*Από τον Γιώργο καραβάνα
Ας πούμε πως υπάρχει στην Ελλάδα ένας πλούσιος, που δεν έγινε πλούσιος επειδή έκλεβε, αλλά επειδή δούλευε πολύ. (Φαντάζομαι πως θα υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι, παρά την περί του αντιθέτου παραφιλολογία). Ο πλούσιος λοιπόν αυτός άνθρωπος, έγινε πλούσιος δουλεύοντας για πολλά χρόνια. Δεν ήξερε τι θα πει Σαββατοκύριακο και απογευματινή χαλάρωση. Δεν ήξερε τι θα πει να ζεις χωρίς άγχος. Ήθελε να αφήσει λεφτά στα παιδιά του. Τα χρήματα που έβγαζε με τον κόπο του τα έβαζε στην άκρη, αφού πρώτα πλήρωνε όλους τους φόρους που του αναλογούσαν. Δεν προσπαθούσε να αποφύγει τις δημόσιες υποχρεώσεις του. Πλήρωνε πάντα στα διόδια, έκοβε πάντα εισιτήριο, ζητούσε κι έδινε πάντα αποδείξεις. Έφτασε λοιπόν, συνταξιούχος πλέον, να έχει στην τράπεζα κάποια χρήματα. Σε ελληνική μάλιστα τράπεζα, παρότι θα μπορούσε απολύτως νόμιμα, να τα έχει σε τράπεζα του εξωτερικού. Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αυτός ο άνθρωπος αποτελεί εκπρόσωπο του «μεγάλου κεφαλαίου». Η κυβέρνηση (αλλά και η ΕΕ, που δήλωσε ότι εγγυάται τις καταθέσεις ως το πολύ 100.000 ευρώ) είναι πιθανόν να επιβάλλει «έκτακτο φόρο» ή αλλιώς «κούρεμα», προκειμένου δήθεν να προασπίσει την εθνική οικονομία. Κατά έναν περίεργο τρόπο, οι κυβερνώντες θεωρούν πως τα χρήματα αυτά είναι δικά τους και πως μπορούν να τα κάνουν ότι θέλουν! Και πως οι πολίτες δεν είναι ελεύθερα όντα με συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην κατοχή περιουσίας, που κανείς δεν δικαιούται να δημεύσει!
Εκτός του πλούσιου υπάρχει κι ένας φτωχός. Στην φτώχεια δεν τον έριξε η τεμπελιά, αλλά μια σειρά από προσωπικές κι επαγγελματικές ατυχίες. Έχει ένα μικρό μαγαζάκι, από το οποίο καταφέρνει ίσα να βγάζει τα «προς το ζειν» – κι αυτά με δυσκολία και μέσα στην ανασφάλεια. Στο μαγαζί δουλεύει αυτός κι ένας υπάλληλος, τον οποίο απασχολεί από χρόνια. Ο υπάλληλος αγαπά το μαγαζί, σαν να είναι δικό του. Καταλαβαίνει πως και το δικό του ψωμί, από αυτό το μαγαζί εξαρτάται. Και βλέπει πως και το αφεντικό, σχεδόν τα ίδια με αυτόν κερδίζει κάθε μήνα. Κι αν κάποτε έπαιρνε λίγο περισσότερα, το θεωρούσε δίκαιο, μια και το μαγαζί φτιάχτηκε με λεφτά του αφεντικού, κι έτσι αν ποτέ έκλεινε, η περιουσία του αφεντικού θα χανόταν κι όχι η δικιά του. Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ο φτωχός αυτός άνθρωπος είναι μέρος της «επιχειρηματικής τάξης», εκπρόσωπος της εργοδοσίας, εχθρός κι εκμεταλλευτής του εργαζόμενου. Και σχεδόν σίγουρα μικροκλέφτης – όλο και κάποια απόδειξη δεν θα κόβει! Και η επιχείρησή του σίγουρα κερδοφόρα, αλλιώς γιατί να την κρατάει ανοιχτή; Ούτε που περνά από το μυαλό του πολιτικού συστήματος ότι υπάρχουν και ζημιογόνες επιχειρήσεις. Ούτε που φαντάζονται ότι πολλοί τις κρατούν ανοιχτές, απλώς με την ελπίδα να πάνε λίγο καλύτερα οι δουλειές τον επόμενο χρόνο – ελπίδα που κάθε φορά διαψεύδεται τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να έχει πλέον