Οι ρίζες της οικογένειας Βλησσαρίδη ανιχνεύονται στα Αμπελάκια. Εκεί γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα ο Δημήτριος Βελισσαρίου, όπως ήταν το αρχικό επίθετο της οικογένειας, το οποίο αργότερα για φωνητικούς προφανώς λόγους μεταβλήθηκε σε Βλησσαρίδης. Εγκαταστάθηκε στη Λάρισα και εργάσθηκε σαν επιπλοποιός-φερετροποιός. Εδώ νυμφεύθηκε την Γλυκερία το γένος Σδράλη από τη Βλάστη. Ο πατέρας της ήταν έμπορος και είχε εμπορικές επικοινωνίες που έφθαναν μέχρι και τη Ρωσία. Για να εγκαταστήσει την οικογένειά του αγόρασε μια ωραία διώροφη κατοικία η οποία βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Ηπείρου και Παπαναστασίου[1]. Δημήτριος Βλησσαρίδης και Γλυκερία Σδράλη απέκτησαν έξη τέκνα, με τη σειρά τα εξής:
--Την Ελένη, η οποία παντρεύτηκε τον γεωπόνο Χρήστο Σαρχώση, ο οποίος βρέθηκε έγκλειστος σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Dachau της Βαυαρίας, από το οποίο κατόρθωσε να βγει ζωντανός.
--την Ξανθίππη, η οποία ήταν δασκάλα και παντρεύτηκε τον Χρήστο Χασάπη, Πελοποννήσιος την καταγωγή, ο οποίος εργαζόταν στο Δημόσιο Ταμείο.
--την Λουκία η οποία παντρεύτηκε τον ξακουστό τα προπολεμικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ζωγράφο, αγιογράφο, φωτογράφο Παντελή Γκίνη[2].
--τον Κωνσταντίνο, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα εμπορίας σιδηρικών και χρωμάτων.
--τον Νικόλαο, ο οποίος όταν μεγάλωσε μετακόμισε στην Αθήνα, παντρεύτηκε και δημιούργησε οικογένεια μακριά από τη Λάρισα.
--τον Βασίλειο. Ήταν ο τελευταίος της οικογένειας. Γεννήθηκε περί το 1897 και ήταν από τους πιο επιτυχημένους εμπόρους της Λάρισας. Διέθετε στην οδό Ερμού κατάστημα με είδη προικός και υφάσματα, με την επωνυμία «Ο Θησαυρός». Νυμφεύθηκε στα 1947 την Βασιλική Καραμπέλου από τον Τύρναβο. Οι γονείς της είχαν εργοστάσιο υφαντουργίας στον Τύρναβο το οποίο πυρπολήθηκε κατά τον εμφύλιο. Απέκτησαν μια κόρη την Ελένη, η οποία είναι παντρεμένη με τον δικηγόρο Δανιήλ Γάλλο. Όπως αναφέραμε, τον χειμώνα του 1941 ο Βασίλειος Βλησσαρίδης αγόρασε την κατοικία-πύργο της γυναίκας του αξιωματικού του Ιππικού Ανδρέα Βερύκιου, η οποία ήταν ονομαστή στη Λάρισα για την ιδιόμορφη αρχιτεκτονική της μορφή.
Όπως περιγράφεται και στο συμβόλαιο αγοράς του 1941, η κατοικία ήταν διώροφη με υπόγειο, κτισμένη με πέτρα και τούβλα και είχε τετράριχτη στέγη με κεραμίδια. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της ήταν η προσαρμογή στην βορειοανατολική γωνία του κτίσματος πυργοειδούς κατασκευής στο εσωτερικό της οποίας βρισκόταν μια ξύλινη ελικοειδής σκάλα η οποία οδηγούσε στα υπνοδωμάτια του επάνω ορόφου που ήταν δύο και στη σοφίτα που βρισκόταν στην κορυφή του πύργου. Στο κέντρο της στέγης του πύργου υπήρχε ανεμοδείκτης, ο οποίος ήταν αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης των περαστικών. Είναι το μόνο αντικείμενο που διασώθηκε από το σπίτι αυτό. Η κατοικία περιβαλλόταν από κήπο και η είσοδος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά, επί της οδού Βασ. Σοφίας (σήμερα Παπαναστασίου). Λίγα μέτρα μετά την είσοδο της αυλόπορτας, μερικά μαρμάρινα σκαλάκια σε οδηγούσαν στην κύρια είσοδο της κατοικίας και απ’ εκεί στη σάλα υποδοχής. Αριστερά στη γωνία ήταν η κουζίνα και δεξιά η πορεία σε οδηγούσε στην ξύλινη σκάλα που αναφέραμε. Το υπόγειο ήταν μεγάλο και επικοινωνούσε από την αυλή. Διέθετε διάφορους βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους και κατά διαστήματα χρησιμοποιήθηκε και ως κατοικία.
