Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν είχε χαράξει ακόμη και δυσκολευόμουν να δω μες στο πυκνό σκοτάδι. Ο Χρήστος ήταν στο απέναντι ντιβάνι κοκαλωμένος. Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα και κάτι του φώναξα, δεν θυμάμαι τι. Δεν με άκουσε. Οι σειρήνες ήταν πολύ δυνατές.
Η πόρτα άνοιξε. Η μάνα μπήκε μες στο δωμάτιο, μας άρπαξε και τους δυο σχεδόν με βία και μας έσυρε έξω στην αυλή. Και τότε αντίκρισα τη φρίκη. Αντίκρισα την απελπισία. Γυναίκες να κλαίνε και να κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους τα σπλάχνα τους. Γριές να προσεύχονται πεσμένες στο έδαφος. Άντρες να κουβαλούν μεγάλα σακιά και να τα φορτώνουν στα ζωντανά. Η κυρά – Τασία, η γειτόνισσά μας, τραβούσε τα μαλλιά της ουρλιάζοντας. Και τότε το άκουσα. Ήταν η φωνή του γραμματέα του της κοινότητας που ερχόταν από τα μεγάφωνα.
«Συγχωριανοί, οι Γερμανοί επιτίθενται! Πάρτε μαζί σας τρόφιμα και εγκαταλείψτε το χωριό όσο το δυνατόν γρηγορότερο!» Ανατρίχιασα. Ο τρόμος διαπέρασε κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ο Χρήστος μου έσφιξε δυνατά το χέρι. Μου είπε πως όλα θα πάνε καλά. Είχα τόσο ανάγκη να τον πιστέψω.
Η ματιά μου πήρε τον πατέρα με τη μάνα που ήταν στα ζωντανά. Από την άλλη, η Λενιώ και ο Τάκης κουβαλούσαν τσουβάλια με αλεύρι. Η μάνα ήρθε προς το μέρος μας. Είχε μώλωπες στο πρόσωπό της και τα μάτια της ήταν δακρυσμένα.
«Χρήστο πάρε τη Μαρία και πηγαίνετε στη μοσχάρα. Τώρα!» φώναξε. Θυμάμαι αμυδρά τον εαυτό μου να ανεβαίνει πάνω στο ζώο και έπειτα κενό. Από εκεί και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Το απόλυτο χάος. Θαρρείς ένα μεγάλο πέπλο που κάλυψε τις αναμνήσεις μου. Ίσως ήταν τόσο φρικτά αυτά που πέρασα που ο εγκέφαλος να θέλησε να τα διαγράψει. Προσπαθώ να θυμηθώ αλλά δεν μπορώ. Εκείνες οι θολές εικόνες με παρασέρνουν στη δύνη τους. Και χάνομαι…
Ξύπνησα. Το φως που με έλουσε ήταν εκτυφλωτικό. Είδα δέντρα, είδα βουνά, είδα ουρανό. Ήμασταν σε ένα ξέφωτο πάνω στον Όλυμπο, κοντά στην Καλλιπεύκη. Σηκώθηκα. Ο πόνος στη μέση ήταν αφόρητος. Είχα κοιμηθεί πάνω σε κάτι ξερόχορτα.
Είχε ξημερώσει η τρίτη μέρα από τότε που είχαμε φύγει από το χωριό. Είχαμε φτιάξει μια καλύβα από κλαδιά και κοιμόμασταν σε αυτή εννιά άτομα. Τα πρωινά πια δεν είχαν τη μυρωδιά της αχνιστής φραντζόλας του ξυλόφουρνου. Η έντονη δυσοσμία της μούχλας κυριαρχούσε. Χτες το βράδυ μάλιστα παραλίγο να με τσιμπήσει μια οχιά. Είχε στοιβαχτεί σε μια συστάδα ξύλων που είχαμε για τη φωτιά. Μου έλειπε το σπίτι στο χωριό.
Η μάνα με τη γιαγιά ήταν παραδίπλα και σιγοκουβέντιαζαν. Από τα λίγα που άκουσα, κατάλαβα πως τα πράγματα στην Ελλάδα ήταν δυσοίωνα. Δεν πρόφτασα να τις καλημερίσω καθώς ήρθε η αδερφή μου, η Λενιώ, τρεκλίζοντας.
«Μάνα η θεία η Παγώνα γεννάει!» Η μάνα σηκώθηκε και έτρεξε προς το μέρος που της έδειχνε η Λενιώ. Την ακολούθησα. Είχα ξεχάσει πως η θεία ήταν στο μήνα της να γεννήσει. Τη βρήκαμε πεσμένη χάμω διπλωμένη από τον πόνο. Θέλοντας και μη, με διαπέρασε ένα κύμα φόβου. Νομίζω ορκίστηκα στον εαυτό μου πως εγώ δεν θα έκανα ποτέ παιδιά για να μην καταντήσω έτσι. Πάντα μεγαλοποιούσα τις καταστάσεις.
Η θεία Παγώνα γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι. Μες στην μαυρίλα του πολέμου, των κακουχιών, του ξεριζωμού, ο ερχομός αυτός ήταν μια ευχάριστη αχτίδα ελπίδας. Μερικές μέρες μετά, μας άφησε η γιαγιά. Η καρδιά της δεν άντεξε όλον αυτόν τον πόνο. Τελικά ένας ερχομός συνοδεύεται πάντα από ένα αντίο. Αυτή είναι η ζωή. Αυτός είναι ο κύκλος της. Αιώνιος και αναντικατάστατος. Είναι αλήθεια πως ο πόλεμος τον διαταράσσει. Στον πόλεμο είναι πολλά τα αντίο. Είναι άδικα τα αντίο και δε έπρεπε να ειπωθούν τόσο νωρίς.
Τα παιδικά μου χρόνια με στιγμάτισαν. Το συνεχές αυτό κυνηγητό με μεγάλωσε πριν από την ώρα μου. Μου έδωσε ένα δυνατό στραπάτσο και με ωρίμασε. Γιατί είδα και την άσχημη πλευρά της ζωής. Αυτή την πλευρά που δεν πρέπει να την ξαναδεί άνθρωπος. Ήθελα να ζήσω για να μπορώ να βοηθήσω τους επόμενους. Ήθελα να ζήσω για μένα. Για την Ελλάδα που υπέφερε τόσα πολλά.
«Γιαγιά δεν μου το είχες πει έτσι την προηγούμενη φορά.»
«Πού να θυμάμαι βρε Κωνσταντίνε έχουν περάσει τόσα χρόνια.»
«Πες μου γιαγιά Μαρίκα. Πες μου για τη ζωή σου…»
Σημείωση: Το χωριό στο οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα είναι οι Γόννοι Λάρισας. Τα παιδιά της ιστορίας ζουν ακόμη στο χωριό αυτό. Η Μαρία βρίσκεται σε ηλικία 78 χρονών.
Για τη μεταφορά
Κωνσταντίνος Σουλιώτης
μαθητής της Γ’ Λυκείου του 13ου ΓΕΛ Λάρισας