Τούτες τις μέρες γιορτάζουμε για άλλη μια φορά την επέτειο του «ΟΧΙ». Ενώ καμαρώνουμε, όμως, για τις ηρωικές πράξεις του ελληνικού στρατού στα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας, δεν νιώθουμε καθόλου υπερήφανοι, που την περίοδο εκείνη τις τύχες της Ελλάδας κρατούσε στα χέρια του ένας δικτάτορας, ο Ι. Μεταξάς, ο οποίος από τις 4 Αυγούστου 1936 επέβαλε ανελεύθερο καθεστώς φυλακίζοντας και εκτοπίζοντας, όσους ήταν ύποπτοι για αντιδικτατορική δράση.
Γι΄αυτό και, για να γίνουν καλύτερα γνωστές οι συνθήκες, κάτω απ΄τις οποίες έγινε η πολιτική αυτή μεταβολή στη χώρα μας, θα πάμε χρονικά λίγο πιο πίσω. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, τις τύχες της χώρας πήρε στα χέρια της η επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα – Γονατά. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄έφυγε από την Ελλάδα και ύστερα από δύο βραχύβιες κυβερνήσεις Βενιζέλου – Καφαντάρη σχημάτισε κυβέρνηση ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου στις 24 Μαρτίου 1924. Αμέσως κατάργησε τη Βασιλεία και ανακήρυξε Δημοκρατία με «προσωρινό ρυθμιστή του πολιτεύματος» το ναύαρχο Κουντουριώτη. Στο δημοψήφισμα, μάλιστα, που διενεργήθηκε, υπέρ της Δημοκρατίας ψήφισε το 70% και υπέρ της Βασιλείας το 30%.
Η κατάσταση, ωστόσο, συνέχισε να είναι ρευστή. Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σαν τα πουκάμισα. Πρωταγωνιστές στον πολιτικό στίβο ήταν δύο κόμματα` το κόμμα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Ελ. Βενιζέλο και το Λαϊκό κόμμα με τον Παναγή Τσαλδάρη. Τα κόμματα αυτά εναλλάσσονταν στην εξουσία είτε αυτόνομα, όταν εφαρμοζόταν πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, είτε συνεργαζόμενα, όταν εφαρμοζόταν αναλογικό. Χαρακτηριστικό γνώρισμα, επίσης, αυτής της περιόδου είναι η ευκολία με την οποία ανατρέπονταν εκλεγμένες κυβερνήσεις με στρατιωτικά πραξικοπήματα, εκ των οποίων το πρώτο ήταν αυτό του Θ. Πάγκαλου τον Ιούνιο του 1925 ως τον Αύγουστο του 1926, το οποίο ανατράπηκε πάλι με πραξικόπημα από τον Γ. Κονδύλη.
Ακολούθησε, κατόπιν, η πετυχημένη θητεία της κυβέρνησης Βενιζέλου (1918-1932) με Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Στις νέες εκλογές του Σεπτεμβρίου 1932, που εφαρμόσθηκε η απλή αναλογική, κανένα κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Η πλέον αριθμητική λογική λύση ήταν μια κυβέρνηση συνεργασίας όλων των δημοκρατικών κομμάτων. Μία τέτοια λύση, όμως, απέρριπταν και ο Βενιζέλος και οι ηγέτες των μικρών δημοκρατικών κομμάτων, επειδή δεν ήθελαν να μονοπωλήσουν τις ευθύνες της εξουσίας σε μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας και γενικής λαϊκής δυσφορίας, που ακολούθησε μετά το οικονομικό κραχ του 1929. Τελικά το Λαϊκό κόμμα, και αφού προηγουμένως ο αρχηγός του Παναγής Τσαλδάρης αναγνώρισε δημοσίως το υφιστάμενο δημοκρατικό πολίτευμα, σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας.
Το Γενάρη του 1933 η κυβέρνηση Τσαλδάρη καταψηφίστηκε και ο Ε. Βενιζέλος σχημάτισε ξανά κυβέρνηση, η οποία δεν εμφανίστηκε ποτέ στη Βουλή, γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκήρυξε εκλογές για τις 5 Μαρτίου 1933 με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα αυτή τη φορά, σαν αυτό που εφαρμόσθηκε το 1928.
