Ο Άγιος Αρτέμιος γεννήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του τρίτου μ.Χ. αιώνα και σπούδασε στην πόλη αυτή. Αγαπούσε δε από μικρός ιδιαίτερα τα ιερά γράμματα και για τούτο πίστευε ακράδαντα ότι ο Χριστιανισμός ήταν ο μόνος δρόμος σωτηρίας για κάθε άνθρωπο στη ζωή αυτή και ότι το μέλλον ανήκε στους Χριστιανούς. Από τα διάφορα δε περιστατικά της ζωής του Αγίου, τα πλέον αξιοπρόσεκτα, κατά τη γνώμη μας, ήταν τα εξής:
α) Η γνωριμία του με τον Μ. Κωνσταντίνο
Κατά τη νεότητά του ο Αρτέμιος είχε καταταγεί στο στρατό τού Μ. Κωνσταντίνου, που, περνώντας το 311 τις Άλπεις, είδε στον ουρανό το θαυμαστό σημείο του Σταυρού με την επιγραφή «Τούτω νίκα». Αυτό δε το σημείο του Σταυρού, που άστραφτε στον ουρανό «υπέρ τον ήλιον», το είδε τότε μαζί με όλο το στρατό και ο ίδιος ο Αρτέμιος, που στάθηκε από τη στιγμή εκείνη στο πλευρό του Μ. Κωνσταντίνου σε όλες τις δύσκολες στιγμές. «Ο δε μέγας Αρτέμιος, σημειώνει για τούτο ο Συμεών ο Μεταφραστής, συνήν τούτω (δηλαδή τω Μ. Κωνσταντίνω) διαπαντός εν παντί καιρώ τε και πράγματι, άτε και φίλος ων άριστος και των επ’ αρετή και παιδεία λαμπρυνομένων και της Χριστιανών πίστεως διάπυρος εραστής» (Μ. 115, 1164). Για τη φιλία του δε αυτή ο Μ. Κωνσταντίνος τον ανακήρυξε Αυγουστάλιο της Αλεξάνδρειας, δηλαδή άρχοντα - στρατηγό για τις τελετές που γίνονταν προς τιμήν των διαδόχων του Αυγούστου κατά την επιστροφή τους από νικηφόρους πολέμους.
β) Η πρωτοστασία του στη μεταφορά ιερών λειψάνων στην Κωνσταντινούπολη
Ιδιαίτερη αγάπη, όμως, προς τον Άγιο δεν έδειχνε για την πιστότητά του μονάχα ο Μ. Κωνσταντίνος, αλλά και ο γιος του Κωνστάντιος, που του ανέθεσε τη μεταφορά των ιερών λειψάνων του Αποστόλου Ανδρέα από την Πάτρα και του Ευαγγελιστού Λουκά από τη Θήβα. Στο αίτημα, όμως, εκείνο του αυτοκράτορα οι Χριστιανοί της Πάτρας αντιδρούσαν στην αρχή έντονα, γιατί δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα ιερά λείψανα του πολιούχου και προστάτη τους. Για τούτο ο Άγιος υπέδειξε τότε στους Πατρινούς εύσχημα να ζητήσουν από το βασιλιά, ως αντάλλαγμα, κάτι πάρα πολύ σπουδαίο για την πόλη τους, δηλαδή την κατασκευή νέου υδραγωγείου, που θα έφερνε νερό στην Πάτρα από το όρος Παναχαϊκό. Με τον τρόπο δε αυτό ξεπέρασε την αντίδραση των Χριστιανών της Αχαΐας και μετέφερε τελικά το ιερό λείψανο του Αποστόλου Ανδρέα στην Κωνσταντινούπολη. Κατά παρόμοιο δε τρόπο μετέφερε στη συνέχεια στην πρωτεύουσα και τα ιερά λείψανα του Ευαγγελιστού Λουκά από τη Θήβα και του Αποστόλου Τιμοθέου από την Έφεσο, πρωταγωνιστώντας σε κάθε θρησκευτική εκδήλωση, εξαιτίας της φλογερότατης πίστης του και της άκρας ευσέβειας. Για το λόγο αυτό δε ασφαλώς αναφέρεται από τον Συμεών το Μεταφραστή ότι «των αγίων λειψάνων των Χριστού Αποστόλων, Ανδρέου φημί και Λουκά και Τιμοθέου, αυτός εστίν ο την ανακομιδήν υπό Κωνσταντίου ποιήσασθαι κελευσθείς» (Μ. 115, 1164). Οι Αγιοι όμως, κατά τον ιερό Δαμασκηνό, είναι ο στρατός του Κυρίου. Για το λόγο αυτό ο φίλος των Αγίων Αρτέμιος χαρακτηρίζεται δίκαια από τους υμνογράφους της εκκλησίας και ως «στρατιώτης του Χριστού αήττητος και καθαιρέτης του εχθρού γενναιότατος».
