* Του Αλεξάνδρου Οικονόμου
Όσο και αν η χολή των ανθρώπων που μισούν την αλήθεια ποτίσει δηλητήριο τις καρδιές επερχόμενων γενεών, όσο κι αν σαν βάλσαμο ο χρόνος για τη λήθη στάξει στην ανθρώπινη ψυχή, όσο και αν η αχλή αυτή του χρόνου γίνει προπέτασμα στο φως, το φως αυτό καταυγάζει τις ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.
Για να διδάσκεται η οικουμένη τους μεγάλους σταθμούς και τις Εθνικές Εποποιίες της. Πέρασαν 75 χρόνια από τον Οκτώβριο του 1940. Ήταν τότε η Ελλάδα μια ανυπολόγιστη περιφερειακή εθνική μονάδα που πάλευε στα πελάγη της υπανάπτυξης μιας τραχείας μεσοπολεμικής εποχής, σημαδεμένης από ζημιογόνα κινήματα και πιεσμένη από πολεμικές προπαρασκευές ενός άκρατου Εθνικισμού του σοσιαλιστικού ρατσισμού, ο οποίος υποτίμησε το ανθρώπινο ον και το κατέστησε εκβιαστικά ένα γρανάζι της αδυσώπητης μηχανής των καταναλωτών συμφερόντων του.
Η Ελλάδα, το λαμπερό λίκνο του πολιτισμού και της Δημοκρατίας. Στο όνομα των οποίων επί αιώνων τώρα δοξάζεται η ανθρώπινη ύπαρξη, που εδώ γεννήθηκε και ωρίμασε η έννοια της Ελευθερίας. Δεν τη σεβάστηκε ο φασισμός και ο ολοκληρωτισμός: Γιατί ο φασισμός και ο ολοκληρωτισμός δεν έχει ιδανικά. Δεν έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν έχει συμπεριφορά. Είναι άκριτος. Είναι ανόητος. Είναι ασαφής. Είναι δειλός. Είναι μπαμπέσης - δόλιος - ύπουλος: Τούτο το απέδειξε η ιστορία μας, η οποία είναι αψευδής μάρτυς: Ήταν μεσάνυχτα!...
Τα φώτα στην Ιταλική Πρεσβεία των Αθηνών, που έδιδε δεξίωσιν με πολλούς προσκεκλημένους, επισήμους της Ελλάδος και άλλων πρεσβειών ξένων κρατών, είχαν αρχίσει να τρεμοσβήνουν. Μαρτυρούντα το τέλος αυτής της δεξίωσης. Φυσικά εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε δόλια και παραπλανητική. Στην ερημική, λόγω της προχωρημένης ώρας, Αθήνα, κάπου - κάπου, αργά και πού, μερικοί καθυστερημένοι διαβάτες των δρόμων της, γυρνούσαν από τα κέντρα διασκεδάσεως και πήγαιναν αργοπορημένοι στα σπίτια τους να κοιμηθούν. Όλος ο λαός της πατρίδας μας ήταν βυθισμένος, όπως πάντα, εις το βαθύ μεσονύκτιο ύπνο του δικαίου! Ενώ το ρολόι των τοίχων κάθε νοικοκυριού έδειχνε το γύρισμα κι αυτής της ημέρας του χρόνου κι έγραφε, 28ης Οκτωβρίου 1940.
Ο πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης προαισθανόταν κάποιο κακό και ανήσυχος στριφογύριζε στο κρεβάτι του, πασχίζοντας μάταια να κοιμηθεί! Λες και κάτι τον περίμενε αυτή τη νύχτα της νεκρικής σιωπής, την οποία μόνο μερικές κουκουβάγιες και το ούρλιασμα γατών στις στέγες των κεραμοσκεπών παλιών σπιτιών τη διέκοπταν. Για να δώσουν αυτές έναν απροσδιορίστου προελεύσεως λυπητερό τόνο. Ίσως αυτά τα δημιουργήματα του Θεού, οι πάνσοφες κουκουβάγιες, που από καταβολής κόσμου συμβολίζουν τη σοφία, καθώς και οι έξυπνες γάτες, να είχαν κάποια προαίσθηση, για ό,τι επιμελώς προετοιμασμένο, ήταν να συμβεί τούτη τη νύχτα!