Στις εκλογές αυτές πλειοψήφησε η Ηνωμένη Αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Παν. Τσαλδάρη του Λαϊκού κόμματος. Ωστόσο την επομένη 6 Μαρτίου 1933, ο Ν. Πλαστήρας με την ανοχή του πρωθυπουργού Βενιζέλου, θεωρώντας την άνοδο των «Λαϊκών» στην εξουσία σαν πραγματική εθνική καταστροφή πραγματοποίησε νέο στρατιωτικό πραξικόπημα με τη βοήθεια των ενόπλων δυνάμεων και κατέλαβε την εξουσία, προχωρώντας σε προγκρόμ κατά των αντιπάλων του και του μη φιλικού Τύπου. Τελικά το κίνημα απέτυχε λόγω της αντιδράσεως της ανωτάτης ηγεσίας του Στρατού, παραδόθηκε η εξουσία στην κοινοβουλευτική κυβέρνηση Τσαλδάρη, ενώ φυγαδεύτηκε ο Πλαστήρας στο εξωτερικό, χωρίς, ωστόσο, να αμνηστευθούν οι πράξεις του.
Η κυβέρνηση αυτή ξεκίνησε, αμέσως, τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως του κινήματος της 6ης Μαρτίου, αποτάσσοντας μεγάλο αριθμό ανωτάτων αξιωματικών συνεργατών του Πλαστήρα και ασκώντας διώξεις για εσχάτη προδοσία εναντίον των υπευθύνων, του Βενιζέλου και Πλαστήρα μη εξαιρουμένων, ύστερα από πρόταση αντιβενιζελικών βουλευτών και με επικεφαλής το Μεταξά. Ωστόσο, στις 20 Νοεμβρίου με εισήγηση Τσαλδάρη εκδόθηκε Π.Δ. αμνήστευσης, όσων αναμίχθηκαν στο κίνημα.
Η εξέλιξη αυτή στάθηκε, όμως, αφορμή να μην ξαναεμφανισθεί άλλη φορά στη Βουλή ο Βενιζέλος, εναντίον του οποίου, μάλιστα, στις 6 Ιουλίου 1933 έγινε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του, γεγονός που συντάραξε την πολιτική κατάσταση της χώρας και όξυνε τα πολιτικά πάθη εντός και εκτός Κοινοβουλίου. Κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες την 1η Μαρτίου 1935, ύστερα από πολύμηνη προετοιμασία, εκδηλώθηκε από βενιζελικούς αξιωματικούς και στελέχη της βενιζελικής παράταξης, με τις ευλογίες πάλι του Βενιζέλου, νέο στρατιωτικό πραξικόπημα με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη, ωστόσο, δεν αιφνιδιάστηκε. Έθεσε σε εφαρμογή το Νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας, ανέστειλε τα κυριότερα άρθρα του συντάγματος και κήρυξε στρατιωτικό Νόμο και μερική επιστράτευση. Άρχισε, έτσι, την αντεπανάσταση με εμπνευστή τον υπουργό Στρατιωτικών Κονδύλη. Η ανάληψη της αρχηγίας από τον Βενιζέλο, ο οποίος φοβόταν κατάλυση της Δημοκρατίας και παλινόρθωση της Μοναρχίας συνέβαλε στη σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης.
Αργά το βράδυ της 2ης Μαρτίου 1935 ο Μεταξάς, στρατηγός εν αποστρατεία, γερμανόφιλος και φιλοβασιλικός, που απ΄το 1926 εκλέγονταν συνεχώς Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ορκίστηκε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και ανατέθηκε στον Κονδύλη η ηγεσία των κυβερνητικών δυνάμεων.
Το κίνημα κατέρρευσε στις 11 Μαρτίου με τη φυγή του Βενιζέλου στο Παρίσι. Ακολούθησαν, πάλι, διώξεις και καταδίκες των πρωταιτίων, καταδικάστηκαν, ερήμην, σε θάνατο ο Βενιζέλος και ο Πλαστήρας, ενώ ο βενιζελικός κόσμος τελούσε υπό διωγμόν.
