσασα κατά την περίοδο αυτή Μανδολινάτα Νικ. Σαρρέα, μετατράπηκε το 1918 σε Ωδείο υπό τη διεύθυνση του ίδιου και κατόπιν υπό τη διεύθυνση του πατέρα του, Ιω. Σαρρέα και συνετέλεσε κατά πολύ στη διάδοση των λαϊκών οργάνων.
Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, το Γυμνάσιο, Αρσάκειο δίνουν από μια εμφάνιση επιτυχή, το μεν πρώτο στις 6 Ιουνίου του 1919 μουσικοθεατρική απογευματινή στην αίθουσα «Παράδεισος» υπέρ του σχολικού ταμείου, κατά την οποία εψάλλησαν τα χορικά της Αντιγόνης, κατά διδασκαλία του δασκάλου της Ωδικής Χρ. Κουρσούμη και εκτελέσθηκαν από τη Μανδολινάτα μέρη της Τραβιάτας, το δε Αρσάκειο επίσης μουσικοθεατρική συναυλία, με την Ηλέκτρα να υποδύεται η Ασημίνα Επιτρόπου, κατά διδασκαλία της Κικής Πιπινοπούλου και του μουσικοδιδασκάλου Χρ. Κουρσούμη.
Από τις κυριώτερες συναυλίες της περιόδου 1914-1923 σημειώνουμε τη συναυλία της βιολίστριας Μαριέττας Νικάκη το 1919, την υπέρ των ενδεών φυλακισμένων συναυλία του Πατριωτικού Ιδρύματος τον Δεκέμβριο του 1919, το ρεσιτάλ του οξύφωνου Κοφινιώτη τον Μάρτιο του 1920, τη συναυλία της υψίφωνης Άμποτ τον Μάιο του 1920 με τη συμμετοχή του βαρύτονου Σκομούτση, τη συναυλία της Στρατιωτικής Ορχήστρας Αθηνών υπό τον αρχιμουσικό Σωζόπουλο τον Οκτώβριο του 1920, την υπέρ των οικογενειών των επιστρατευθέντων εφέδρων Λάρισας τον Απρίλιο του 1921 με τη σύμπραξη των Ναδίνας Αγ. Σλήμαν[7], Λίνας Ιατρίδου, Κούρτοβικ, κυρίας Βελουδίου καθηγήτριας του Ωδείου Αθηνών, του Ν. Λυκούδη βιολί και του Βελουδίου πιάνο, τη συναυλία του Βοημού βιολίστα Ζοσέφ Χόλουμπ τον Οκτώβριο του 1921, τη συναυλία του καθηγητή του Ωδείου Θεσσαλονίκης Σλάβιν τον Απρίλιο του 1922 και την κατά τον Απρίλιο του 1922 μουσικοθεατρική εσπερίδα υπέρ των οικογενειών εφέδρων στο θέατρο Ασλάνη, με τη συμμετοχή των Σύλβιας Ιουλ. Βιανέλλη[8] πιάνο, Κώστα Ισμυρίδη βιολί, Ν. Ιατρόπουλου βιολί και Κράμερ πιάνο, κατά την οποία παίχθηκαν το μονόπρακτο δράμα «Πατρικό σπίτι» και «Ο βασιληάς της ρέγγας» κωμωδία.
Η Φιλαρμονική της πόλης πέρασε περιόδους νεκραναστάσεων, πότε διαλυόμενη και πότε ανασυγκροτούμενη. Από τον Μάρτιο του 1919 διευθύνεται από τον Νίκο Σαρρέα, για να διαλυθεί και επανασυσταθεί και πάλι υπό τη διεύθυνση του ίδιου τον Δεκέμβρη του 1920. Αφού αδράνησε αρκετό καιρό, ανασυστάθηκε και πάλι κατά τον Οκτώβρη του 1921 υπό αρχιμουσικό τον Σταυρόπουλο και κατόπιν υπέκυψε στο μοιραίο. Τα όργανά της, άλλα μεν εφθάρησαν στις υπόγειες αποθήκες της Δημαρχίας, άλλα δε δόθηκαν υπό τύπον προσωρινότητας εις την εδρεύουσα στην πόλη μας Στρατιωτική Μουσική του Β’ Σώματος Στρατού.
-------------------------------------------------
[1]. Η Στρατιωτική Λέσχη στεγαζόταν κατά την περίοδο εκείνη (1906) σε οίκημα στη γωνία των οδών Μουσών (Παπακυριαζή σήμερα) και Φαρσάλων (Ρούσβελτ). Η οικία Λασκαρίδου τοποθετείται περίπου στον χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το Ξενοδοχείο "Μετροπόλ".
[2]. Πρόκειται για το τμήμα που ανεξαρτητοποιήθηκε από τον Μουσικό Γυμναστικό Σύλλογο.
[3]. Ο Γεώργιος Γερόπουλος ήταν πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού του Αγ. Αχιλλίου. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Συμβολή στην ιστορία της Ιεροψαλτικής. Οι Πρωτοψάλτες του Αγ. Αχιλλίου, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 18ης Νοεμβρίου 2015.
[4]. Το μέγαρο αυτό ήταν γνωστό και ως Λέσχη Ασλάνη. Στη θέση του σήμερα κτίσθηκε το κτίριο της Στρατιωτικής Λέσχης.
[5]. Παρατηρούμε ότι οι χρονογράφοι των εφημερίδων της εποχής δεν φείδονταν στην παράθεση πλούσιων κοσμητικών επιθέτων κατά την περιγραφή των μουσικών εκδηλώσεων της πόλης.
[6]. Λίγα χρόνια αργότερα, πότε ακριβώς δεν είναι γνωστό, ανασυστήθηκε η εκκλησιαστική αυτή χορωδία με διευθυντή τώρα έναν άλλο δάσκαλο, τον Ιωάννη Πρωτοσύγκελο, διευθυντή του Α΄ Δημοτικού Σχολείου.
[7]. Πρόκειται για τη Ναντίν (Nadine) Σλήμαν, σύζυγο του βουλευτή Αγιάς Αγαμέμνονα Σλήμαν, γιου του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν. Η Ναντίν μετά τον χωρισμό της από τον Αγ. Σλήμαν, παντρεύτηκε τον πολιτικό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, ο οποίος διετέλεσε και πρωθυπουργός.
[8]. Κόρη του γνωστού Ιουλίου Βιανέλλι, υποπρόξενου της Ιταλίας στη Λάρισα, ο οποίος έδρασε προδοτικά κατά τη διάρκεια της γερμανο-ιταλικής κατοχής.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου