Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
Τώρα που κόπασε η λύπη για την οριστική απουσία από τη ζωή μας του Γιώργου Ζιαζιά, ας αναβιώσουμε για λίγο στο μυαλό μας τη μορφή του και ας επαναφέρουμε στη μνήμη τη διαδρομή εκατό χρόνων ζωής του, γεμάτης από επαγγελματική δράση, αγώνες στον πολιτικό και αθλητικό στίβο, μελέτες καταγραμμένες σε εφημερίδες, περιοδικά και σε τέσσερα πολυδιαβασμένα βιβλία, έρευνες για την ιστορία και την εξέλιξη της λατρεμένης πόλης του από την απελευθέρωση του 1881 μέχρι τη σύγχρονη εποχή, συλλεκτικές ανησυχίες για τον εμπλουτισμό του σπάνιου αρχείου του και ζωηρής κοινωνικής δραστηριότητας, η οποία δεν τον εγκατέλειψε μέχρι και λίγες ημέρες πριν τον θάνατό του.
Ο Γεώργιος Ζιαζιάς είναι γέννημα και θρέμμα της Λάρισας, της πόλης που αγάπησε «εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας» του. Γεννήθηκε το 1915, σε μια δύσκολη εποχή όπου τα αποκρουστικά τύμπανα του πολέμου είχαν αρχίσει να δονούν τους λαούς όλης της Ευρώπης. Γονείς του ο Θωμάς Ζιαζιάς από τη Ζέση της Ηπείρου και η Αικατερίνη κόρη του μεγαλοδικηγόρου Βέου από την Καρδίτσα. Μεγάλωσε σε μια περίοδο όπου οι συνέπειες του εθνικού διχασμού είχαν σπείρει μίση και διχόνοιες στους ανθρώπους. Πέρασε τα μαθητικά του χρόνια φοιτώντας σε σχολεία που στεγάζονταν σε ερειπωμένα και εγκαταλειμμένα τουρκικά κονάκια και ζώντας σε μια πόλη που είχε πλημμυρίσει από την παρουσία των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής. Αποφοίτησε το 1933 από το Γυμνάσιο της Λάρισας, πριν αυτό προλάβει να στεγασθεί και λειτουργήσει στο σημερινό του κτίριο. Την ίδια χρονιά πέρασε στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του πανεπιστημίου Αθηνών και σαν φοιτητής έζησε από κοντά τις πολιτικές αναταράξεις της χώρας, οι οποίες οδήγησαν στην 4η Αυγούστου του 1936(δικτατορία του Μεταξά).
Πτυχιούχος πλέον της Νομικής, συμπεριλήφθηκε τον Φεβρουάριο του 1940 στο μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου της γενέτειράς του. Ασκήθηκε κοντά στον έμπειρο δικηγόρο Γεώργιο Κακαγιάννη και κατόπιν διορίσθηκε δικηγόρος με Διάταγμα δημοσιευμένο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Δεκέμβριο του 1941. Από τη χρονολογία αυτή άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά και με μεγάλη επιτυχία στον στίβο της ενεργού δικηγορίας. Έζησε από κοντά τα σοβαρά γεγονότα της κατοχής (σεισμός, εχθρικοί βομβαρδισμοί) και τα περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο στα βιβλία του. Τον Οκτώβριο του 1978, έπειτα από 37 χρόνια προσφοράς στο κλάδο της επιστήμης που επέλεξε, συνταξιοδοτήθηκε και σαν ανταμοιβή, του απονεμήθηκε από τον Δικηγορικό Σύλλογο ο τίτλος του Επίτιμου Δικηγόρου.
Αυτό είναι το ένα σκέλος της ζωής του, της επιστημονικής καριέρας. Όμως ο Γιώργος Ζιαζιάς δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά ήταν και πολλά άλλα πέρα απ’ αυτό, που είναι εξ’ ίσου σπουδαία με την επιστήμη του. Αυτά θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε, με την βεβαιότητα ότι δεν θα μπορέσουμε να αποδώσουμε ολόκληρο το πλούσιο έργο του. Εξ’ άλλου πως είναι δυνατόν μέσα σε χίλιες μόνον λέξεις ενός κειμένου να ξεδιπλώσεις όλη τη ζωή ενός τόσον πολυτάλαντου γεραρού και πολυχρόνιου ανθρώπου.