Στις 9 Ιουνίου 1935 έγιναν πάλι εκλογές. Η βενιζελική παράταξη απείχε, όπως τα βασιλικά κόμματα στις εκλογές του 1923. Ουσιαστικοί αντίπαλοι ήταν από το ένα μέρος οι φιλοβασιλικοί του Μεταξά και ο συνασπισμός Τσαλδάρη και Κονδύλη από το άλλο, που εξασφάλισε το 65% των ψήφων. Λίγους μήνες αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου, ο Κονδύλης και οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων κατήργησαν με πραξικόπημα την κυβέρνηση Τσαλδάρη και ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Γ. Κονδύλης ανέλαβε την πρωθυπουργία, κατέλυσε την Αβασίλευτη Δημοκρατία, ονομάσθηκε αντιβασιλέας και με νόθο δημοψήφισμα στις 3 Νοεμβρίου 1935 ( 97% υπέρ της Βασιλείας ) επανέφερε στο θρόνο το Γεώργιο Β΄ (25 Νοεμβρίου), στον οποίο υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του.
Για να αποφευχθούν νέες εκλογές αποφασίστηκε ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης, που ανατέθηκε στον καθηγητή του Αστικού Δικαίου Κωνσταντίνο Δεμερτζή, ο οποίος καθιέρωσε και πάλι το εκλογικό σύστημα της αναλογικής και προκήρυξε εκλογές για τις 26 Ιανουαρίου 1936. Στις εκλογές αυτές τα αντιβενιζελικά κόμματα συγκέντρωναν 143 έδρες και τα βενιζελικά 142. Οι κομμουνιστές με 15 έδρες έγιναν οι ρυθμιστές της καταστάσεως, φαινομενικά τουλάχιστον, γιατί, αμέσως μετά τις εκλογές, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, διάδοχος του Βενιζέλου μετά το θάνατό του στις 19 Μαρτίου στο Παρίσι, δήλωσε ότι δεν υφίστατο πια πολιτειακό θέμα για το κόμμα των Φιλελευθέρων και άρχισε βολιδοσκοπήσεις για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με το Λαϊκό κόμμα` το γεγονός αυτό εξόργισε τους αδιάλλακτους βασιλικούς αξιωματικούς, που δεν επιθυμούσαν την επαναφορά στο στράτευμα των απότακτων αξιωματικών.
Οι συνεννοήσεις Φιλελευθέρων και Λαϊκών δεν καρποφόρησαν. Απεναντίας ήλθαν σε συνεννόηση Φιλελεύθεροι και Κομμουνιστές για την εκλογή του προέδρου της Βουλής, γεγονός που θορύβησε τον τότε υπουργό στρατιωτικών Αλ. Παπάγο, που διαμήνυσε στο βασιλιά ότι δεν δεχόταν κυβέρνηση Βενιζελικών. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε το Μεταξά, στον οποίο με τη συγκατάθεση, μάλιστα, των βενιζελικών ανέθεσε το υπουργείο Στρατιωτικών και πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Σοφούλης. Ο νέος κύκλος επαφών μεταξύ Φιλελευθέρων, Λαϊκών και Εθνικών Λαϊκών δεν είχε επιτυχία. Τελικά ανατέθηκε εκ νέου στο Δεμερτζή ο σχηματισμός κυβέρνησης, με αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών το Μεταξά.
Στις 13 Απριλίου 1936, όμως, πέθανε ο Δεμερτζής. Τότε ο βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό, χωρίς να συμβουλευθεί καν τους πολιτικούς αρχηγούς, το Μεταξά. Απόπειρες συνεννόησης μεταξύ Φιλελεύθερων και Λαϊκών δεν έφεραν αποτελέσματα. Η κυβέρνηση Μεταξά πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τους Φιλελεύθερους και ανοχής από τους Λαϊκούς και το Θεοτόκη. Την καταψήφισαν Καφαντάρης, Γ. Παπανδρέου, Παπαναστασίου και για λογαριασμό του Κ.Κ.Ε. ο Σκλάβαινας.
Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς, με τη δικαιολογία της αποτροπής του κομμουνιστικού κινδύνου, κήρυξε δικτατορία, άρχισε τις διώξεις και εκτοπίσεις των αντιπάλων του και με το καθεστώς αυτό βρήκε, δυστυχώς, την Ελλάδα ο ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Γι΄αυτήν την εξέλιξη και γι΄αυτή την κακή συνήθεια, που απέκτησαν με τον καιρό οι ένοπλες δυνάμεις, να παρεμβαίνουν στην πολιτική ζωή της χώρας με τις ευλογίες πολιτικών κομμάτων, πώς είναι δυνατόν να είμαστε υπερήφανοι οι σημερινοί Έλληνες;