Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Είναι πρωί. Πολύ πρωί. Αχάραγα.
…Κι εκεί πάνω στο ύπνο τον πιο γλυκό, εκεί που δεν ανοίγουν τα βλέφαρα με τίποτα και το κουλούριασμα μέσα στην κουβερτούλα είναι
βάλσαμο, ξαφνικά αρχίζει να χτυπάει δαιμονισμένα το κουδούνι.
Στην αρχή δεν μπορούσε, όπως ήταν μέσα στον βαθύ ύπνο, να καταλάβει τι ήταν αυτός ο διαπεραστικός ήχος που άρχισε να του τριβελίζει ενοχλητικά το κεφάλι. Δεν έδωσε σημασία. Γύρισε από την άλλη και ξανακουκουλώθηκε με την κουβέρτα. Έβαλε και το κεφάλι μέσα για να μην τον ενοχλεί αυτή η περίεργη βοή. Αλλά αυτή συνέχιζε!
Πιο έντονα, πιο διαπεραστικά και χωρίς διακοπή. Μισάνοιξε τα μάτια αφουγκράστηκε καλύτερα και επιτέλους κατάλαβε. Ηταν το κουδούνι της πόρτας που χτύπαγε δαιμονισμένα. Γύρισε δίπλα κοίταξε το ξυπνητήρι, η ώρα δεν είχε πάει καλά-καλά ούτε έξι ακόμη. Ποιος ήταν τέτοια ώρα; «Να ‘γινε κάνα κακό;» σκέφθηκε αστραπιαία με τους παλμούς της καρδιάς του ήδη να ανεβαίνουν επικίνδυνα από την αγωνία που τον κατέλαβε.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι.
Δεν έβρισκε και τις παντόφλες μέσα στη σύγχυση και ξυπόλυτος με την πιτζάμα μισοπεσμένη όρμησε προς την εξώπορτα. Σαν έφθασε όμως κοντοστάθηκε. «Λες να είναι κάνας κλέφτης και να χτυπάει το κουδούνι για να με αιφνιδιάσει; Να μπουκάρει μέσα στο σπίτι και ποιος ξέρει και τι θα μας κάνει; Αυτοί πλέον έχουν αποθρασυνθεί» σκέφθηκε. Οπότε πήγε στο ματάκι και κοίταξε έξω και είδε κάτι φάτσες άγνωστες, κουστουμαρισμένες, ο ένας να έχει κολλήσει τη μούρη του στο μάτι της πόρτας και ο άλλος το χέρι του στο κουδούνι. «Μπα ποιοι είναι αυτοί; Δεν μοιάζουν για κλέφτες» απόρησε. «Αλλά πάλι ποτέ δεν ξέρεις»… «Ποιοι είστε, τι θέλετε;» φώναξε πίσω από την πόρτα. «Εφορία, ανοίξτε την πόρτα γρήγορα!» «Εφορία! Δεν είμαστε με τα καλά μας και τι κάνετε τόσο πρωί στον σπίτι μου; Δεν σας πιστεύω». «Μα ανοίξετε τέλος πάντων κύριε Παπαδόπουλε, είπαμε είμαστε από την εφορία. Να κοιτάξτε στο ματάκι να δείτε και την ταυτότητά μας». «Και καλά τι κάνετε πρωί-πρωί στα σπίτια του κόσμου;». «Αυτή την εντολή έχουμε τώρα. Είναι το σύστημα Σόιμπλε με εντολή του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών του Αλεξιάδη. Πηγαίνουμε πρωί-πρωί στα σπίτια και κάνουμε αιφνιδιαστικούς φορολογικούς ελέγχους. Ελάτε, ανοίξτε να τελειώνουμε». Πάγωσε ο ανθρωπάκος. «Καλύτερα να ήταν κλέφτες, τουλάχιστον θα ήξερα τι ακριβώς θα μου πάρουν με τούτους εδώ δεν ξέρει ποτέ κανείς» σκέφθηκε. «Καλά-καλά περιμένετε ένα λεπτό ανοίγω να ρίξω κάτι πάνω μου γιατί είμαι με το σώβρακο».
Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα σε αλλόφρονα κατάσταση.
«Ξύπνα Κατίνα, ξύπνα! Πλακώσανε οι εφοριακοί!» «Τι λες χριστιανέ μου, πας καλά; Τώρα τους βλέπεις και στον ύπνο σου τους εφοριακούς;». «Ποιον ύπνο μου καλή μου γυναίκα έξω από την πόρτα μας είναι και περιμένουν να μπουκάρουν στο σπίτι!». «Έλα Χριστέ και Παναγία! Τι κάνουμε τώρα;». «Γρήγορα βγάλε τα λεφτά κάτω από το στρώμα της γιαγιάς, βγες στην αυλή και βάλτα στο παρτέρι και εγώ θα πάρω τα βιβλία και θα τα βάλω… πού να τα βάλω, το κέρατό μου; Καλά κάτι θα σκεφθώ» «Μα η γιαγιά κοιμάται! Πώς να τη σηκώσω δεν ακούει κιόλας!». «Έλα μωρέ γύρισέ την στον πλάι και πάρτα. Εδώ καιγόμαστε τώρα!». «Κι άμα ψάξουν και στην αυλή;». «Τώρα με μένα είσαι ή με τους εφοριακούς; Άντε γρήγορα, δεν τους ακούς, χτυπάνε πάλι, πανάθεμα το κεφάλι τους και το κεφάλι του Σόιμπλε και του Αλεξιάδη μαζί, που κακό χρόνο να ‘χουν».
… «Ορίστε, ορίστε περάστε»
«Μα κ. Παπαδόπουλε τι κάνατε τόση ώρα; Γιατί δεν ανοίγατε;».