Από την εφηβική του ηλικία αναμίχθηκε στα κοινά, ξεκινώντας από τον αθλητισμό. Αργότερα διετέλεσε σύμβουλος του Γυμναστικού Συλλόγου Λαρίσης, η δραστηριότητα του οποίου περιοριζόταν τότε μόνον στα αθλήματα στίβου και είχε πρόεδρο τον ακάματο Νίκο Σακελλαρίου. Αλλά και στο ποδόσφαιρο, η συμπάθειά του στον Άρη[1] τον οδήγησε να ασχοληθεί με τα διοικητικά του συλλόγου και μάλιστα κάποια στιγμή υπήρξε και πρόεδρος.
Με την πολιτική άρχισε να ασχολείται το 1949. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, με τον οποίο διατηρούσε στενότατες σχέσεις. Συνδέθηκε φιλικά με πολλούς επιφανείς πολιτικούς, όπως ο Γεώργιος Καρτάλης, ο Στέλιος Αλαμανής, στελέχη της Ένωσης Κέντρου, κ. ά. Όμως η δραστηριότητα του σαν μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου Λάρισας για αρκετές τετραετίες και σαν πρόεδρος του για κάποιο διάστημα, άφησαν ανεξίτηλα σημάδια προσφοράς στην πόλη (λ.χ. ήταν από τους κύριους συντελεστές της γεωργοκτηνοτροφικής έκθεσης του 1963, είχε την πρόνοια να εισηγηθεί και να συμβάλλει αποτελεσματικά στη δενδροφύτευση του Αλκαζάρ[2], μελέτησε το θέμα παραχώρησης οικοπέδων σε άστεγους, κλπ.).
Διετέλεσε σύμβουλος του ΟΥΗΛ (Οργανισμός Υδρεύσεως και Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης) μέχρι την εκχώρηση του ηλεκτροφωτισμού στη ΔΕΗ και από τη θέση του αυτή οραματίσθηκε την ανοικοδόμηση του σημερινού ναού του Αγίου Βησσαρίωνος[3] στην ομώνυμη πλατεία, δίπλα από το Δημοτικό Ωδείο.
Κατά καιρούς διετέλεσε σύμβουλος σε διάφορα πολιτιστικά και αγαθοεργά σωματεία της πόλης μας, όπως στη Φιλάρχαιο Θεσσαλική Εταιρεία, στον Ελληνοαμερικανικό Σύνδεσμο, σε Παιδικούς σταθμούς και κυρίως στο Γηροκομείο της Λάρισας, το οποίο δημιουργήθηκε από δωρεές συμπολιτών μας και ανήκει στον Δήμο. Δεν θα είναι υπερβολή αν αναφέρουμε ότι η ίδρυση και η μέχρι σήμερα λειτουργία του, μέσα σε αντίξοες οικονομικά συνθήκες, οφείλεται αποκλειστικά στην αγάπη και στοργή που έδειξε για το ίδρυμα αυτό ο αείμνηστος Γιώργος Ζιαζιάς. Δεν το εγκατέλειψε μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, αγαπούσε «τα γεροντάκια» όπως του άρεσε να ονομάζει τους τροφίμους του ιδρύματος και η επιθυμία του να ενταφιασθεί κοντά στο παρεκκλήσι του Γηροκομείου δηλώνει τον ακατάλυτο δεσμό ολόκληρης ζωής που είχε μ’ αυτό το ίδρυμα και την προσδοκία του να κάνει παρέα με τα γεροντάκια και μετά θάνατον. Ευτυχώς η κόρη του Κατερίνα Ζιαζιά-Σουφλιά, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα της, παίρνει τη νευραλγική θέση του στο Γηροκομείο και η πορεία του εκ των πραγμάτων είναι διασφαλισμένη.
