«Ο σύζυγός μου, είπε, δεν θέλει από σεμνότητα να μιλά για τη δράση του πατέρα του, έτσι αποφάσισα να το κάνω εγώ, χωρίς να το ξέρει γιατί ορισμένα πράγματα δεν θα πρέπει να ξεχνιούνται και οι Λαρισαίοι πάλι θα πρέπει να τα γνωρίζουν.
...Ήταν 30 Ιανουαρίου του 1943. Το σκηνικό εξελίσσεται νύχτα στο νεκροταφείο του Τυρνάβου υπό το φως των προβολέων στρατιωτικών αυτοκινήτων. Το εκτελεστικό απόσπασμα των Ιταλών έχει ήδη λάβει θέσεις απέναντι από δύο καταματωμένα από τα βασανιστήρια παλικάρια τον υπίλαρχο Χρήστο Γιάγκο και τον ίλαρχο Γιάννη Πανόπουλο.
Το τέλος, αναμενόμενο, και έρχεται με το παράγγελμα του επικεφαλής Ιταλού αξιωματικού του αποσπάσματος. Οι δύο Έλληνες αξιωματικοί του ιππικού είναι πλέον νεκροί.
Ο Χρήστος Γιάγκος, θα συνεχίσει η κ. Άσπα, ήταν ο πατέρας του συζύγου μου που σχεδόν δεν γνώρισε ποτέ γιατί ο υπίλαρχος άφησε την οικογένειά του και σκοτώθηκε για την πατρίδα. Στη Λάρισα βρέθηκε λίγο πριν τον πόλεμο το 1939 με μετάθεση όπου και γνωρίστηκε με μια Λαρισαία και την παντρεύτηκε. Όμως δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει ότι με την πατρίδα σκλαβωμένη ο ίδιος θα έπρεπε να κάθεται. Έτσι οργανώθηκε στην αντίσταση και μετείχε στην οργάνωση «Μίδας» του ταγματάρχη του ελληνικού στρατού Γιάννη Τσιγάντε που δρούσε με εντολές από τη Μέση Ανατολή. Εκείνο τον Ιανουάριο αφήνοντας πίσω την οικογένεια η πεθερά του θέλησε να τον συνετίσει... «Πού πας, έχεις οικογένεια». Η απάντηση ήταν «πρώτα η πατρίδα και μετά όλα τα άλλα».
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Ο υπίλαρχος Χρήστος Γιάγκος και ο ίλαρχος Γιάννης Πανόπουλος μετείχαν στην αντιστασιακή οργάνωση του Γιάννη Τσιγάντε, ταγματάρχη του ελληνικού στρατού, η οποία σε συνεργασία με την ιδρυθείσα οργάνωση «Φιλική Εταιρεία» θα αναλάμβαναν σαμποτάζ κατά των δυνάμεων κατοχής. Ο Γιάννης Τσιγάντες ήλθε στην Ελλάδα κατ’ εντολή των Βρετανών.
Στις 26 Ιανουαρίου 1943 οι δύο αξιωματικοί Χρ. Γιάγκος και Γ. Πανόπουλος έλαβαν εντολή από την οργάνωση, σε συνεργασία και τη βοήθεια της «Φιλικής Εταιρείας» να μεταβούν στα περίχωρα της Ελασσόνας για να παραλάβουν Άγγλους και πυρομαχικά που θα έπεφταν με αλεξίπτωτο.
Στο δρόμο όμως Τυρνάβου-Ελασσόνας, κοντά στη Μυλόγουστα, ιταλική περίπολος τους συνέλαβε, βρήκαν επάνω τους φωτοβολίδες κ.λπ., αμέσως προσήχθησαν στον Τύρναβο όπου επί πέντε ημέρες τους χτυπούσαν και τους κακοποιούσαν άγρια οι Ιταλοί να αποκαλύψουν άλλους συνεργάτες, χωρίς αποτέλεσμα. Εάν μιλούσαν πολλοί επώνυμοι Λαρισαίοι οργανωμένοι στη «Φιλική Εταιρεία» θα συλλαμβάνονταν.
