Απεικονίζει ένα τμήμα του άλσους Αλκαζάρ, το οποίο βρίσκεται αριστερά μόλις κατεβεί κάποιος τα σκαλοπάτια, για να οδηγηθεί στον πεζόδρομο που οδηγεί στα ενδότερα του άλσους. Στο σημείο αυτό την προσοχή του περιπατητή προσελκύει η προτομή του συγγραφέα και ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Για τον συγκεκριμένο λογοτέχνη και την ιστορία της προτομής θα κάνουμε αναφορά στο σημερινό μας σημείωμα.
Όπως αναφέρθηκε, ο Κώστας Κρυστάλλης ήταν ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1868 στο Συρράκο της Ηπείρου. Τα εγκύκλια μαθήματα τα παρακολούθησε στο σχολείο του χωριού του. Το 1880 φοίτησε στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, αλλά το 1885 διέκοψε τις σπουδές για λόγους υγείας. Η δημοσίευση το 1887 ενός ποιήματός του που αναφερόταν σε επεισόδια της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 στάθηκε αφορμή να περιπέσει σε δυσμένεια από τις τουρκικές αρχές και το 1889 αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα αρχικά εργάστηκε ως τυπογράφος, αργότερα ως συντάκτης στο περιοδικό "Εβδομάς" και εν συνεχεία διορίστηκε υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Παράλληλα δημοσίευε ποιήματα και διηγήματα σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της Αθήνας. Καθώς ήταν άτομο με ασθενική κράση, προσβλήθηκε από φυματίωση και μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του. Παρ' όλα αυτά όμως η υγεία του επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου 1894 νεότατος, σε ηλικία 26 ετών, στην Άρτα όπου τον φιλοξενούσε η αδελφή του.
Τα έργα του, ποίηση και πεζογραφία, έχουν θεματολογία επηρεασμένη από το δημοτικό τραγούδι, την λαογραφία, την παράδοση και την ηθογραφία της εποχής, ενώ συγχρόνως ασχολήθηκε και με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού. Στα πεζογραφήματά του (αφηγηματικά διηγήματα) περιγράφονται τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγκάτα της Ηπείρου, με παράθεση σχετικών τραγουδιών, περιέχονται ενδυματολογικές πληροφορίες και ζωντανεύουν με απαράμιλλο τρόπο οι ομορφιές της φύσεως της Ηπείρου. Γι' αυτό και καθιερώθηκε ως «ο ποιητής του βουνού και της στάνης». Τα έργα του κυκλοφόρησαν σε μια περίοδο όπου οι λαογραφικές καταγραφές του Νικολάου Πολίτη ευνοούσαν την αξία μιας επαναφοράς της παραγνωρισμένης την εποχή εκείνη λαϊκής παραδόσεως, των ηθών και εθίμων και η αξία των κειμένων του αξιοποιήθηκε.
Προπολεμικά δραστηριοποιούνταν στη Λάρισα ο Ο.Ε.Λ. (Όμιλος Εκδρομέων Λαρίσης), ένα σωματείο που σκοπό είχε την συχνή, σχεδόν εβδομαδιαία, επαφή των μελών του με την φύση, μέσω εκδρομικών εξορμήσεων. Φυσικό ήταν όλα τα μέλη του Ομίλου καθώς ήταν φυσιολάτρες, να αγαπήσουν τα λογοτεχνικά έργα του ποιητή του βουνού και της στάνης. Αποφάσισαν λοιπόν κάποια στιγμή να τιμήσουν τον άνθρωπο που τους ενέπνεε, αλλά ο θάνατος του στην πιο γόνιμη ηλικία τους στέρησε το ίνδαλμά τους. Από τους εμπνευστές της απόφασης αυτής μεταξύ των άλλων ήταν και ο μετέπειτα Λαρισαίος καλλιτέχνης Μήτσος Κατσικογιάννης. Προχώρησαν σε προκήρυξη πανελληνίου διαγωνισμού μέσω των