Γράφει ο συγγραφέας:
«Παραφωνία στην κοσμική κίνηση που εκδηλώνεται κατά το δυνατό ηθικό τρόπο, αποτελούν τα αφθονούντα «καφφέ-σαντάν», που η ανήθικη επιρροή επί της νεολαίας εξεγείρει τον τύπο της εποχής. «Τα γκραν-κλουβ» γράφει η εφημερίδα Όλυμπος[1], «τα καφφέ αμάν έκαμαν μεγάλας προόδους. Μέχρι σήμερον τρία αριθμεί η πόλις μας και δύο ετοιμάζωνται να ανοιχθώσι κατ’ αυτάς, εις τα οποία η νεολαία μας φοιτά τακτικώς, όπως συμπληρώση τας ελλείψεις της αναπλάσεώς της…» και για θεραπεία αυτής της κατάστασης, συνιστά την τροπή της νεολαίας σε πνευματικές απολαύσεις γιατί «Είναι καιρός νομίζομεν όπως ανανήψωμεν εκ του ληθάργου όστις κατέχει ημάς και εργασθώμεν πάντες υπέρ της ιδρύσεως μορφωτικών και διαπλαστικών σωματείων, προς όφελος των κατοίκων της πόλεως» .
Το έτος 1900 είναι έτος μεγάλων μουσικών ζυμώσεων και απαρχή καλυτέρευσης των μουσικών πραγμάτων της πόλης, για την οποία μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι τότε εκδιδόμενες εφημερίδες Μικρά του Θρασύβουλου Γ. Μακρή και Όλυμπος του Βασίλη Χ. Ρουσόπουλου. Η νεολαία αρχίζει πλέον να δίνει αμυδρά σημεία της ύπαρξής της. Όμιλοι νέων, αυτοδίδακτοι, καταρτίζουν πρόχειρες χορωδίες, φευ ! όμως υπερβαίνουσες κάθε νοητό όριο παραφωνίας. «Ενίοτε,» γράφει ο Όλυμπος «ακούομεν εις τας οδούς άσματα υπό διαφόρων νέων, καλλιφώνων τη αληθεία και θλιβόμεθα δια τας παραφωνίας και απορούμεν πως δεν ακούουν τουλάχιστον, έστω και αμόρφωτοι μουσικώς, τας παραφωνίας ταύτας. Εν Επτανήσω ο χειρώναξ, ο χωρικός, ο παντοπώλης, την πρωίαν σφυρίζει την Αϊδά και τον Ερνάνην[2], όν ήκουσε την εσπέραν της προτεραίας και ο χωρικός και ο παντοπώλης – μα την αλήθεια – ποσώς δεν δυσκολεύεται να σε ξυλοφορτώση ακούων σε φαλτσάροντα, κατά το λέγειν των Επτανησίων» .
Ευτυχώς, η νύκτα είναι ευγενική προστάτρια των κανταδόρων[3] και ανεκτική ακροάτρια των παραφωνιών. Οι κόρες των ονείρων προς τις οποίες απευθύνονται οι, σαν είδος μουσικής, παραφωνίες των νυκτερινών κανταδόρων, πλέουσες σε απέραντο ωκεανό ερωτοπαθείας, αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος και την απειρία του φάλτσου δια τα «καθ’ έκαστα», πλην όμως, ευτυχώς στην προκειμένη περίπτωση, το αδυσώπητο αστυνομικό όργανο, που ανδρώθηκε και ανατράφηκε στα ιστορικά Άγραφα, εννοεί οπωσδήποτε, είτε για φάλτσο, είτε για συμφωνία πρόκειται, να επιβάλλει το κράτος του νόμου. Ας αφήσουμε τον χρονογράφο της εποχής να συνεχίσει: «Η νυξ επροχώρει προς το τέρμα της. Αστέρες τινές υστερήσαντες, έλαμπον εισέτι εις τ’ ουρανού το στερέωμα και βραδυπορούντα τινά νέφη, παρηκολούθουν την σελήνην βαίνουσαν εις την δύσιν της, αυξάνουσα το μεγαλείον της νυκτός. Ποίος τολμητίας θα ετάραττε την ησυχίαν εκείνην, ποίος θα εχώρει εις την ιεροτελεστίαν της φύσεως, να διακόψη την σιγήν του μυστηρίου και την συνέντευξιν του σκότους με την σιγήν ! Και όμως, εν τω μέσω της σοβαρότητος αυτής, κάποιος βηματισμός εκρότει εις της οδού το λιθόστρωτον, κάποια σκιά διέσχιζε το νυκτερινόν σκότος, περισσότερον μετέχουσα του μυστηρίου και ολιγώτερον του ανθρώπου…». Τέλος το αστυνομικό όργανο επεμβαίνοντας, λύει κατά τρόπο αποτελεσματικό το μυστήριο της νύχτας «…σε συλλήφτω άτιμε για να μάθης άλλοτε να ταράττης την κοινήν ησυχίαν και να σέβεσαι τας αστυνομικάς διατάξεις». Η πάντοτε ενήμερη ειδησεογραφία της εφημερίδας αναφέρει: «Δύο νέοι ετραγώδουν την νύκτα καθ’ οδόν, δύο όμως αστυφύλακες, ως να επρόκειτο περί εγκλήματος εις το ομοούσιον, τοις επετέθησαν και αφού τους ήρχισαν στα χαστούκια, τους ωδήγησαν εις την κατώγα» .
