Του Αποστόλου Ποντίκα, Δασκάλου, Θεολόγου, Φιλολόγου, πτυχ. Πολιτικών Επιστημών, επιτ, Σχολικού Συμβούλου
Ο Ιούνιος, είναι ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού και θεωρείται ότι προέρχεται από τη Ρωμαϊκή θεά, Γιούνου, που αντιστοιχεί με την θεά ήρα ή από από τον Ρωμαίο ύπατο, Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στην Ελληνική λαογραφία έχει αρκετές ονομασίες, όπως, Θεριστής, Πρωτούλης, Αλυτσάτσης, Ρινιαστής, Ορνιαστής, Κερασάς και Λιοτρόπης, ενώ στις 21 του μηνός έχουμε το θερινό Ηλιοστάσιο.
Ο μήνας αυτός είναι σημαντικός για τους γεωργούς, γιατί αρχίζει ο θερισμός των γεννημάτων. Ο θερισμός ή όπως αλλιώς, θέρος, το θέρισμα, τα θέρια, τα θέρη, αποτελούσε στην ελληνική γεωργική κοινωνία μια από τη σημαντικότερη και επίπονη εργασία, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Πόσοι από μας που γεννηθήκαμε σε αγροτικές περιοχές δεν θυμούμαστε τους γονείς μας που από τα χαράματα με το δρεπάνι στο χέρι ή το λελέκι, να ξεχύνονται στα χρυσαφένια στάχυα των χωραφιών να μαζεύουν το ψωμί της φαμίλιας τους και να γυρίζουν αργά το βράδυ ηλιωκαμένοι;
Βέβαια, ο θερισμός δεν άρχιζε ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη της πατρίδας μας, γιατί στις ορεινές περιοχές αργούσαν να ωριμάσουν τα σιτηρά των χωραφιών, σε σύγκριση με τα χωράφια του κάμπου. Η εργασία του θερισμού άρχιζε πρωί- πρωί και τελείωνε αργά το βράδυ, το λεγόμενο, νυχτοθέρι. Άλλωστε, για το νυχτοθέρι αυτό ο λαός μας έπλασε την παροιμία: «όσο βοηθάει η νύχτα κι η αυγή, ούτ, αδελφός, ούτ, αδελφή. «Υπήρχε στις αγροτικές παραδοσιακές κοινότητες η αντίληψη, πρόληψη, να μη θερίζουν Τρίτη και Πέμπτη, για να μη τριφτούν τα στάχια. Αλλά, όμως, ούτε ήθελαν να τελειώνουν το Σάββατο, γιατί υπήρχε συσχετισμός με το σάβανο.
Σε ορισμένα μέρη, παρατηρούσαν τις φάσεις της σελήνης και άρχιζαν το θερισμό αμέσως μετά την πανσέληνο, που το φεγγάρι ήταν Καλόφεγγο. Το πρώτο στάχυ, αφού έκανε την προσευχή, έκοβε ο νοικοκύρης και στη συνέχεια άρχιζε ο ομαδικός θέρος. Τα τέσσερα πρώτα δεμάτια τα έστηναν σε σχήμα σταυρού για την ευλογία του χωραφιού και πολλοί θεωρούσαν ότι αυτά συμβόλιζαν τους Ευαγγελιστές. Οι θεριστές έδεναν τα στάχια γύρω από τη μέση για να μην τους πονάει όλο το χρόνο η μέση. Ο πιο καλός, γρήγορος θεριστής και θερίστρια, είχαν φήμη στην αγροτική κοινωνία και αυτό ήταν αφετηρία αγροτικής άμιλλας, όπως συμβαίνει με τους καλούς μαθητές του σχολείου.
Τις ρυθμικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις στην εργασία του θερισμού, συνόδευαν ειδικά τραγούδια, τα λεγόμενα, τραγούδια του θέρους. Η παραδοσιακή τεχνική του θερισμού ήταν τυποποιημένη και το χωράφι θεριζόταν κατά λωρίδες, ανάλογα με τον αριθμό θεριστών. Τα στάχια που έκοβαν με το δρεπάνι, το οποίο ακόνιζαν με ειδικό ακονιστήρι, αποτελούσαν τις δραξιές, τα πιάσματα, τις χεριές και χεροβολιές. Όλα αυτά τα έκαναν οι θεριστές δεμάτια, τα οποία τα έδεναν με χλωρά στάχια και ήταν έτοιμα για να μεταφερθούν στο παρακείμενο αλώνι. Τα δεμάτια αυτά τα μάζευαν στη συνέχεια και τα έκαναν θημωνιές. Η εργασία του θερισμού ήταν κουραστική και αυτό το βεβαιώνει η παροιμία «Θέλεις, θέριζε και δένε, θέλεις, δένε και κουβάλα» Η σημαντικότερη εθιμολογία γύρω από το θερισμό, συνδέεται με το τέλος του, δηλαδή, το ποθέρι, ξεθερίδια, ξεθερισμός, κ λ π. Άφηναν και ορισμένα στάχια αθέριστα, για τη χαρά του χωραφιού, για την καρποφορία του χωραφιού, για τα πετεινά του ουρανού και για τους φτωχούς άλλων περιοχών.