Τα σύνορα του σπιτιού ήταν: Ανατολικά ο κεντρικός δρόμος (Παπαναστασίου) που οδηγούσε στο χαντάκι (Κουλουρντού), το οποίο αργότερα σκεπάσθηκε και δημιουργήθηκε η σημερινή οδός Πολυτεχνείου, βόρεια η οδός Μουρούζη, δυτικά βρισκόταν το οικόπεδο του Βασιλείου Πράσσα και νότια είχε την αυλή και το σπίτι της η οικογένεια Ιωαννίδη. Το σπίτι-πύργος δεν κατοικήθηκε από τους αγοραστές αλλά ενοικιάσθηκε από την οικογένεια του κρεοπώλη Παπαλαγάρα.
Το 1965 η ιδιοκτησία αυτή του Βασιλείου Βελισσαρίδη άρχισε να κατεδαφίζεται. Στην δημοσιευόμενη φωτογραφία διακρίνονται οι εργασίες αποξηλώσεως των κουφωμάτων, ενώ ο ανεμοδείκτης έχει ήδη αφαιρεθεί[3].Στη θέση του ανεγέρθηκε πολυώροφη οικοδομή. Λίγα χρόνια μετά τον «θάνατο» της κατοικίας-πύργος, πέθανε το 1980 σε ηλικία 83 ετών και ο αγοραστής της Βασίλειος Βελισσαρίδης. Ευτυχώς όμως έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα φωτογραφίες αυτού, αλλά και άλλων κτιρίων που χάθηκαν και έτσι μπορεί κανείς να αναπλάσει μερικώς την ομορφιά της παλιάς Λάρισας, η οποία τόσο πολύ διαλαλείται από τους συμπολίτες μας που την έζησαν, έστω και σε μικρή ηλικία.
[1]. Φωτογραφία του σπιτιού έχει αποτυπωθεί σε επιστολικό δελτάριο το οποίο δημοσιεύθηκε προ μηνών. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Συνοικία Αγίου Νικολάου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 5ης Φεβρουαρίου 2017. Το κτίριο αυτό καταστράφηκε σημαντικά από τον σεισμό του 1941 και αποκαταστάθηκε πρόχειρα. Πριν από μερικά χρόνια κατεδαφίσθηκε και σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει πολυώροφη οικοδομή.
[2]. Ο Παντελής Γκίνης (1888-1988) γεννήθηκε στη Δάρδα της Β. Ηπείρου και το 1911 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Εργάσθηκε ως αγιογράφος σε συνεργασία με τον Χρυσόστομο Παπαμερκουρίου και κάποιο διάστημα το εργαστήριό τους στεγαζόταν σε ισόγειο κτίσμα που βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Ηπείρου και Παπαναστασίου, απέναντι από την κατοικία του Βασιλείου Βλησσαρίδη.
[3]. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω την κόρη του Βασιλείου Βλησσαρίδη κ. Ελένη Γάλλου, η οποία ανταποκρίθηκε με ευχαρίστηση και προθυμία στην πρόσκληση για την αναφορά στο εμβληματικό αυτό κτίριο της Λάρισας και την διάθεση των φωτογραφιών. Μόνον με τέτοιες ευγενείς συνεργασίες μπορεί να γραφεί με ακρίβεια η ιστορία της πόλεώς μας κατά τον 20ο αιώνα.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com