«Η νεότης είναι ασθένεια ιάσιμος» (Θεοδόσιος Τάσιος).
Ο σοφός δάσκαλος, κρατώντας το κοφτερό νυστέρι του σαρκασμού έταμε τη νεανική έπαρση. Κι ας ήταν άκακη, άδολη. Η ουλή όμως απόμεινε, για να συντροφεύει στις όποιες προσπάθειες ...ίασης. Γίνεται αθεράπευτη η ασθένεια, καθώς λένε, ή αφήνει ανήκεστες βλάβες, όταν η έπαρση είναι υπερβολική, η απληστία ακόρεστη, η ματαιοδοξία εγγενής, η παχυδερμία άτρωτη.
Δύο σχετικά «ταχυρεπορτάζ», ερασιτεχνικά αλλά ακριβή, προσφέρονται για αξιολόγηση.
Το πρώτο είναι από ένα... πιλοτήριο, αεροπλάνου. Το συνόψισε με γενναίο χιούμορ μια γενναία, η Γκόλντα Μέιρ: «Τα γηρατειά είναι σαν να είσαι στο πιλοτήριο ενός αεροπλάνου, που πετάει μέσα σε καταιγίδα. Λίγα πράγματα μπορείς να κάνεις...». Κάπως έτσι καταγράφηκε. Και, φυσικά, επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις, ανάλογα με το αν σκέφτεσαι ότι μια μέρα θα πετάξεις με το αεροπλάνο, αν ετοιμάζεσαι ν’ ανέβεις, ή αν είσαι μέσα... Όπως διαφοροποιούνται και οι πιθανές αντιδράσεις. Λ.χ. να εμπιστευθείς τον... πιλότο; Τον φυσικό ή τον... μεταφυσικό; Να αναλάβεις μόνος το πιλοτάρισμα; Υπάρχει πρόσφορη... προετοιμασία; κ.λπ. Καθείς με τον τρόπο του. Απόλυτα σεβαστό.
Το δεύτερο «ταχυρεπορτάζ» δεν έχει μεταφορές. Είναι άμεσο και στοιχειοθετημένο. Αποτέλεσμα πεισματικής (όσο και κοπιαστικής) καταγραφής στοιχείων από μέσα ενημέρωσης. Καμπόσοι, λοιπόν, συχνά-πυκνά, δημοσιοποιούν τις σκέψεις τους ξεκινώντας από διαπιστώσεις στις οποίες τους οδηγεί μια χρόνια δυσανεξία. Λ.χ. ότι η ζωή μας έχει γίνει αφόρητη. (Ενώ, τα παλιά, καλά χρόνια...). Δεν αξίζει να τη ζεις. (Όπως και η δική τους, αν και αφόρητη...). Έχουν καταστραφεί αρχές. (Πού, οι καλές παλιές βεβαιότητες;). Οδηγούμαστε σε έναν ηθικό κατήφορο. (Κι ας ήμασταν, παλιά, τόσο... αγνοί). Η κρίση είναι ολόπλευρη. (Η δική τους... κρίση, εξαιρείται). Μας δημιουργεί προβλήματα η υπερβολική ελευθερία που έχουμε. (Έλα ντε, ... συφοριασμένε). Και άλλα, παρόμοια στερεότυπα. Όλα έωλα, τουτέστιν... μπαγιάτικα. Αυτά, ακούσματα και διαβάσματα συνήθως, από συνομηλίκους με τους οποίους έχουμε μπει στο... πιλοτήριο. Δεν λείπουν βέβαια και οι πάσχοντες από πρόωρο γήρας, με ανάλογες επιδόσεις σε επαναλήψεις και αναμασήματα.
Σε παρόμοιες εκδηλώσεις διαφαίνονται δύο χαρακτηρολογικά στοιχεία.
Πρώτα μια ανάγκη: της αναπόλησης, της αναδρομής, του ρεμβασμού στο παρελθόν. Της παυσίλυπης νοσταλγίας των νιάτων. Οι γέροι, συνήθως, αποφεύγουν να αναλύσουν το «άλλοτε». Νιώθουν ότι τους λείπουν σύγχρονα εργαλεία. Γι’ αυτό, μισοκλείνουν τα μάτια, και αφηγούνται το παρελθόν κυρίως με εικόνες... Και χαρίζουν εκείνες τις μαγευτικές καταθέσεις της ευγηρίας τους. Χαϊδεύει πλέον το παρελθόν και χαϊδεύεται απ’ το μέλλον ο παππούς, όταν αφηγείται. Γοητεύει η γιαγιά με τη μοναδική ομορφιά της περίσσειας αγάπης της. Με τρυφερή αλήθεια.
