εν λειτουργία 7-8 ναούς, ενώ η Λάρισα διέθετε μόνον τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου και μάλιστα υπήρχαν περιπτώσεις που ούτε κι’ αυτός λειτουργούσε, οπότε οι κάτοικοί της αναγκάζονταν να εκκλησιάζονται στην Αγία Μαρίνα ή σε ναούς άλλων πλησιόχωρων οικισμών. Γι’ αυτό και ο μητροπολίτης Λαρίσης διέμενε περισσότερο χρόνο στον Τύρναβο, παρά στη Λάρισα. Αυτά και πολλά άλλα στοιχεία για τον Τύρναβο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας μας διέσωσαν οι ευρωπαίοι ταξιδιώτες που τον επισκέφθηκαν.
Ο 19ος αιώνας ήταν για τη Θεσσαλία ο αιώνας των ξένων περιηγητών, οι οποίοι άφησαν ενδιαφέρουσες και αναλυτικές περιγραφές από τον Τύρναβο. Ένας εξ αυτών ήταν και ο γάλλος ζωγράφος Lois Dupre, ο οποίος επισκέφθηκε τον Τύρναβο την 1η Απριλίου 1819, συνοδεύοντας τρεις επιφανείς άγγλους περιηγητές. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε ο Dupre το 1826 με τον τίτλο «Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη» περιγράφει με λεπτομέρειες τη συνάντησή των περιηγητών με τον Βελή πασά και κυρίως μας αφήνει γραπτές μαρτυρίες και σημαντικές λεπτομέρειες του πλούτου του παλατιού του Βελή στον Τύρναβο.
Το ανάκτορο αυτό βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Τούμπα, αριστερά από την έξοδο της γέφυρας προς την πόλη. Παλιότερα η περιοχή αυτή ήταν γνωστή με το όνομα Σαράι. Ο Βελής, για να δώσει έκταση και μεγαλοπρέπεια στο παλάτι του και για να αποφύγει την ενοχλητική γι’ αυτόν γειτονία με χριστιανικό ναό, ισοπέδωσε την εκκλησία της αγίας Παρασκευής που βρισκόταν από παλιά στο σημείο αυτό. Απ’ αυτήν διατήρησε μόνο το ψηλότερο κυπαρίσσι που βρισκόταν στο προαύλιο της. Το συγκρότημα του σαραγιού είχε πρόσοψη στην όχθη του Τιταρήσιου, ήταν τριώροφο και αρχιτεκτονικά διέφερε από τα γύρω κτίρια, γιατί ήταν κτισμένο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά οικοδομικά πρότυπα. Η περιγραφή του Dupre για τον Τύρναβο είναι εκτεταμένη. Από μετάφραση της Χριστίνας Πολέζε μεταφέρουμε τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία της περιγραφής του Dupre για τον Τύρναβο και το παλάτι του Βελή:
«Την 1η Απριλίου, ύστερα από 10 ώρες πορεία και κάτω από υπερβολική ζέστη, φθάσαμε στον Τύρναβο. Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά, έδωσε εντολές να καταλύσουμε στο σπίτι του γιατρού του, που ήταν Έλληνας, και μας είπαν πως σύντομα θα μας δεχόταν και ο ίδιος. Πήγαμε για ακρόαση. Στην είσοδο του παλατιού ήταν συνωστισμένο ένα πλήθος ανδρών όλων των τάξεων και από όλα σχεδόν τα γειτονικά κράτη. Όμως εμάς μας πέρασαν αμέσως σε ένα δωμάτιο, όπου έξη Τούρκοι και τρεις Έλληνες προεστοί, όλοι υπουργοί του πασά, ήταν απασχολημένοι με το να γράφουν πάνω στα γόνατά τους. Είχαν την ευγένεια να μας προσφέρουν πίπες και καφέ και έπειτα ξανάρχισαν τη δουλειά.
Λίγες στιγμές αργότερα οδηγηθήκαμε μέσα σε μια τεράστια αίθουσα υποδοχής, η οποία είχε μήκος πενήντα βήματα περίπου και η οποία ήταν διακοσμημένη με περίεργη μεγαλοπρέπεια. Πάνω σε ένα φαρδύ ντιβάνι ήταν τακτοποιημένα συμμετρικά τριάντα οκτώ κατακόκκινα μαξιλάρια, κεντημένα με γοητευτικά σχέδια ανατολίτικου ύφους. Οι τοίχοι ήταν εμπλουτισμένοι με καθρέπτες και χρυσώματα. Ο ίδιος τρόπος διακόσμησης συνεχιζόταν και στο πανύψηλο ταβάνι. Χρυσωμένα και ανάγλυφα τρόπαια καταλάμβαναν από κάτω μέχρι επάνω τις τέσσερις γωνιές, ενώ τοπία, άκομψα ζωγραφισμένα, χωρίς προοπτική, όμοια με τις ταμπέλες των χωριών μας, κυριαρχούσαν κατά μήκος του διαζώματος. Μέσα σε στενά πλαίσια δεκαεπτά παράθυρα ορθάνοιχτα, άφηναν να φανούν ελεύθερα υπέροχες εξοχές, και σε κάθε σταυροδρόμι κρεμόταν ένα πλούσιο κλουβί, μέσα στο οποίο κυκλοφορούσε ένα καναρίνι, σαν να αποτελούσε ένα απαραίτητο εξάρτημα για κάθε πίνακα ή εικόνα κάποιου φυλακισμένου, πάνω σ’ αυτή τη γη της υποτέλειας. Όλο αυτό το σύνολο, αν και βάρβαρο, δεν υπολειπόταν ούτε σε μεγαλείο, ούτε σε εντύπωση.
