Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Τον Αύγουστο του 1990, είχα βρεθεί σε δημοσιογραφική αποστολή στην κομμουνιστική Αλβανία που κατέρρεε, κι ήταν σαν να έχω πάει στο Φαρ Ουέστ. Ταξίδεψα, θυμάμαι, με αυτοκίνητο από τα Τίρανα στο Νότο, πάντα με οδηγό και επιτηρητή έναν Έλληνα πιστό του καθεστώτος Χότζα και, κατόπιν, του Ραμίζ Αλία, ο οποίος προσπαθούσε να με πείσει, ανάμεσα σε ερείπια και απόλυτη δυστυχία, για τα προτερήματα του καθεστώτος που κατέρρεε. «Εμείς εδώ δεν έχουμε ούτε ένα κρούσμα AIDS», ήταν ένα από τα αιφνιδιαστικά επιχειρήματά του, που επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί τον φόβο που κυριαρχούσε στη Δύση από την αδυναμία της ιατρικής ακόμα τότε να αποκλείσει τη θνησιμότητα από την ασθένεια. «Μήπως επειδή τα σύνορα είναι κλειστά και δύσκολα ταξιδεύει κανείς εκτός της χώρας;», αναρωτήθηκα, προσπαθώντας να βρω εξήγηση στην πληροφορία που μου δόθηκε συμβατή με τη δυτική κουλτούρα μου. «Όχι», ήταν κοφτή η απάντηση. «Δεν έχουμε AIDS επειδή η Αλβανία δεν έχει ομοφυλοφιλία». «Μα πώς είναι δυνατόν;», αντέτεινα καλοπροαίρετα. «Δεν έχουμε. Κι αν βρεθεί κανείς ομοφυλόφιλος, τον εκτελούμε».
Δεν επιβεβαίωσα ποτέ, δεν διασταύρωσα ποτέ την αλήθεια της φράσης του συνοδού μου. Είναι αλήθεια ότι σε αυταρχικά και απομονωμένα καθεστώτα όλα θα μπορούσαν να συμβούν, πίστευα ωστόσο ότι ο συνομιλητής μου προσπαθούσε να εντυπωσιάσει διά της υπερβολής. Αλλά όπως και να ’χει, η ουσία είναι ότι όντως, η ομοφυλοφιλία διωκόταν σε τέτοιες χώρες, που στο όνομα της επανάστασης έκρυβαν τον βαθύ επαρχιωτισμό τους με τα σκοτεινά του ήθη, χάρη στα οποία συχνά ασκούσαν την εξουσία τους.
***
Η αλήθεια είναι ότι και στον ελληνικό επαρχιωτισμό η ομοφυλοφιλία αντιμετωπιζόταν για χρόνια σαν παρέκκλιση. Δεν τη δίκαζε, προφανώς, κανένα δικαστήριο, αλλά ιδίως οι κλειστές επαρχιώτικες κοινωνίες ήταν έτοιμες να ανακαλύψουν και να διαπομπεύσουν τον «παραβάτη της νόρμας». Οι παλαιότεροι έχουν σχεδόν όλοι τουλάχιστον μια προσωπική ιστορία διαπόμπευσης να θυμηθούν.
Ώσπου ήρθε η μεταπολίτευση και τα λογής κινήματα διεκδίκησαν και κέρδισαν το δικαίωμα για τις ομοφυλόφιλες κοινότητες να υπάρχουν, στην πορεία μάλιστα τα μέλη τους αισθάνθηκαν περήφανα και για τις επιλογές τους. Οι γκέι, άντρες και γυναίκες, έπαψαν να ντρέπονται, οργανώθηκαν σε γκέι κοινότητες, στην πορεία προστέθηκαν και οι τρανς, ενώ και τα πανεπιστήμια υιοθέτησαν τις λεγόμενες σπουδές φύλου, ένδειξη ότι οι κοινωνίες μας ανοίγονται, παύουν να είναι επαρχιώτικες, παραδομένες στη συντήρηση.