Από του Μαρτίου του 1900 λαμβάνουν χώρα φιλικές συγκεντρώσεις νέων σε σπίτια, για συστηματική τους εκπαίδευση «…οι οποίοι ασκούνται εις την φωνητικήν μουσικήν υπό τον κάλλιστον διδάσκαλον κ. Μπαμιέρον, κατορθώσαντες να φέρουν τας φωνάς των εις κάποιον λογαριασμόν…» .
Σ’ αυτή την ώθηση για συστηματική εκπαίδευση και ιδίως στη συγκρότηση χορωδίας, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι Επτανήσιοι θεριστές, χίλιοι περίπου τον αριθμό, που έφεραν οι Κεφαλλονίτες αδελφοί Χαροκόποι[4] για θερισμό των κτημάτων Γιάννουλης και έτσι, κατά τον επικαιρογράφο της εποχής «Θα ακούσωμεν και πάλιν τα ωραία των Επτανησίων άσματα, τα γαργαλίζοντα κατ’ έτος τας ακοάς των Θεσσαλών». Το τραγούδι των Ζακυνθίων θεριστών ακούεται με πολλή ευχαρίστηση. Γράφει ο Όλυμπος: «Όμιλος Ζακυνθίων θεριστών καλλιφώνων έψαλλε προχθές προ τινός εδώ μεγάρου, νοσταλγών την ωραίαν πατρίδα και τους ωραίους οφθαλμούς της κόρης, την οποίαν μετά περιπαθείας και αγνού έρωτος λατρεύουν: Πότε θα κάνουμε πανιά / να κάτσω στο τιμόνι / να ιδώ του Ζάντε τα βουνά / να μου διαβούν οι πόνοι ! » .
Παρ’ όλη την τάση της νεολαίας για αφύπνιση, ο τύπος ανοίγεται σε νέα σταυροφορία εναντίον της. Άρθρα και επικλήσεις για ζωηρότερη δράση δημοσιεύονται και με κάθε γενικά τρόπο, επιδιώκεται να εξαφθεί ο φανατισμός της νεότητας, για τη δημιουργία ενός λαμπρού καλλιτεχνικού μέλλοντος. Η εφημερίδα Μικρά στο φύλλο της 6ης Αυγούστου 1900, σε άρθρο με τίτλο «Οι Νέοι», εγκαλεί αυτούς προ της κοινής γνώμης «Αδιστάκτως δυνάμεθα να είπωμεν ότι δια την πόλιν μας αι λέξεις νέος, νεολαία, εξέλειπον. Μάτην ζητείς να εύρης ποίαν τινά κίνησιν, ποίαν τινά ζωηρότητα εκ μέρους των. Μάτην προσπαθείς να τους εύρης οργώντας προς το αγαθόν, ωφελίμους τόσον δια τον εαυτόν των, όσον και δια την κοινωνίαν, εν ή ζώσι. Και εν πρώτοις, ουδαμού διακρίνει τις συναναστροφάς νέων. Τους βλέπεις ψυχρούς μεταξύ των, μη συναντωμένους, όπως ανταλλάξωσι γνώμας και ιδέας, πλήν όταν πρόκειται να συζητήσωσι δια την αμφίεσιν της δείνα δεσποινίδος, δια την προίκα της άλλης και οι πλέον έκφυλοι δια το εξέχον του στήθους εκείνης, το τορνευτόν της κνήμης της άλλης…». Εξ’ άλλου δε, σχολιάζουσα την άφιξη κατά την πανήγυρη του Σεπτεμβρίου των Φιλαρμονικών Καρδίτσης και Βόλου, που απαρτίζονταν από νεαρούς μουσικούς, δίνει ένα μάθημα αρκετά διδακτικό για τους νέους. «Τους ευχαριστούμεν όμως περισσότερον, τονίζει, διότι έδωκαν εις τους νέους της πόλεώς μας εν διδακτικώτατον μάθημα πολιτισμού και προόδου, με την οποίαν τα λιμοκοντοράκια μας διέκοψαν προ πολλού πάσαν σχέσιν…».