Την εμφάνισή του με συνεργασίες στον τοπικό τύπο και κυρίως στην «Ελευθερία» άρχισε από το 1937 και κράτησε σχεδόν 80 χρόνια. Χιλιάδες άρθρα, σχόλια, ιστορικά κείμενα. Μυθική χρονική διαδρομή. Πέρα απ’ αυτά, κυκλοφόρησε και τέσσερα βιβλία[4], μέσα στα οποία περιέκλεισε την ιστορία της Λάρισας κατά τον 20ο αιώνα και τις εντυπώσεις της πλούσιας κοινωνικής και ψυχαγωγικής του πορείας που έζησε όλα αυτά τα χρόνια. Όλα τα συγγράμματα και τα κείμενά του θα είναι για τον ιστορικό του μέλλοντος, πολύτιμος οδηγός μιας περιόδου, της οποίας ελάχιστα τεκμήρια (εφημερίδες, έγγραφα, αρχεία) έχουν διασωθεί λόγω των πολεμικών και μεταπολεμικών γεγονότων. Όμως τα γραπτά το Γιώργου Ζιαζιά έχουν τεράστια ιστορική σημασία γιατί βασίσθηκαν στο πολύτιμο αρχείο εφημερίδων, περιοδικών, φωτογραφιών, εγγράφων, αλληλογραφίας και άλλου αρχειακού υλικού που διέθετε. Αυτό το αρχείο, το τόσο πολύτιμο, πρέπει να βρει έναν τρόπο ο Δήμος, σε συνεργασία με τους οικείους του, να το διασώσει, να το ταξινομήσει και να το αποδώσει στην πόλη. Νομίζω ότι αυτή θα ήταν και η επιθυμία του.
Υπάρχουν και άλλα πολλά που πρέπει να αναφέρουμε για την προσωπικότητά σου, αλλά όμως αγαπητέ μας Γιώργο θα κλείσω με τα λόγια του εκκλησιαστικού ρήτορα «Ποίον σοι εγκώμιον προσαγάγω επάξιον;».
[1]. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι την ίδρυση της σημερινής ΑΕΛ, τα ποδοσφαιρικά σωματεία στη Λάρισα, φυσικά όλα ερασιτεχνικά, ήταν τέσσερα: Ηρακλής, Άρης, Λαρισαϊκός και Τοξότης. Πολλές συνοικίες της Λάρισας είχαν και δικές τους ποδοσφαιρικές ομάδες. Θυμάμαι ότι στη συνοικία του Αγίου Νικολάου όπου κατοικούσα, υπήρχε ο Ατρόμητος. Οι συνοικιακές αυτές ομάδες αποτελούσαν το φυτώριο των τεσσάρων μεγάλων ομάδων που αναφέραμε.
[2]. Ολόκληρος ο χώρος του Αλκαζάρ είχε απογυμνωθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής από τους Ιταλούς και μερικούς Λαρισαίους, οι οποίοι για να αντιμετωπίσουν το βαρύ ψύχος του χειμώνα του 1942, έκοβαν τα δέντρα οι Ιταλοί και τις ρίζες τους οι Έλληνες.
[3]. Ο μικρός ναός του Αγίου Βησσαρίωνος ήταν παρεκκλήσιο των βασιλικών ανακτόρων που υπήρχαν στην περιοχή αυτή από το 1881 μέχρι το 1914. Στους σεισμούς του 1941 ο ναΐσκος σχεδόν ισοπεδώθηκε, αντικαταστάθηκε προσωρινά με μια ξύλινη παράγκα και με πρωτοβουλία του Γιώργου Ζιαζιά ευαισθητοποιήθηκε ο ΟΥΗΛ και ανήγειρε το νέο πέτρινο εκκλησάκι, με τοιχογραφίες του συμπολίτη μας Αγήνορα Αστεριάδη και των μαθητών του.
[4]. Τα βιβλία του κατά χρονολογική σειρά έκδοσης είναι τα εξής:
--Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες μια αναπολήσεις (1900-1950), Λάρισα (1994) σελ. 168.
--Τοπωνυμική εγκυκλοπαίδεια οδών και πλατειών Λάρισας, Λάρισα (1995) σελ. 436.
--Χρονικό. Περασμένα και αξέχαστα του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης, Λάρισα (1998) σελ. 120.
--Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες μια αναπολήσεις (1900-1950), τομ. Β', Λάρισα (1994) σελ. 168.