Πολλοί ακτήμονες, μόλις τέλειωνε ο κανονικός θερισμός, έμπαιναν στα χωράφια και μάζευαν τα αθέριστα στάχια για να θρέψουν την οικογένειά τους. Άλλωστε, γνωστό είναι και το διήγημα του Σκιαθίτη, Α Παπαδιαμάντη, η Σταχτομαζώχτρα. Τα στάχια αυτά τα ονόμαζαν χωραφομοίρι, γένεια του αφεντικού, του χωραφιού ή δράκο, κ λ π.. Στην περιοχή της Κοζάνης, αλλά και σε ορισμένα χωριά της Ελασσόνας, υπήρχε ένα έθιμο για τα τελευταία στάχια. Μια γυναίκα έριχνε νερό στις ρίζες του δράκου και αφού τον ξερίζωναν οι θεριστές, τον έδεναν με κόκκινη κλωστή σε τρία μέρη, συμβολίζοντας τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Μετά, τον δράκο τον στόλιζαν με αγριολούλουδα και τραγουδώντας, παρέδιδαν το δράκο στον νοικοκύρη, με πολλές ευχές, για καλοφάγωμα και για καλύτερη σοδειά την επόμενη χρονιά. Έτσι, το ξερίζωμα του δράκου σήμαινε το τέλος του θερισμού. Το δράκο τον μετέφεραν στο σπίτι, όπου τον τοποθετούσαν και αυτόν στο εικόνισμα, ως τη νέα σπορά του Οκτωβρίου, τον οποίο ανακάτευαν με τον σπόρο της νέας σποράς.
Παράλληλα,οι θεριστάδες πετούσαν ψηλά στον ουρανό τα λελέκια τους, για να καρποφορήσει την άλλη χρονιά το χωράφι. Σε ορισμένα νησιά της πατρίδας μας, αλλά και στη Κύπρο υπήρχε με το τέλος του θερισμού, το παίξιμο του λελεκιού., που ήταν μια μικρή αναπαράσταση του θερισμού, αλλά και το παιγνίδι του λαγού και κυνηγού. Εξάλλου, στο θεσσαλικό χώρο και κυρίως στα γειτνιάζοντα χωράφια, υπήρχε η άμιλλα. των θεριστάδων, για την πρωτιά του τέλους του θερισμού, ώστε να κυνηγήσουν πρώτοι αυτοί το λαγό. Το έθιμο αυτό το κατέγραψα από τους μαθητές μου και στην περιοχή του Έβρου, οι οποίοι, το έπαιξαν, ύστερα από ευκαιριακή διδασκαλία για τα γεωργικά προϊόντα της περιοχής. Το κυνήγημα του λαγού σήμαινε ότι το χωράφι την επόμενη θεριστική περίοδο θα παρείχε πλουσιότερη συγκομιδή.
Από ορισμένα στάχια έπλεκαν μια καλαίσθητη δέσμη, που την ονόμαζαν χτένι, σταυρό, ψαθίθι και την έβαζαν στο εικονοστάσι του σπιτιού και στη σπορά έριχναν και από τα ευλογημένα αυτά στάχια. στους κόκκους της σποράς. Εκτός από το θερισμό των σιταριών, γινόταν και η συγκομιδή της βρίζας. Τα δεμάτια της βρίζας τα μάζευαν σε ένα πρόχειρο αλώνι, όπου με ένα ρόπαλο τα τίναζαν και στη συνέχεια μάζευαν τους κόκκους, τους οποίους κοσκίνιζαν και τους έβαζαν σε τσουβάλια. Τα κοτσάνια της βρίζας, το λεγόμενο σάλωμα, το χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή καλυβών, ως σκέπασμα και περιτύλιγμα.Στα έθιμα αυτά σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, υπόκειται η δοξασία ότι κάποιο πνεύμα που έχει σχέση με τη βλάστηση των σιτηρών κατοικεί στο χωράφι. Έτσι, ως έκφραση ευχαριστιών και θυσιών στο πνεύμα της βλάστησης, θεωρήθηκαν και οι απαρχές από το πρώτο αλεύρι της χρονιάς.
Στην περιοχή της Μακεδονίας από από το πρώτο σιτάρι που αλέθανε, έκαναν ένα κουλούρι, το τζιτζιρόκλικο, το οποίο άφηναν στη βρύση του χωριού για τον καλοκαιρινό τεμπέλη, τραγουδιστή τζίτζικα. Το φαγητό των θεριστάδων ήταν ελαφρύ και ορεκτικό. Κυρίως έτρωγαν σαλατικά είδη, ξινόγαλο, πίτες και τη γνωστή σκορδαλιά, η οποία με το ξίδι και το κρύο νερό ήταν δροσιστική. Το μεσημεριανό φαγητό το έπαιρναν κάτω από παχύ ίσκιο, της γκορτσιάς ή άλλου δένδρου. Στο τραπέζι αυτό καθόταν μαζί και θεριστές γειτονικών χωραφιών, ανταλλάσσοντας έτσι και τα φαγητά μεταξύ τους. Για την προφύλαξη από τον καυτερό ήλιο, οι άνδρες φορούσαν στο κεφάλι καπέλα ψάθινα, ενώ οι γυναίκες άσπρες μαντίλες. Έτσι, αφού τελείωνε η καυτερή και επίπονη ημέρα, με τα άλογα και τα γαϊδουράκια γύριζαν κατάκοποι στα σπίτια για λίγη ξεκούραση και να συνεχίσουν την επόμενη ημέρα στον ίδιο ρυθμό. Βέβαια, ο παραδοσιακός και κουραστικός αυτός θερισμός σταμάτησε με την ανακάλυψη της θεριστκής μηχανής και οι αγρότες απαλλάχτηκαν οριστικά από τον κάματο του Ιουνίου