Τα άτομα τα οποία στριμώχνονταν σε ένα μεγάλο πλήθος μέσα στο διαμέρισμα δεν ήταν λιγότερο παράξενα, από τα αντικείμενα που το στόλιζαν. Είδαμε όλων των ειδών τις ενδυμασίες από όλες τις φυσιογνωμίες, και ασφαλώς συναγωνιζόμασταν και εμείς οι ίδιοι στην πρωτοτυπία της εικόνας. Δύο καναπέδες είχαν τοποθετηθεί, κατ’ εξαίρεση για μας, απέναντι από τον πασά, στο βάθος της αίθουσας αριστερά, όπου ήταν η τιμητική θέση. Ήταν καθισμένος ανακούρκουδα (οκλαδόν) πάνω στο ντιβάνι, ανάμεσα σε τρεις Τούρκους οι οποίοι στέκονταν όρθιοι μέχρι να τους δοθεί η διαταγή να καθίσουν, αφού πρώτα προσκάλεσε εμάς τους ίδιους με ένα νεύμα. Παρατηρήσαμε το όμορφο κεφάλι του, τη μακριά μαύρη γενειάδα του και το πλούσιο μαχαίρι που συγκρατούνταν στη ζώνη του. Το σώμα και τα γόνατά του ήταν τόσο διπλωμένα και βυθισμένα μέσα στα μαξιλάρια, ώστε δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε το ύψος του, ούτε να δούμε πως έβγαιναν τα χέρια του από τα ρούχα ή από τη γούνα του. Ο Βελής μας έκανε μια βαθιά υπόκλιση, ξεκίνησε πρώτος τον λόγο, απευθυνόμενος σχεδόν πάντοτε στα ελληνικά και μερικές φορές στα ιταλικά...
Στη συνέχεια ο Βελής πρότεινε να ακούσουμε μια ιταλίδα αοιδό. Η signora ήλθε μέσα στην αίθουσα και του φίλησε το χέρι, όμως καθώς είχε προσκληθεί να τραγουδήσει, ζήτησε συγγνώμη και ισχυρίσθηκε πως ήταν αδύνατον να μας διασκεδάσει, γιατί το πιάνο της ήταν ξεκούρδιστο. Ο πασάς, καθώς δεν είχε πλέον τίποτα να μας πει, μας πρόσφερε την άμαξα για να μας οδηγήσουν στην κοιλάδα των Τεμπών.
Αυτή ήταν η πρώτη μας επικοινωνία με τον γιο του Αλά πασά, ο οποίος έμοιαζε με τον πατέρα του μόνον στη στυγερότητα του και τα βίτσια του. Γνωρίζουμε, λέει ο Pouqueville, ότι έχουν μεταφρασθεί για χάρη του Βελή, τα πιο αισχρά βιβλία της Ευρώπης. Απολάμβανε, όταν αναμίγνυε τον πόνο με την ηδονή, όταν μάτωνε με δαγκωματιές τα χείλη της όμορφης γυναίκας που ατίμαζε, όταν ξέσκιζε με τα νύχια του τις καμπύλες που μόλις είχε χαϊδέψει. Ο οικοδεσπότης μας, που ήταν και ο γιατρός του, μας πληροφόρησε ότι αυτός ο πρίγκιπας κατατρώγεται ύπουλα από τα πλέον άσχημα αφροδίσια νοσήματα, κάτι που ωστόσο δεν τον εμποδίζει να διατηρεί ολόκληρο χαρέμι...
Παρότι δεν αποκόμισα από τον Βελή πασά μια ανάμνηση ιδιαίτερα θετική, δεν μπόρεσα να μη νοιώσω ένα αίσθημα οίκτου, όταν έμαθα πολύ αργότερα ότι αυτός ο δυστυχής, υποχρεωμένος καθώς ήταν να υποκύψει στην Πύλη και να προδώσει τον πατέρα του, είχε τελειώσει την άσχημη καριέρα του με έναν θάνατο ακόμα πιο άνανδρο, απ’ ότι η ζωή του...
Πριν να αφήσουμε τον Τύρναβο θα ήθελα να πω κάποιες λέξεις γι’ αυτή την πόλη, όμως δεν βρήκα τίποτα το αξιοσημείωτο. Αν είναι αλήθεια, όπως το ισχυρίσθηκαν κάποιοι, ότι μετρούσε προς το τέλος του 17ου αιώνα τρία τζαμιά και δεκαοκτώ εκκλησίες, είναι σημαντικά ξεπεσμένη. Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον στον Τύρναβο παρά μόνον λίγες τούρκικες οικογένειες και δύο έως τρεις χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι μάλλον βρίσκονται σε μεγάλη αθλιότητα, αν βέβαια επέζησαν από τις τελευταίες αναταραχές».
[1]. Ο Βελή πασάς κατά την εδώ παραμονή του φρόντισε να κτίσει και άλλα δύο παλάτια, εκτός από αυτό του Τυρνάβου. Το ένα ήταν στη Λάρισα και λεγόταν Ακ Σαράι (Λευκό Ανάκτορο). Κατά έναν περίεργο τρόπο δυστυχώς δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για το ανάκτορο αυτό, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή της Νεάπολης. Το δεύτερο ήταν στον Αετόλοφο της Αγιάς, το οποίο του έδωσε αρχιτεκτονικά σε μικρογραφία τη μορφή του παλατιού του πατέρα του Αλή πασά στα Ιωάννινα.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com