Είχε κτισθεί κατά την περίοδο που η Θεσσαλία ενσωματωνόταν με την υπόλοιπη Ελλάδα. Πρώτος ιδιοκτήτης του αρχοντικού υπήρξε ο Θεόδωρος Μαρκίδης. Γεννήθηκε στην Αγιά το 1840, όπου ήταν γνωστός με το επώνυμο Μάρκου. Σε ηλικία 12 ετών βρέθηκε στη Λάρισα. Εδώ διάλεξε να μάθει την τέχνη του ράφτη κοντά σε κάποιον ξακουστό επαγγελματία, στον οποίο έμεινε αρκετά χρόνια. Όταν κατάλαβε ότι μπορεί να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις, άνοιξε δικό του ραφείο, το οποίο βρισκόταν στην πάροδο που ενώνει σήμερα τους δρόμους Ερμού και Ανδρούτσου. Σύντομα απέκτησε μεγάλη πελατεία όχι μόνον Ελλήνων αλλά και Τούρκων, η οποία του απέφερε ικανά κέρδη. Έτσι αποφάσισε να χτίσει μια ευπρόσωπη κατοικία στην αρχοντική τότε συνοικία Παράσχου, τη σημερινή συνοικία του Αγίου Νικολάου, στην οποία κατοικούσε η αστική τάξη της χριστιανικής κοινότητας της Λάρισας. Για τον σκοπό αυτό τον Νοέμβριο του 1876 ο Θεόδωρος Μαρκίδης αγόρασε μια απλή μονοκατοικία που ανήκε στην Ελένη Αθανασίου, την κατεδάφισε και στη θέση της έκτισε μια μεγάλη τριώροφη οικοδομή, η κατασκευή της οποίας ολοκληρώθηκε το 1881.
Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της κατοικίας ξέφευγε αρκετά από τα μέχρι τότε παραδοσιακά πρότυπα, καθώς ήταν φανερό ότι αναζητούσε τον στολισμό της εξωτερικής όψεως. Χαρακτηριστικοί ήταν οι δύο εξώστες του άνω ορόφου, οι οποίοι στηρίζονταν με μικρά κεραμικά φουρούσια και περιβάλλονταν από μεταλλικά κιγκλιδώματα σε ωραία σχέδια. Η σιδεριά του ανατολικού εξώστη, ο οποίος βρισκόταν ακριβώς πάνω από την κυρία είσοδο του σπιτιού και έβλεπε προς την αυλή, έφερε μέσα σε κύκλο τα αρχικά γράμματα του ιδιοκτήτη Μ. Θ., ενώ στον βόρειο εξώστη που έβλεπε προς την οδό Γρηγορίου Ε΄, η σιδεριά έφερε τη χρονολογία 1881 μέσα σε κύκλο. Μεγάλα παράθυρα ανοίγονταν και στους δύο επάνω ορόφους, ενώ στο ημιυπόγειο ήταν μικρότερα. Ακροκέραμα ήταν τοποθετημένα στις γωνίες της στέγης, ενώ ωραίες σιδεριές υπήρχαν επίσης στην εξωτερική πόρτα και στον μαντρότοιχο μπροστά από την αυλή του αρχοντικού.
Σε κάτοψη το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη ήταν σχεδόν κανονικό τετράγωνο. Η ανατολική πλευρά, όπου βρισκόταν και η κύρια είσοδος, κοιτούσε προς την ευρύχωρη αυλή, η οποία ήταν στολισμένη με δένδρα, λουλούδια, ένα παραδοσιακό πηγάδι, μια βρύση και ορισμένους βοηθητικούς χώρους.
Η είσοδος στο εσωτερικό του σπιτιού γινόταν με σκάλες που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο. Εσωτερικά η διαρρύθμιση ήταν σχεδόν πανομοιότυπη και στους δύο ορόφους. Ένας τεράστιος χώρος υποδοχής υπήρχε με την είσοδο στο εσωτερικό το σπιτιού , ενώ στο βάθος υπήρχαν εσωτερικές σκάλες. Ο υπόλοιπος χώρος καταλαμβανόταν από διάφορα δωμάτια.