αθηναϊκών εφημερίδων για την φιλοτέχνιση προτομής του Κώστα Κρυστάλλη. Ο διαγωνισμός είχε απήχηση, γιατί στα γραφεία του Ομίλου Εκδρομέων στη Λάρισα έφθαναν καθημερινά προτάσεις και φωτογραφίες από πολλούς Έλληνες γλύπτες. Απ' όλες τις προτάσεις προτιμήθηκε αυτή του Νίκου Γεωργαντά[1], γιατί αυτή ήταν η γνώμη δύο επιτροπών, μιας στην πόλη μας και μιας άλλης στην Αθήνα. Επί πλέον ήλθε και ο ίδιος στη Λάρισα, κομίζοντας αυτοπροσώπως την πρότασή του, πρόσφερε την καλύτερη τιμή για το γλυπτό και συνεργάσθηκε με τον Όμιλο δημιουργικά. Στην Αθήνα, την φιλοτέχνιση της προτομής του Κρυστάλλη στον γύψο και το μάρμαρο παρακολουθούσε επταμελής επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν από τον ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη, τον δημοσιογράφο Θωμά Μαλαβέτα, τον κριτικό τέχνης Μιχαήλ Ροδά, τον ποιητή Κώστα Σταμπολή, τον λογοτέχνη Τάσο Ζάππα, τον δικηγόρο Βησσαρίωνα Στεργιόπουλο και τον έμπορο Νικόλαο Κουλουμούνδρα, όλοι τους φιλότεχνοι. Όταν τελείωσε το έργο το παρέλαβαν οι ίδιοι από τον γλύπτη και το παρέδωσαν σε ειδική επιτροπή στη Λάρισα, η οποία και φρόντισε και για την τοποθέτησή του. Η τοπική επιτροπή απαρτιζόταν από τους Δημήτριο Καραναστάση, Κώστα Περραιβό, Ιωάννη Βαζιγιαρτζίκη, Λάζαρο Παπάζογλου, Σταύρο Λάσκαρη, Μανώλη Σακελλαρίου και Βάσο Κωνσταντινόπουλο. Η προτομή, όπως αναφέρθηκε, στήθηκε στο Αλκαζάρ και τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 21 Ιανουαρίου 1940, με μεγάλη επισημότητα, παρουσία του καλλιτέχνη και πλήθους κόσμου[2].
Η προτομή είναι στημένη στην κορυφή ψηλής ακανόνιστης στήλης από μεγάλες ανώμαλες πέτρες. Στην πρόσθια πλευρά της στήλης είναι ενσωματωμένο ένα γλυπτό σύμπλεγμα σε μορφή αρχαίας άρπας, στη βάση του οποίου τρέχει πόσιμο νερό. Η προτομή στηρίζεται στα ανοιγμένα φτερά ενός αετού, κάτω από τον οποίο βρίσκεται μαρμάρινη πλάκα, η οποία φέρει επιγραφή με ένα δίστιχο από κάποιο ποίημά του: "Πάρε με απάνου στα βουνά / τι θα με φάει ο κάμπος". Η αλληγορία του συμπλέγματος της προτομής είναι εμφανής. Γύρω από την προτομή τα φυτά του κήπου στο άλσος δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί, ενώ πίσω στο βάθος διακρίνονται χαμηλά κτίσματα στην περιοχή του Πέρα Μαχαλά, στο ύψος της στροφής της οδού Κοζάνης. Η βάση του παλιού ναού του Αγίου Χαραλάμπους, που είχε πρόχειρα συντηρηθεί μετά τον σεισμό του 1941, διακρίνεται δεξιά, πίσω από ένα σύμπλεγμα δένδρων.
---------------------------------------
[1]. Ο Νικόλαος Γεωργαντής (1983-1947) γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) των Αθηνών και στη συνέχεια τελειοποίησε τις σπουδές του στο Παρίσι. Είχε χρηματίσει πρόεδρος του Επαγγελματικού Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου ως το θάνατό του, το 1947. Επιδόθηκε κυρίως στην κατασκευή ταφικών μνημείων και ηρώων, αλλά είχε φιλοτεχνήσει επίσης ανδριάντες και προτομές.
[2]. Βλέπε: Παλιός Ομιλίτης [μέλος του Εκδρομικού Ομίλου], Η προτομή Κρυστάλλη, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 22ας Ιανουαρίου 1947.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com