*Του Νίκου Παπαδόπουλου
βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Λάρισας
Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η ανθρωπότητα, είναι η μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή που προκαλείται από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η αλλαγή του κλίματος έχει ήδη εμφανή αποτελέσματα, που εκτείνονται από την αύξηση της θερμοκρασίας έως την άνοδο της στάθμης της θάλασσας εξαιτίας της τήξης των πολικών παγετών, καθώς και τη συχνότερη εμφάνιση καταιγίδων και πλημμύρων. Οι μεταβολές αυτές θα επιφέρουν με τη σειρά τους σοβαρές επιπτώσεις στη φύση των οικοσυστημάτων, τους υδατικούς πόρους, τη δημόσια υγεία, την προσφορά τροφής, τη βιομηχανία, τις γεωργικές καλλιέργειες, τις μεταφορές και τις υποδομές. Η σοβαρότητα των αναμενόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι τέτοια που θα επηρεάσει ολόκληρο τον πλανήτη. Καμιά περιοχή δεν πρόκειται να μείνει ανέπαφη.
Η Σύνοδος του Παρισιού (COP21) αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα στην πορεία των διαπραγματεύσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική γιατί θα αντικαταστήσει τη Συμφωνία του Κιότο. Στοχεύει στην επίτευξη μιας δεσμευτικής συμφωνίας για το κλίμα για μετά το 2020 την οποία θα υπογράψουν όλες οι χώρες. Και η σπουδαιότητα του γεγονότος έγκειται στο ότι εάν δεν υπάρξει χάραξη πολιτικής σε διεθνές επίπεδο και εάν δεν κινητοποιηθεί η παγκόσμια κοινότητα για την επίτευξη του στόχου της μη υπέρβασης των 2 βαθμών Κελσίου, δεν θα είναι εφικτή η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Εάν δεν καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε ένα σίγουρο μέλλον για τον πλανήτη με τη δραστική μείωση των εκπομπών ρυπογόνων αερίων, τότε οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων, τους υδατικούς πόρους, τη δημόσια υγεία, την προσφορά τροφής, τις γεωργικές καλλιέργειες, τη βιομηχανία, τις μεταφορές και τις υποδομές. Για να πραγματοποιηθεί αυτό θα πρέπει η όποια συμφωνία να είναι δεσμευτική για όλα τα κράτη, και οι στόχοι να είναι πραγματικοί, εφαρμόσιμοι και μετρήσιμοι. Η μετάβαση σε οικονομίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή απαιτεί αλλαγές και στα επενδυτικά μοντέλα. Τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική χρηματοδότηση θα πρέπει να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο που θα ευνοεί την επένδυση σε προγράμματα και σχέδια χαμηλών εκπομπών και ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή. Οι σημαντικότερες διαταραχές που θα προκληθούν σύμφωνα με τις αναλύσεις και μελέτες που έχουν διεξαχθεί περιλαμβάνουν επιπτώσεις στους τομείς που προανέφερα: στη δημόσια υγεία, στην αγροτική παραγωγή, στη διαθεσιμότητα και ποιότητα των υδατικών πόρων, στη διαθεσιμότητα γης, στην ποιότητα των φυσικών οικοσυστημάτων, στη βιοποικιλότητα, στην προσφορά και ζήτηση ενέργειας, στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων.
Η αγροτική παραγωγή στη χώρα επίσης επηρεάζεται από τις κλιματικές αλλαγές, αφού η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση των βροχοπτώσεων μειώνουν δραματικά την αγροτική παραγωγή. Μεγάλος αριθμός καλλιεργειών και ειδικά οι ευαίσθητες καλλιέργειες -όπως τα σιτηρά- απειλούνται, όχι μόνο με ραγδαία μείωση της παραγωγής, αλλά ακόμα και με εξαφάνιση. Στον αντίποδα, η αύξηση της συχνότητας και της έντασης ακραίων καιρικών φαινομένων (καταιγίδες, χαλαζόπτωση, πλημμύρες) αποτελεί μία επιπρόσθετη απειλή για τις σοδειές σε ολόκληρη τη χώρα. Για τον μετριασμό και την αντιμετώπιση των επιδράσεων αυτών προτείνονται μέτρα όπως:
* Η αποτελεσματικότερη χρήση των λιγοστών υδάτινων πόρων
* η κατασκευή αντιπλημμυρικών τειχών και η ανύψωση των αναχωμάτων για την προστασία από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας,
* η ανάπτυξη ανθεκτικών στην ξηρασία καλλιεργειών,
* η επιλογή δασικών ειδών και δασοκομικών πρακτικών λιγότερο ευάλωτων στις καταιγίδες και τις πυρκαγιές,
* η εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων και δημιουργία διαδρόμων για να διευκολυνθεί η μετανάστευση των ειδών.
Η προσαρμογή μπορεί να περιλαμβάνει, τόσο εθνικές όσο και περιφερειακές στρατηγικές, καθώς και πρακτικά μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο ή από μεμονωμένα άτομα. Η προσαρμογή αφορά τόσο στα φυσικά όσο και τα ανθρώπινα συστήματα.
Η λήψη μέτρων προσαρμογής προϋποθέτει την εκτίμηση των επιπτώσεων της κλιματικής μεταβολής σε διάφορους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο καθώς επίσης και τον προσδιορισμό του οικονομικού μεγέθους των εν λόγω επιπτώσεων.