* Από τον Δημήτρη Νούλα
Το ελληνικό στοίχημα επιβίωσης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και στο ανταγωνιστικό τοπίο της παγκοσμιοποίησης είναι αλήθεια ότι έχει μακρύ δρόμο ακόμη μπροστά του και μακρό χρόνο για να πούμε ότι έχει κερδηθεί. Άλλωστε μια τέτοια προσπάθεια οφείλει να είναι συνεχής, αδιάλειπτη και χωρίς ημερομηνία ολοκλήρωσης ή αλλιώς η «διαταγή» του εκάστοτε κυβερνήτη προς το πλήρωμα του καϊκιού «Η Ωραία Ελλάς» πρέπει να είναι μία και μόνη: πρόσω ολοταχώς.
Η δικτατορία (1967-74) κληροδότησε στη Δημοκρατία, εκτός από την βαθιά πληγή του Κυπριακού προβλήματος, την Ελλάδα της πολιτικής εξάρτησης και της κοινωνικής και οικονομικής υστέρησης παρά την αξιοσημείωτη σταθερότητα που εμφάνισε το καθεστώς εκείνο σε κάποιους οικονομικούς δείκτες. Κληροδότησε ακόμη μια κοινωνία φοβισμένη και καθηλωμένη από νοοτροπίες, κοινωνικές συμπεριφορές και πρότυπα που ως αντιλήψεις απέπνεαν συντήρηση και αναχρονισμό που πόρρω απείχε του ευρωπαϊκού προτύπου.
Τα πράγματα, βεβαίως, δεν διορθώθηκαν αυτόματα με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας καθώς παρέμεναν εστίες αυταρχικότητας στην κρατική μηχανή και η κοινωνία διατηρούσε χαρακτηριστικά εσωστρέφειας, ενώ ο φόβος της εκτροπής δεν εξέλιπε. Η μεγάλη «απελευθέρωση» της κοινωνίας μας έγινε κατά πρώτον μετά το μέγα επίτευγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή να εντάξει τη χώρα στην ΕΟΚ, πράγμα που άνοιξε λεωφόρους επικοινωνίας με την αναπτυγμένη Ευρώπη, και κατά δεύτερον από την έλευση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρ. Παπανδρέου στην κυβερνητική εξουσία γεγονός που επέτρεψε σε πολιτικούς των νεότερων γενιών, με πιο σύγχρονες αντιλήψεις, να κυριαρχήσουν και να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση.
Οι νέες πολιτικές δυνάμεις έκαναν σημαντικά βήματα καθώς σταμάτησαν οι διαχωρισμοί των πολιτών με βάση τα φρονήματά τους, οι απλοί εργαζόμενοι έπαψαν να είναι στο κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο, οι εκπρόσωποί τους (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΠΑΣΕΓΕΣ) αναγνωρίστηκαν από την Πολιτεία ως συνομιλητές της και η ενίσχυση του εισοδήματός τους από επίπονη και ελεγχόμενη παραχώρηση έγινε κεντρικός πολιτικός στόχος. Οι καθημερινοί άνθρωποι γεύθηκαν ακόμη πρωτοφανείς συνθήκες δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης από το ΕΣΥ και είδαν τα βλαστάρια τους να έχουν διάπλατα ανοιχτές τις θύρες των Πανεπιστημίων για εκπαίδευση και μόρφωση.
Ακολούθησαν, όμως, και υπερβολές που επέτρεψαν την ανάπτυξη εκφυλισμών καθώς το νέο πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να υπερβεί την παλιά κακιά συνήθεια του «μαυρογιαλουρισμού» και ανέδειξε τις πελατειακές σχέσεις ως εργαλείο διατήρησης της εξουσίας. Όλα αυτά υπήρξαν, μαζί με τον «συντεχνιασμό» και τον «κομματισμό» που εισέβαλε, σχεδόν, παντού και επέβαλε ασημαντότητες σε καίρια πόστα, το γόνιμο έδαφος επάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις της διαπλοκής και η διαφθορά.