«Ε να, επειγόμουν και για τουαλέτα, μέχρι να πάω να ρίξω και κάτι πάνω μου, καταλαβαίνετε. Είναι και άγριο χάραμα, μας πιάσατε στον ύπνο». «Καλά-καλά αφήστε τα αυτά τώρα. Στο προκείμενο». «Δηλαδή πιο προκείμενο; Δεν καταλαβαίνω!». «Ελάτε τώρα, όλοι έτσι λένε». «Δηλαδή πήγατε και σε άλλον πριν από μένα;». «Βεβαίως! Από τις τέσσερις το πρωί έχουμε πιάσει δουλειά. Τι νομίζετε; Η Εφορία δεν κοιμάται! Αγρυπνεί» . Ξεροκατάπιε ο Παπαδόπουλος, του ήρθε στο νου τι θα είχαν πάθει στο μεταξύ οι «άλλοι» πριν από αυτόν, τον έκοψε κρύος ιδρώτας και ψέλλισε: «Ναι καλά, και τι θέλετε ακριβώς; Εδώ είναι το σπίτι μου δεν είναι το μαγαζί μου». «Αφήστε τα αυτά τα ξέρουμε. Θέλουμε τα βιβλία, θέλουμε να μας πείτε αν έχετε λεφτά στο σπίτι και πόσα από αυτά που σηκώσατε από την τράπεζα μετά τα κάπιταλ κοντρόλ, θέλουμε να δούμε αν έχετε τίποτα αξίας εδώ μέσα που δεν το έχετε δηλώσει και όλα αυτά τέλος πάντων, ξέρετε εσείς». «Τι να ξέρω; Εγώ στο σπίτι δεν έχω τίποτα. Ούτε και πουθενά αλλού δηλαδή, ίσα που τα φέρνουμε βόλτα και τα βιβλία είναι στο μαγαζί. Τι να σας πω δηλαδή; Αν θέλετε κάτι να φορολογήσετε καλά και ντε, φορολογήστε την πεθερά μου, να μέσα στο δωμάτιο είναι». «Αφήστε τα αυτά κ Παπαδόπουλε, εδώ δεν παίζουμε. Όλοι τα ίδια μας λένε. Αν δεν μας τα πείτε μόνος σας θα ψάξουμε να τα βρούμε». «Μα καλά μπορείτε να μπαίνετε σε ξένα σπίτια και να ψάχνετε; Δεν χρειάζεται ξέρω ‘γω κάποιο χαρτί από εισαγγελέα για να κάνετε έρευνα σε ξένο σπίτι στα καλά καθούμενα;». «Τι λέτε τώρα; Έχουμε απεριόριστη εξουσία βάσει νόμου. Για μεριάστε να περάσουμε, να ψάξουμε».
Μέριασε ο Παπαδόπουλος.
Έφτασε στο μεταξύ αλαφιασμένη με το μπικουτί στο κεφάλι και το νύχι μαύρο από το σκάψιμο στον κήπο η Κατίνα και από την πόρτα στο βάθος πρόβαλε και το κεφάλι της αγουροξυπνημένης πεθεράς που μέσα στην κουφαμάρα της κοίταζε περίεργα και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Άρχισε το ψάξιμο των… λαγωνικών. Πήγαν εδώ, πήγαν εκεί, πήγαν παραπέρα. Αναποδογύρισαν μαξιλάρια, σήκωσαν στρώματα, μπήκαν στο μπάνιο με την Κατίνα να τρέχει ξωπίσω και να ψελλίζει για να δικαιολογηθεί «αχ με συγχωρείτε δεν ήξερα ότι θα έρθετε και το σπίτι είναι άνω-κάτω αλλιώς θα είχα συγυρίσει» και τα «λαγωνικά» να την κοιτάζουν με μισό μάτι. Τίποτα, τζίφος. Όσο για πράγματα αξίας ούτε λόγος. Ένα μικροαστικό σπίτι με τα κάδρα του κιλού, τα μπιμπελό του παζαριού και τα έπιπλα ευρείας χρήσεως.
Είχε βεβαίως μπόλικα κεντήματα και σεμεδάκια από τα τραπέζια μέχρι τα μπράτσα τον καναπέ και την τηλεόραση αλλά αυτά δεν φορολογούνται. Τουλάχιστον όχι ακόμη.
Σταμάτησαν. Στο μεταξύ είχε ξημερώσει και έξω είχε πιάσει να ρίχνει με το τουλούμι τη βροχή. «Βλέπω έχετε και κήπο» είπε ένα από τα «λαγωνικά». Του κόπηκαν τα ήπατα του Παπαδόπουλου. «Ε ναι, ένα κηπάκι είναι. Να, βάζουμε και κάνα ζαρζαβατικό τώρα με την κρίση για να τα βγάζουμε πέρα». «Ναι, ναι» του απάντησαν αδιάφορα τα λαγωνικά και εξακολούθησαν να περιεργάζονται τον κήπο. «Λες να βγούμε έξω να κοιτάξουμε;» ρώτησε ο ένας. «Δεν πας καλά βρέχει με το τουλούμι, πού να βγούμε τώρα» απάντησε ο άλλος. «Δίκιο έχεις, δεν μας πληρώνουν και για τόσο πια!» απάντησε ο άλλος. «Άντε» πάμε να φύγουμε»
«Στο καλό, στο καλό» φώναζε ο Παπαδόπουλος την ώρα που τους ξεπροβόδιζε ανακουφισμένος.
Και μόλις σιγουρεύτηκε ότι τα «λαγωνικά» είχαν απομακρυνθεί αρκετά φώναξε: «Κατίνα, τρέξε, πάμε γρήγορα στον κήπο θα λιώσουν τα λεφτά και τα βιβλία από την πολλή βροχή»!