Στις 30 Ιανουαρίου 1943, μετά από συνοπτικές διαδικασίες Στρατοδικείου, εκτελέστηκαν στο Νεκροταφείο Τυρνάβου στις 11 το βράδυ υπό το φως των προβολέων.
Οι χήρες πήραν μια πενιχρή σύνταξη ως «θύματα πολέμου» για να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα δύο ανήλικα παιδιά των, ούτε καν τους έδωσαν τα αξιώματα ως πεσόντες «εν τη εκτελέσει των προς την πατρίδα καθηκόντων τους» και οι γιοι των δύο αξιωματικών, τιμής ένεκεν, να εισαχθούν άνευ εξετάσεων στις στρατιωτικές σχολές, πράγμα που δεν έγινε...
Πολύ αργότερα ο Δήμος Λάρισας παραχώρησε έναν οικογενειακό τάφο στους συγγενείς στο παλιό νεκροταφείο, ενώ κοντά στο Γηροκομείο ένας δρόμος φέρει το όνομα του ήρωα αξιωματικού και ονομάζεται οδός Χρήστου Γιάγκου.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΜΙΔΑΣ
Το καλοκαίρι του 1942 οι συμμαχικές δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική βρίσκονταν σε πολύ δυσχερή θέση μετά από την επίθεση του Ρόμελ. Τότε το Βρετανικό Γενικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή διέταξε την ομάδα «Προμηθέας II», την οποία ήλεγχε η SOE στην Αθήνα να προβεί σε γενικευμένες δολιοφθορές, που θα είχαν ως συνέπεια την καθυστέρηση ανεφοδιασμού των γερμανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική, και στον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου. Ο αποκλεισμός της διώρυγας ήταν εγχείρημα υψίστης σημασίας που όμως δεν επετεύχθη. Τότε αποφασίστηκε η οργάνωση ανεξάρτητης αποστολής με τη συγκρότηση μιας εννιαμελούς οργάνωσης με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε, η οποία εκτός από τον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου θα επιδίωκε τη συλλογή και τη διαβίβαση πληροφοριών, την ίδρυση ενός συμβουλίου που θα συντόνιζε τον αγώνα και τη συγκρότηση ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα.
Στα τέλη του Ιουλίου του 1942 η αποστολή έφτασε στην Ελλάδα. Ο Τσιγάντες έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη της οργάνωσης Μίδας 614 και ξεκίνησε επαφές με όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους και με αντιστασιακές οργανώσεις προκειμένου να επιτευχθεί κάποια μορφή συνεργασίας. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα καθώς από τη μία διάφορες οργανώσεις θεωρούσαν ότι η αποστολή του Τσιγάντε είχε γίνει γνωστή στις αρχές κατοχής και υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθούν και από την άλλη προκαλούσε ο τρόπος που συνεργάτες του ξόδευαν τις λίρες που είχαν φέρει μαζί τους. Στις 14 Ιανουαρίου του 1943 ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις περικύκλωσαν το κρησφύγετο του στην οδό Πατησίων 86 στο κέντρο της Αθήνας. Ο Τσιγάντες υποδύθηκε τον αξιωματικό της αστυνομίας πόλεων, χωρίς όμως να πείσει τους Ιταλούς. Τελικά, και αφού προηγουμένως έκαψε τα αρχεία του, συνεπλάκη μαζί τους και έχασε τη ζωή του αν και πρόλαβε να σκοτώσει δύο και τραυματίσει τρεις από αυτούς. Μετά θάνατο προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης». Στο κτίριο όπου δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα το 1984.
Προδομένοι όμως φαίνεται σκοτώθηκαν και οι δυο αξιωματικοί της σημερινής μας ιστορίας στον Τύρναβο, πράγμα όμως που δεν εξιχνιάστηκε πότε.
Εξάλλου τώρα πια τι νόημα θα είχε. Αυτό που μένει είναι το «παρών», που τελικά ακούστηκε και δικαίωσε τους στίχους του Κωστή Παλαμά:
“Ανάξιος όποιος ξάφνου ακούει
το προσκλητήρι των καιρών
να το φυσάει ή να το κρούει
σάλπιγκα ή τύμπανο, δε λέει ΠΑΡΩΝ”