Τώρα το όνειρο όλων των φιλομούσων είναι ένα και το αυτό : η ίδρυση Φιλαρμονικής. Κάθε καλλιτεχνική προσπάθεια, κάθε του τύπου επιρροή, κάθε του δάσκαλου συμβουλή, σε ένα αποβλέπει. Ο τύπος πάντοτε πρωτοπόρος της ιδέας, που ανυψώνει την καρδιά και το πνεύμα στα αιθέρια δώματα της σοφίας. «Αλλ’ ημείς ενταύθα, οι της θεσσαλικής πρωτευούσης», ερωτά ο Όλυμπος, «κάτοικοι, τι επράξαμεν δια να ίδη η πόλις Φιλαρμονικήν Μουσικήν; Μηδέν. Λοιπόν ας μη καυχώμεθα τότε ότι ανήκωμεν εις την τάξιν των εύ φρονούντων και ας παύσωμεν να λεγόμεθα φιλόμουσοι ».
(Συνεχίζεται)
[1]. Η εφημερίδα «Όλυμπος» άρχισε να κυκλοφορεί στις 7 Νοεμβρίου 1892 ως εβδομαδιαία, από τον Βολιώτη τυπογράφο Βασίλειο Ρουσόπουλο. Τυπωνόταν σε πιεστήριο που είχε αγοράσει από το Εθνικό Τυπογραφείο. Το πιεστήριο αυτό είχε σταλεί στην Ελλάδα το 1825 από τους Έλληνες φοιτητές που σπούδαζαν στο Παρίσι ως δώρο στην Προσωρινή Ελληνική Διοίκηση στο Μεσολόγγι και σ’ αυτό τυπωνόταν αρχικά η επίσημη εφημερίδα της «Ελληνικά Χρονικά». Όταν ο «Όλυμπος» διέκοψε την κυκλοφορία της, το πιεστήριο αυτό το αγόρασε ο Θρασύβουλος Μακρής διευθυντής της εφημερίδας «Μικρά» ως εθνικό κειμήλιο. Όμως οι Γερμανοί κατακτητές το 1941 το κατέσχεσαν, το διέλυσαν και το έστειλαν στη Γερμανία με σκοπό το μέταλλό του να χρησιμοποιηθεί στην πολεμική βιομηχανία. Μακρής Θρασύβουλος, Λαρισινές Σελίδες, εφ. Θεσσαλικά Νέα, Λάρισα, φύλλο της 18ης Μαρτίου 1947.
[2]. Ο συγγραφέας εννοεί την «Αΐντα» και τον «Ερνάνη», όπερες του Ιταλού συνθέτη Τζουζέπε Βέρντι.
[3]. Νυκτερινοί κανταδόροι υπήρχαν στην πόλη μας μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Ήταν μικρές ομάδες καλλίφωνων τραγουδιστών του Μουσικού Συλλόγου ή της Λαρισαϊκής χορωδίας. Τριγυρνούσαν στους δρόμους μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και τραγουδούσαν πολυφωνικά ερωτικά τραγούδια κάτω από τις κλειστές συνήθως γρίλιες των παραθύρων κάποιας λατρεμένης ύπαρξης…
[4]. Πρόκειται για τα αδέλφια Παναγής και Σπύρος Χαροκόπος, οι οποίοι στα τέλη του 19ου αιώνα αγόρασαν στην περιοχή της Γιάννουλης μεγάλες εκτάσεις από τους Τούρκους που εγκατέλειπαν τη Θεσσαλία. Είναι οι ίδιοι που έκτισαν και τον περίφημο πύργο, ο οποίος εξακολουθεί και σήμερα, αν και λαβωμένος, να ανθίσταται, παρά την κραυγαλέα αδιαφορία κράτους και ιδιοκτητών.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com