συσσωρεύσει κάμποσα χρέη. Ο ίδιος ο φτωχός μαγαζάτορας, είναι ήδη κάποια χρόνια ανασφάλιστος, ανήμπορος να πληρώσει τις υψηλότατες και χωρίς αντίκρισμα ασφαλιστικές του εισφορές. Εισφορές που καθόλου δεν λαμβάνουν υπόψη το ύψος των όποιων εισπράξεων. Εισφορές που είναι ικανές να κλείσουν μια μικρή επιχείρηση, μόνο και μόνο επειδή κάνει την αμαρτία να κερδίζει λιγότερα, απ’ όσα το κράτος θεωρεί πως πρέπει να κερδίζει... Κι αν ο μαγαζάτορας αρρωστήσει, δεν έχει σε ποιόν να στραφεί. Κρατά λοιπόν ανοιχτό το μαγαζί, για να έχει τουλάχιστον λίγο ρευστό στο χέρι! Καταθέσεις, που να κινδυνεύουν να κουρευτούν, δεν έχει. Γι’ αυτόν οι φωστήρες της πολιτικής έχουν άλλες ιδέες. Καταρχάς, «Τέλος Επιτηδεύματος» (φόρος δηλαδή, για να σου επιτραπεί να δουλεύεις ελεύθερα). Επιπλέον, τεκμαρτοί φόροι (δηλαδή φόροι για εισοδήματα που το κράτος τεκμαίρει - δηλαδή μαντεύει - πως μπορεί να έχεις…!). Παράδειγμα, τεκμήριο για το αυτοκίνητο που κάποτε αγόρασες, όταν κέρδιζες λίγα λεφτά παραπάνω! Που όμως τώρα δεν θα μπορούσες να αγοράσεις και μετά βίας συντηρείς. Συν τα τέλη κυκλοφορίας. Και βεβαίως «Τέλος Αλληλεγγύης»! Καλό πράγμα η αλληλεγγύη, αλλά αλληλεγγύη για ποιόν; Δεν είναι και αυτός ο άνθρωπος, ανάμεσα σε αυτούς που χρειάζονται κοινωνική αλληλεγγύη;
Τα παραπάνω πρόσωπα είναι φανταστικά. Ωστόσο είμαι σίγουρος πως υπάρχουν αρκετοί πραγματικοί έλληνες, που ταιριάζουν απόλυτα σε αυτήν την ιστορία! Ο πλούσιος και ο φτωχός, έχουν ένα κοινό μεταξύ τους: δουλεύουν και οι δύο στον ιδιωτικό τομέα. Στον δημόσιο, κανένας δεν πληρώνει «Τέλος Επιτηδεύματος». Κανένας δεν πληρώνει «Τέλος Αλληλεγγύης». Κανείς δεν είναι ανασφάλιστος, ούτε και νοιώθει τόσο ανασφαλής. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί που είναι πλούσιοι, χωρίς όμως να έχουν ζήσει το ίδιο άγχος, ούτε να έχουν δουλέψει αντίστοιχα. Υπάρχουν και άλλοι που δουλεύουν όσο κι ο μαγαζάτορας, αλλά δεν θα κινδυνεύσουν ποτέ να πτωχεύσουν, όπως εκείνος. Η «αλληλεγγύη» τελικά, αλλά και ο «έκτακτος φόρος» στα δουλεμένα και φορολογημένα λεφτά του πλούσιου, σε αυτούς πηγαίνουν! Στις πρόωρες συντάξεις, στα εφάπαξ, στις επιπλέον παροχές, στις αργομισθίες. Αλλά και σε άλλες κρατικές σπατάλες: στους οργανισμούς που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, στο πλεονάζον προσωπικό, στους διορισμένους σε διευθυντικές θέσεις πολιτευτές, στους αποσπασμένους σε κομματικά και βουλευτικά γραφεία υπαλλήλους, στις πολλαπλές συντάξεις συνδικαλιστών και κολλητών. Πλούσιος και φτωχός – μαζί κορόιδα. Κι από την άλλη, ένας κόσμος διαφορετικός: ο κόσμος του πελατειακού κράτους, που κανείς ακόμα δεν τόλμησε να πειράξει, στα 5 χρόνια της κρίσης… (Δεν παραγνωρίζω πως και στο δημόσιο υπάρχουν καλοί και φιλότιμοι λειτουργοί, που με κόπο και μεράκι κρατούν στις πλάτες τους όρθιο, αυτό το άθλιο κράτος. Είναι κι αυτοί θύματα των παρενεργειών και της κακής του ποιότητας).
*Ο Γιώργος Καραβάνας είναι μέλος της ΔΡΑΣΗΣ και υποψ. Βουλευτής με το Ποτάμι.