Ο "κομματισμός" ταύτισε το κόμμα με το κράτος παραμερίζοντας τους πιο άξιους για λογαριασμό των «ημετέρων» ακόμη και σε κρίσιμους τομείς της Διοίκησης. Υπέσκαψε και συνεχίζει, δυστυχώς, να το κάνει την αυτόνομη λειτουργία των θεσμών και να υπονομεύει την κοινωνία "μολύνοντας" κάθε κοινωνικό και επαγγελματικό χώρο με τις αξίες και τις λογικές της παρεοκρατίας και της αναξιοκρατίας. Έτσι σημαντικοί μεταρρυθμιστικοί στόχοι που έγινε προσπάθεια να υλοποιηθούν κατά το παρελθόν και οι οποίοι θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν το καθολικό συμφέρον σκόνταψαν στον λαϊκισμό των κομματικών αντιδράσεων όπως π.χ. συνέβη με το εγχείρημα αλλαγών στο Ασφαλιστικό από τον Τ. Γιαννίτση.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως ο εκσυγχρονισμός μιας χώρας σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα που εμφανίζουν ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Ιδιαιτερότητες που, ασφαλώς, συνέβαλαν στην πρόωρη ένταξή της σε πιο αναπτυγμένους σχηματισμούς (ΕΟΚ, Ευρωζώνη) ώστε να οδηγηθεί το γρηγορότερο, με «εξαναγκασμένη κίνηση», σε συντονισμό με τις άλλες χώρες-εταίρους ώστε να αποκτήσει χαρακτηριστικά σύγχρονης χώρας. Σε κάποια το πέτυχε. Σε άλλα, όμως, παραμένει ζητούμενο.
Σήμερα, η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχθεί πλήρως ως ορθή την ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας καθώς και το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο των ευρωπαϊκών κρατών. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στις πρόσφατες εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου με την υπερψήφιση Α. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ παρά το γεγονός ότι υπέγραψε μια επώδυνη συμφωνία-μνημόνιο. Ταυτόχρονα όμως υφίστατο και υφίσταται η ισχυρή προσδοκία ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα ασκήσει πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης με πάταξη της λαθρεμπορίας καυσίμων, χτύπημα της φοροδιαφυγής και προστασία των μεσαίων και μικρών εισοδημάτων.
Κι όπως τονίζαμε σε προηγούμενο άρθρο μας στην «Ελευθερία» (Το ΝΑΙ μέσω του ΟΧΙ, 8 Ιουλίου 2015): «Η διασφάλιση της συνέχειας της χώρας στο ευρωπαϊκό οικοσύστημα ως αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας και των πολιτικών επιλογών του Αλέξη Τσίπρα είναι που μπορεί να τον μεταλλάξει από απλό ταλαντούχο πολιτικό σε σημαίνουσα προσωπικότητα αυτής της κρίσιμης ιστορικής περιόδου. Πολιτική προσωπικότητα που τότε, προφανώς, θα υπερβαίνει τα στενά όρια του ιδεολογικού και πολιτικού χώρου της ελληνικής αριστεράς».
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, στοιχηματίζουν, τώρα, για λογαριασμό ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, παλαιού και νέου, τη δυνατότητά του να βγει από το τέλμα και να εμπνεύσει τις νέες, κυρίως, γενιές με καινούργιο όραμα και πίστη στην Πολιτική. Αν αποτύχουν, ακολουθώντας τις πολιτικές πρακτικές των προκατόχων τους βάζοντας τις διαβόητες λίστες στο «ψυγείο» και κάνοντας τους φτωχούς φτωχότερους, είναι βέβαιο πως θα οδηγηθούν σε πλήρη απαξίωση με ορατό τότε τον κίνδυνο νομιμοποίησης στη λαϊκή συνείδηση του φαντάσματος των διάφορων εκδοχών του φασισμού. Πράγμα που όπως και στην αρχή του παρόντος αναφέραμε επιφυλάσσει μόνο δεινά για τον λαό και το Έθνος.
Γι’ αυτό μία και μόνο επιλογή υφίσταται: πρόσω ολοταχώς στον ευρωπαϊκό μονόδρομο δίχως ταλαντεύσεις και επιπόλαιους λεονταρισμούς που πλήττουν την αξιοπιστία της χώρας. Ιδιαίτερα όταν ο ρευστός και ασταθής περίγυρός μας εγκυμονεί προβλέψιμους αλλά και απρόβλεπτους κινδύνους.
* Ο Δημήτρης Νούλας, είναι χημικός