Ό,τι παλιό κτίσμα παρέμεινε από τον καταστρεπτικό σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και τις κακουχίες της κατοχής, η πολιτεία, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε τοπικό, δεν έδειξε την παραμικρή ευαισθησία ώστε να τα διατηρήσει, να τα συντηρήσει και να τα αποδώσει στην πόλη. Με την αντιμετώπιση αυτή φθάσαμε στο σημείο η σημερινή Λάρισα να μην έχει καμία σχέση με την προπολεμική. Οι τακτικοί φίλοι της στήλης ασφαλώς θα έχουν πάρει μια ιδέα της παλιάς Λάρισας από τις πολλές παλιές φωτογραφίες που δημοσιεύονται κατά καιρούς. Αρκετές φορές αναλογίζομαι μήπως θα έπρεπε να είχε υιοθετηθεί η πρόταση που είχε κάνει ένα μέρος του Δημοτικού Συμβουλίου βλέποντας τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τις καταστροφές που είχε υποστεί η πόλη, να οικοδομηθεί η νέα Λάρισα προς την περιοχή του Μεζούρλου και βορειότερα, ώστε να διατηρηθεί και αναστηλωθεί σταδιακά και με άνεση το ιστορικό κέντρο της; Η πρόταση αυτή βέβαια δέχθηκε τότε σφοδρές επικρίσεις από μερίδα πολιτών και πολιτικών και φυσικά δεν ψηφίσθηκε, όμως θα είχε σίγουρα προληφθεί η δεύτερη καταστροφή της Λάρισας μετά την κατοχή. Τώρα δεν θα ήταν οι σεισμοί ή οι βομβαρδισμοί, αλλά μια άλλη συμφορά, η αντιπαροχή.
Πλατειάσαμε στην εισαγωγή μας σήμερα, αλλά βλέποντας τις λεπτομέρειες του κτιρίου Τριπουλά-Λάμπρου μάς κυριεύει μια θλίψη, για το τι χάσαμε. Και να ήταν μόνον αυτό. Είχαν προηγηθεί και τόσα άλλα κτίσματα, με τελευταία το καφενείο "Νέος Κόσμος" στην Κεντρική πλατεία, το αρχοντικό του δικηγόρου Νικ. Καραστεργίου στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και Παναγούλη και πολλά άλλα.
Το κτίριο των Τριπουλά και Λάμπρου στο οποίο αναφερόμαστε, κτίσθηκε γύρω στα 1910 σε μια προνομιακή γωνιακή θέση, απέναντι από την Τρίγωνη Πλατεία. Ήταν ένα διώροφο κτίριο με υπόγειο, με τετράγωνη κάτοψη. Η πρόσοψή του βρισκόταν επί της οδού Ρούσβελτ. Δύο όμοιες σε μέγεθος και σχήμα πόρτες οδηγούσαν με την παρεμβολή 3-4 σκαλοπατιών στο ισόγειο. Η αρχιτεκτονική του μορφή ακολουθούσε τον συρμό της εποχής. Νεοκλασικά στοιχεία παρατηρούνταν γύρω από τα ανοίγματα (πόρτες και παράθυρα), διπλό γείσο χώριζε τους ορόφους, αλλά εκείνος που θεωρούνταν αξιοθαύμαστος ήταν ο εξώστης που βρισκόταν ακριβώς πάνω από τις δύο πόρτες εισόδου του ισογείου, στην πλευρά που έβλεπε προς την οδό Ρούσβελτ. Παραθέτω και μια δεύτερη φωτογραφία με λεπτομέρεια του εξώστη για να διαπιστώσετε το έργο τέχνης των χειρών χαρισματικών μαστόρων της εποχής. Ο εξώστης είχε μεγάλο μήκος και περιλάμβανε και τις δύο πόρτες του επάνω ορόφου. Το έδαφός του εξώστη ήταν από μαρμάρινη μονοκόμματη πλάκα, η οποία στα πλάγια παρουσίαζε κυρτές προεκτάσεις και στηριζόταν σε τρία μαρμάρινα φουρούσια. Τα δύο ακραία έχουν σκαλισμένες τις κλασικές νεοκλασικές έλικες, ενώ η μεσαία απεικόνιζε λεοντοκέφαλη μορφή. Περιβαλλόταν από λεπτά σιδερένια κιγκλιδώματα σε πολύμορφο και πυκνό σχέδιο, τα οποία ακολουθούσαν στα πλάγια την κυρτή προέκταση του μαρμάρινου δαπέδου. Τα πορτόφυλλα φαίνονται στη φωτογραφία να είναι ανοικτά και πίσω από τα τζάμια διακρίνονται οι αραχνοΰφαντες κουρτίνες που χρησιμοποιούσε η αρχοντική οικογένεια που το κατοικούσε.