Κι όμως. Ό,τι οι κοινωνίες κατανοούν και αποδέχονται, αδυνατούν να το καταλάβουν εκπρόσωποι των θεσμών, υποτίθεται σύγχρονων θεσμών ενός σύγχρονου κράτους. Ενώ, για παράδειγμα, συζητιέται εδώ και πολλά πολλά χρόνια το ζήτημα της παροχής νομικών δικαιωμάτων σε ζευγάρια του ιδίου φύλου, προκειμένου να έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στην εφορία ή όσον αφορά στις κληρονομιές, ή να αντιμετωπίζονται από το κράτος όπως αντιμετωπίζονται τα ετερόφυλα ζευγάρια σε περιπτώσεις νοσηλείας ή θανάτου (η πρόσφατη περιπέτεια του συντρόφου του ηθοποιού Μηνά Χατζησάββα, στον οποίο δεν επιτράπηκε ούτε η παραλαβή της σορού του αγαπημένου του είναι ενδεικτική), το Κοινοβούλιο έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να μην θεσμοθετήσει μια διάταξη, που η χώρα υποχρεώνεται να τη θεσμοθετήσει επειδή βρίσκεται σε ευρωπαϊκό περιβάλλον. Φτάσαμε στο σημείο, να έχει ψηφιστεί σύμφωνο συμβίωσης για ετερόφυλα ζευγάρια, μέτρο σχεδόν περιττό, χρειάστηκε επίσης μια καταδίκη της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και ακόμα μια προσφυγή δεκάδων πολιτών, προκειμένου να γίνει συνείδηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί την ευρωπαϊκή εξαίρεση σε ένα θεμελιώδες θέμα δικαιωμάτων. Και να γίνει, τελικά, νόμος του κράτους, με αρκετές ψήφους της αντιπολίτευσης, και με πολλές διαφοροποιήσεις από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας (βουλευτών των ΑΝΕΛ, αλλά και συριζαίων, όπως π.χ. ο πασοκογενής, και έχων σχέσεις με την Εκκλησία, Μάρκος Μπόλαρης) η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Ο νόμος αυτός, που πολέμησαν μέχρι τέλους θεσμοί όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, όχι απλώς κάποιοι γραφικοί μητροπολίτες αλλά και ο ίδιος ο προκαθήμενος, αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ήταν υποχρέωση της Ελλάδας να ψηφιστεί για λόγους ισότητας.
Στα κράτη δικαίου, όλοι οι πολίτες είναι ίσοι, έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Μα ακόμα κι αν είναι μειοψηφία; Ιδίως αν είναι μειοψηφία – κοινωνική, σεξουαλική, εθνοτική. Δεν γίνεται, π.χ., επειδή κάποιος δεν δηλώνει χριστιανός ορθόδοξος να μην απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα – το κράτος οργανώνεται στο όνομα του λαού, και όχι στο όνομα καμιάς θρησκείας, ως εκ τούτου έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις οι Έλληνες πολίτες ανεξαρτήτως αν είναι ορθόδοξοι, καθολικοί, βουδιστές, μουσουλμάνοι, άθεοι. Το ίδιο ισχύει για τους μειονοτικούς πληθυσμούς στη Θράκη ή στη Φλώρινα. Κατ’ αναλογίαν, τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις έχουν τα ζευγάρια, είτε διαφορετικού φύλου, είτε του ιδίου φύλου – η ελευθερία να επιλέξουν είναι συστατικό στοιχείο της δυτικής δημοκρατίας, αλλά αυτή η ελευθερία καθιστά αξιοζήλευτους τους πολιτισμούς μας, πολιτισμούς ανοχής και πίστης στα ατομικά δικαιώματα.
Το βασικό χαρακτηριστικό των δυτικών κοινωνιών είναι η ισότητα στη διαφορά. Η διαφορά είναι δικαίωμα, αλλά απέναντι στους θεσμούς του κράτους όλοι (πρέπει να) είναι ίσοι. Αυτός είναι ο βασικός κανόνας των δημοκρατικών κοινωνιών του δυτικού κόσμου.
Ευτυχώς, η Ελλάδα ανήκει στον δυτικό κόσμο. Κι ακόμα πιο ευτυχώς, δεν είναι πια μια βαλκανική επαρχία αλλά μια ευρωπαϊκή χώρα. Ως ευρωπαϊκή χώρα αντιμετωπίζει τα θέματα ισότητας των πολιτών της, μόνο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ελπίδα να ξεπεράσει τη βαθύτατη πολιτική, οικονομική και πολιτιστική κρίση στην οποία βρίσκεται. Άλλες μεταφυσικές λύσεις δεν υπάρχουν.