Και πράγματι! Αναπάντεχα ξέσπασε ο κεραυνός εν αιθρία. Καθώς οι δείκτες του σπιτιού του πρωθυπουργού και κάθε σπιτιού έδειχναν περασμένα μεσάνυχτα! Και στον ουρανό το αστέρι, η Πούλια είχε αρχίσει να κατηφορίζει για να συναντηθεί με τον Αυγερινό, που ακόμη δεν είχε ξεπροβάλει κι αυτό στον ορίζοντα. Τότε ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Γκράτσι, μέσα στο βαθύ σκοτάδι που ταίριαζε η σκοταδιστική αποστολή του, χτυπούσε το κουδούνι του σπιτιού του πρωθυπουργού της Ελλάδος, και μεθυσμένος ακόμη από το γλέντι στην πρεσβεία επέδιδε το ιταλικό τελεσίγραφο! Το οποίον επρόσταζε την Ελλάδα να παραδοθεί!
Ο Ντούτσε ζητούσε την παράδοση της Ελλάδος εις τα εισβάλλοντα εκείνη τη στιγμή στα ηπειρωτικά σύνορά της, στρατεύματά του, που παραβίαζαν για το πέρασμά τους ανεμπόδιστοι, προς τη Μέση Ανατολή. Ζητούσε ο Ντούτσε την άνευ όρων υποταγή της Ελλάδος! Ο Μουσολίνι, μεθυσμένος από τον φασισμό του, ήθελε να κάνει έναν περίπατο, όπως έλεγε, στην Ελλάδα για την υποταγή της στα κατακτητικά σχέδιά του! Στην ιταμή πρόσκληση αυτού του τελεσιγράφου ο πρωθυπουργός εξ ονόματος του ελληνικού λαού και συνεχισταί αξίας κληρονομιάς των προγόνων μας και των διδαγμάτων, των αρετών της φυλής μας, με το «Μολών Λαβέ», με το «ταν ή επί τας», έδιδε την ίδιαν μονολεκτικήν απάντησιν: ΟΧΙ! ΟΧΙ είπε στον
Γκράτσι ο πρωθυπουργός, βγαλμένο μέσα από τις καρδιές των Ελλήνων. Και αυτό το ΟΧΙ έγινε εθνικός παιάνας, έγινε εθνικός θρύλος, έγινε τύμβος εθνικής θυσίας και αυταπαρνήσεως για την Ελλάδα, έγινε έπος και δίδαγμα των λαών της γης για την ελευθερία, για την πατρίδα, για τα ανθρώπινα ιδανικά και ιδεώδη.
Έτσι άρχισε ο πόλεμος που απροειδοποίητα, είχε προσλάβει τα ελληνικά φυλάκια την Ήπειρο και στην υπεράσπισίν τους έπεφτε μαχόμενος ο πρώτος νεκρός του πολέμου ηρωικός Υπολοχαγός Διάκος: Και ο ελληνικός λαός ξεχυνόμενος στους δρόμους φώναζε: Ζήτω ο πόλεμος! Και ο πόλεμος εδόξασεν στην ανθρώπινη οικουμένη την Ελλάδα. Για να πουν οι μεγάλοι ηγέτες ότι «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!». Αλλά τα ανθρώπινα κορμιά που χάθηκαν, η ανθρωποθυσία και το αγνό ελληνικό αίμα που χύθηκε, δυστυχώς δεν βρήκαν δικαίωσιν, και όχι μόνον, οι σύμμαχοι και η ΕΣΣΔ μεθόδευσαν την εμπλοκήν της πατρίδας μας σε νέες εθνικές περιπέτειες για να μην καθίσει στο τέλος, εκείνου του πολέμου η Ελλάς ως νικήτρια δύναμις στο τραπέζι των νικητριών δυνάμεων για τα εθνικά δίκαιά της που οι σύμμαχοι της υπέσχοντο! Το Έθνος μας από την ιστορία του, έμαθε να αγωνίζεται για να ζήσει, ενώ βρικόλακες, επίορκοι, αρουραίοι, ψεύτες, κάπηλοι ιερών και οσίων, γεννώνται, ακαταπαύστως σ' αυτόν τον τόπο. Δυστυχώς προδότες φυτρώνουν σαν τ' αγκάθια, σ'αυτή την γη. Και αυτά πρέπει κάποτε να εκριζωθούν!