Το κτίριο αυτό βρισκόταν στον ίδιο δρόμο και σε μικρή απόσταση από το περίφημο αρχοντικό του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα, που ήταν το ομορφότερο κτίριο της Λάρισας. Και ενώ από τον σεισμό του 1941 το τελευταίο σωριάσθηκε σχεδόν ολόκληρο, το αρχοντικό των Τριπουλά-Λάμπρου υπέστη ελάχιστες ζημιές, οι οποίες διορθώθηκαν σύντομα και έτσι κατοικήθηκε σχεδόν αμέσως.
Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας "Ελευθερία" Μαρία Δημητρίου, τον Ιούλιο του 1988 το Υπουργείο Πολιτισμού με απόφασή του χαρακτήρισε το κτίριο αυτό ως διατηρητέο έργο τέχνης με το εξής σκεπτικό: "Πρόκειται για αξιόλογο νεοκλασικό κτίριο με στοιχεία, τα οποία το καθένα χωριστά και ως σύνολο, συνθέτουν την έννοια του έργου τέχνης. Μαρμάρινος εξώστης με γλυπτά φουρούσια και καλοδουλεμένα χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα, πλαίσια ανοιγμάτων, ψευδοπαραστάδες στις γωνίες και στα ανοίγματα, κορνίζες, εξώθυρα, …". Μετά το σκεπτικό αυτό ακολούθησε μια σειρά από χαρακτηρισμό του κτιρίου ως διατηρητέου και από αποχαρακτηρισμό του. Στην προσπάθεια αυτή, η οποία διήρκησε 5-6 χρόνια είχαν εμπλακεί πολλές δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες. Κάποια στιγμή ο εργολάβος, τρία χρόνια περίπου πριν από την κατεδάφισή του και ενώ το κτίριο κατοικείτο από τον γνωστό αντιστασιακό Μίμη Τάσο Μπουκουβάλα, ξήλωσε τα κουφώματα από τις πόρτες και τα παράθυρα για να αναγκάσει τον ένοικο να εγκαταλείψει το κτίριο, αλλά εις μάτην. Ο Μπουκουβάλας, εθισμένος στις κακουχίες από τον μακροχρόνια αγώνα κατά των κατακτητών στα βουνά, δεν ενέδωσε και εμφορούμενος από την επιθυμία να διατηρηθεί το κτίριο, αντιστεκόταν σε κάθε προσπάθεια καταστροφής. Τελικά μόλις κατορθώθηκε νομικά η έξωση του ενοικιαστή, ο εργολάβος μετά από δύο ημέρες προχώρησε στην κατεδάφιση του κτιρίου σταδιακά. Η τύχη της ωραίας σιδεριάς και των τριών μαρμάρινων φουρουσιών του εξώστη αγνοείται. Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στη θέση του αρχοντικού Τριπουλά κατασκευάσθηκε μια πολυώροφη, απρόσωπη και αρχιτεκτονικά αδιάφορη οικοδομή.
Έμειναν μόνον οι φωτογραφίες για να θυμίζουν την ομορφιά που χάθηκε και την οποία αναπολούμε κάθε φορά που περνάμε από αυτό το σημείο όσοι από τους μεγαλύτερους γνωρίσαμε το κτίριο. Με την κατεδάφισή του ένα σημαντικό ιστορικό κτίριο της Λάρισας χάθηκε χωρίς επιστροφή, ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της πόλης έσβησε και η μορφή του θα παραμένει στις αναπολήσεις όσων το έζησαν, το επισκέφθηκαν, το περιεργάσθηκαν και μετά από καιρό θα το θαυμάζουν από τις φωτογραφικές αποτυπώσεις που σώθηκαν. Πάντα όμως θα παραμένει στα χείλη των πολιτών της Λάρισας ένα πελώριο και αναπάντητο γιατί; Γιατί επιτρέψαμε χωρίς αντίσταση να καταστραφεί όλη αυτή η ομορφιά; Γιατί αφήσαμε να σβήσει και να εξαφανισθεί για πάντα η ιστορική αίγλη που τα περιέβαλε; Και το κυριότερο με ποιο δικαίωμα διαγράφουμε καθημερινά τα οράματα, τις προσδοκίες και καταστρέφουμε τα έργα των χειρών των προγόνων μας, οι οποίοι πλέον είναι ανήμποροι να αντιδράσουν;
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com