Τα δομικά υλικά της οικοδομής και ο τρόπος κατασκευής της ήταν και αυτός παραδοσιακός. Οι τοίχοι του ημιυπόγειου ήταν πέτρινοι, ενώ οι δύο επάνω όροφοι ήταν κατασκευασμένοι με έναν συνδυασμό πλιθιών και διπλής ξυλοδεσιάς, μεγάλης αντοχής. Χάση στην κατασκευή αυτή το αρχοντικό του Μαρκίδη διατηρήθηκε χωρίς να το θίξει η έντονη σεισμική δραστηριότητα της περιοχής μας[1].
Το 1884 νυμφεύθηκε, αλλά στάθηκε άτυχος, καθώς μετά από λίγο καιρό η γυναίκα του πέθανε. Σύντομα αναγκάσθηκε να νυμφευθεί εκ νέου με την κόρη της λαρισινής οικογένειας Πετρόπουλου με την οποία απέκτησε έναν γιο τον Βασίλη, ο οποίος όμως πέθανε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Αλλά και στον δεύτερο γάμο του ο Θεόδωρος Μαρκίδης στάθηκε άτυχος, καθώς πέθανε και η δεύτερη γυναίκα του και οδηγήθηκε το 1899 σε τρίτο γάμο. Η νέα γυναίκα του ήταν η Αριστέα Παπαϊωάννου από τη Μακρινίτσα. Μαζί της απέκτησε δύο αγόρια, τον Πέτρο και τον Γιάννη, οι οποίοι μαθήτευσαν κοντά του στην τέχνη της ραπτικής και τον διαδέχθηκαν στο ραφείο του, όταν πλέον εκείνος αποσύρθηκε. Πέθανε στις 5 Νοεμβρίου του 1936 σε ηλικία 96 ετών, ενώ η γυναίκα του Αριστέα το 1953 σε ηλικία 83 ετών.
Από τα αγόρια του, ο Πέτρος (1900-1958), νυμφεύθηκε το 1944 τη Μαρίκα Χαντή από τη Νέα Αγχίαλο. Εκτός από την επαγγελματική του δραστηριότητα, συμμετείχε ενεργά στη μουσική κίνηση της πόλεως, υπήρξε μέλος και διετέλεσε και πρόεδρος του Μουσικού Συλλόγου Λαρίσης. Απέκτησε δύο κόρες, την Αριστέα, δασκάλα και την Ελένη, νηπιαγωγό. Ο άλλος γιος του ο Γιάννης (1902-1986), παρέμεινε άγαμος και δραστηριοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σαν μέλος του Ορειβατικού Συλλόγου Λαρίσης[2].
Ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία των 125 χρόνων ζωής του αρχοντικού. Αρχικά ο ιδιοκτήτης του στέγασε στα ευρύχωρα διαμερίσματα την προσωπική του ευτυχία. Το 1897, παραμονές του «ατυχούς» ελληνοτουρκικού πολέμου, στεγάσθηκε για λίγο ο πρίγκιπας Νικόλαος, αδελφός του διαδόχου Κωνσταντίνου. Μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Τούρκους, το αρχοντικό επιτάχθηκε για να στεγάσει για ένα περίπου χρόνο τον Χαλίλ μπέη, υπασπιστή του κατακτητή της Θεσσαλίας Ετέμ πασά. Το 1917, με την είσοδο των γαλλικών στρατευμάτων στη Λάρισα, το αρχοντικό επιτάχθηκε εκ νέου από τους Γάλλους αξιωματούχους λόγω του μεγέθους και των ανέσεων που διέθετε, για να στεγάσει στρατιωτικές υπηρεσίες. Νέα επίταξη έγινε και το 1941, με την κατάληψη της Λάρισας από τους Γερμανούς, η οποία κράτησε όλη την περίοδο της κατοχής. Το αρχοντικό κατοικείτο μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου 2005, οπότε και κατεδαφίσθηκε για να κατασκευασθεί ως συνήθως, πολυώροφη οικοδομή.
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Παλιά σπίτια της Λάρισας που χάθηκαν. Το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη, εφ. Ελευθερία, ένθετο «Πολιτισμός», φύλλο της 21ης Μαΐου 2006.
[2]. Τα ιστορικά και οικογενειακά στοιχεία του σημειώματος αυτού αντλήθηκαν από τα προσωπικά βιώματα και της αφηγήσεις των προγόνων της Αριστέας Μαρκίδη-Παππά, εγγονής του Θεόδωρου Μαρκίδη.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com