Άλλο, όμως, αυτό και άλλο η πεισματική εμμονή σε στερεότυπα που δεν μπορούν να τα αποχωριστούν. Όπως αυτά που, ενδεικτικά, περιγράφηκαν παραπάνω. Εκείνος ο υποχονδριασμός, μια απελπισμένη, φοβισμένη ίσως κίνηση, μη και θιγούν υπαρξιακές βεβαιότητες. Δικαίωμά τους; Ναι. Είναι όμως και δικαίωμα, του θεατή ή αναγνώστη τους, να αρνηθεί ή να μη συμμεριστεί την κατατονία, την κατάθλιψη, τη μελαγχολία και την ψοφοδεή πρόταση που διατυπώνουν. Εκτός αυτού υπάρχει μια πιο ουσιαστική, πολιτική ένσταση. Αυτές οι στάσεις, με επιλεκτικές παλινδρομήσεις της μνήμης, είναι το έρεισμα μιας οργάνωσης που αποτρέπει αλλαγές της. Ενισχύουν και - βασικά - συντηρούν τάξεις πραγμάτων που πρέπει να μείνουν αναλλοίωτα.
Το άλλο χαρακτηρολογικό στοιχείο είναι ένα φιλτράρισμα της μνήμης. Όταν δραστηριοποιείται, σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι εκλεκτική. Αφήνει να φανούν εκείνα που στηρίζουν την άποψη: σ’ εκείνα, τα παλιά, τα καλά τα χρόνια, πόσα ωραία πράγματα γινόταν; Όλα ήταν όμορφα! Ενώ τώρα;... Με ισχυρό συναισθηματικό επιχείρημα: εκείνα τα ευτυχισμένα παιδικά ή εφηβικά μας χρόνια, κι ας μην είχαμε ό,τι έχουν σήμερα οι νέοι! Διαλανθάνουν, ελλειπτικά, οι αναμνήσεις των «μη ευτυχισμένων» παιδιών, εκείνων των «παλιών καλών καιρών»... Κατά σύμπτωση (...), οι τυχεροί επιβιώσαντες λησμονούν τους συνομηλίκους που αναξιοπάθησαν, ή τους... αγνοούμενους. Οδηγείται έτσι η ματιά του νεότερου αναγνώστη (ή θεατή) σε μίζερη θέαση του κόσμου και της ζωής: «Ε, αφού είναι σκάρτη η δημοκρατία μας, αφού καταστράφηκε το περιβάλλον, αφού δεν έχει νόημα η ζωή μας, αφού όλα αυτά κι άλλα πολλά (ενώ, παλιά...), γιατί να νοιαστώ;».
Αυτός ο τρόπος χειρισμού του παρελθόντος θυμίζει ταχυδακτυλουργικό τρικ. Εκείνο με το καπέλο. Τραβάει το πρώτο μαντίλι ο ταχυδακτυλουργός, το άσπρο, και σε προδιαθέτει. Αν ακολουθήσει μια σειρά ‘ιστορικά’ πολύχρωμα πείθει για τις ικανότητές του. Αν τα βγάλει όλα... μαύρα κι άραχλα, σκοταδιστικά, δεν πείθει. Τρομάζει, φοβίζει και κερδίζει μόνο τον αυτοθαυμασμό του...
Μία άλλη «ιαματική μέθοδο», απόλυτα φυσιολογική (ιαματικό ανέκδοτο είναι), μου την έδειξαν δυο φίλοι, καθισμένοι ο ένας δίπλα στο άλλο, σ’ εκείνη την αποβάθρα της... αναμονής. Εκεί που βρίσκονται οι...εμπροσθοφυλακές, των λοιπών επαναπαυμένων.
-«Θυμάσαι;» ρωτάει ο ένας.
-«Ε,... αρκετά!» λέει ο άλλος μεγάθυμα, μη και φέρει σε δύσκολη θέση τον σύντροφό του. Σκέφτεται για λίγο ο πρώτος και επανέρχεται:
-«Με τον... νταβατζή σου, πώς τα πας;»
-«Ποιον;»
-«Τον νταβατζή, τον... προστάτη σου μωρέ!»
-«Ε, καλά, τον θυμάμαι, με θυμάται... Γιατί;»
-«Να, εγώ είμαι στην πρώτη φάση...»
-«Δηλαδή;»
-«Στην πρώτη φάση αρχίζεις και ξεχνάς ονόματα... Ναι, μωρέ, κάπου σε ξέρω... Δηλαδή, το επίθετό σου δεν θυμάμαι καλά... Αρχίζει η πρώτη φάση της ίασης. Μετά αρχίζεις και, σιγά-σιγά, ξεχνάς πρόσωπα... Η δεύτερη φάση. Από πού σε ξέρω;... Α, ναι!...Μόνο το όνομά σου δεν θυμάμαι! (η παλινδρόμηση της μνήμης που λέγαμε). Στην τρίτη φάση τρέχεις βιαστικά, από ανάγκη, πίσω από την αποβάθρα και γυρίζεις μ’ ανοιχτά τα... μαγαζιά. Στην τέταρτη τα ξεχνάς... κλειστά!»
Καιρός να ωριμάσουμε!
xatzis@hotmail.com