γ) Η συμπαράστασή του σε δύο αδικούμενους ιερείς και η υπομονή του στα βασανιστήρια
Ύστερα από τον Κωνστάντιο (337 - 361) έγινε αυτοκράτορας το 361 ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, που πρόσταξε ένα διωγμό σκληρό και ύπουλο εναντίον των Χριστιανών. Κατά το διωγμό αυτό οι άνθρωποι του αρνησίθρησκου βασιλιά συνέλαβαν αρχικά δύο ζηλωτές στην πίστη τους ιερείς της Αντιόχειας, τον Ευγένιο και τον Μακάριο, και άρχισαν να τους ανακρίνουν και να τους πιέζουν στο να αρνηθούν τη χριστιανική πίστη. Ύστερα δε από την αποτυχία των προσπαθειών τους, διατάχθηκε η άγρια μαστίγωσή τους. Την ώρα, όμως, των βασανισμών, που εκείνοι υπέμειναν καρτερόψυχα, εισπήδησε στο μέσο των δικαστών ο Αρτέμιος και στρεφόμενος προς τον παρόντα εκεί αυτοκράτορα είπε:
- Ω βασιλεύ, διατί ούτως απανθρώπως άνδρας αγίους και Θεώ αφιερωμένους οικίζεις (= κτυπάς) και αναγκάζεις εξάρνους γενέσθαι της αυτών πίστεως; Ίσθι τοιγαρούν ότι και αυτός άνθρωπος ει ομοιοπαθής... (και) μάνθανε ως η του Χριστού δύναμις ανίκητος ταύτη και αήττητος» (Μ. 115, 1184 - 1185). Βασιλιά μου, δηλαδή, γιατί δέρνεις ανελέητα άγιους ανθρώπους, για να αρνηθούν την πίστη τους, εφόσον δεν έφταιξαν σε τίποτε; Ξεχνάς ότι και συ είσαι άνθρωπος όμοιος με όλους τους άλλους... Μάθε λοιπόν ότι η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και αήττητη στους αιώνες.
Ακούγοντας τα πιο πάνω, ο Ιουλιανός πρόσταξε τότε να αφαιρέσουν παρευθύς τη ζώνη του αξιώματός του και να μαστιγώσουν τον Άγιο με βούνευρα, ενώ εκείνος έμεινε, παρά τα πιο πάνω, ακλόνητος στην πίστη του, σαν να έπασχε κάποιο άλλο σώμα. «Και ην ιδείν, λέγει ο Μεταφραστής Συμεών, ξένην τινά και ουκ ανθρωπίνην αυτού την υπομονήν» και η γη «αίματος πεπλήρωτο», ενώ εκείνος προσευχόταν λέγοντας: «Εδοκίμασας ημάς, ο Θεός, επύρωσας ημάς ως πυρούται το αργύριον, όπως εξαγάγης εις αναψυχήν» (Μ. 115, 1185 - 1188).
δ) Η ομολογία του Χριστού μπροστά στον αυτοκράτορα
Ύστερα από τα βασανιστήρια, διατάχθηκε ο εγκλεισμός του Αγίου στη φυλακή, ενώ την επόμενη ημέρα ο Ιουλιανός τον κάλεσε να προσφέρει θυσία στον ψευτοθεό Απόλλωνα, για να τον απαλλάξει από κάθε κατηγορία, νομίζοντας ότι αυτός είχε φονεύσει τον πατέρα του. Ο Άγιος, όμως, του φανέρωσε ότι τον καιρό της θανάτωσης του πατέρα του ο ίδιος βρισκόταν στην Αίγυπτο και δεν είχε καμία ανάμειξη σ’ αυτήν, ενώ ταυτόχρονα υπερασπίσθηκε και τον Μ. Κωνσταντίνο, «τον πάντων βασιλέων υπέρτερον». Πάνω απ’ όλα, όμως, του έκανε λόγο για τον Χριστό - Σωτήρα, τον Οποίο «άνωθεν οι προφήται προκατήγγειλαν... και πολλαί της Αυτού παρουσίας αι μαρτυρίαι» (Μ. 115, 1193). Επειδή όμως εκείνος αντιδρούσε, για τούτο ο Άγιος φανέρωσε τότε στον Ιουλιανό ότι και «αυταί αι των παρ’ υμίν σεβομένων θεών χρησμωδίαι και προσαγορεύσεις, τα τε Σιβύλλια γράμματα και η Βιργιλία του Ρωμαίου ποίησις, και ην υμείς Βουκολικήν ονομάζετε, ικανώς τα περί Αυτού δηλούσιν, αυτός τε ο παρ’ υμίν θαυμαζόμενος Απόλλων ο μαντικός τοιούτον δη τινά περί Χριστού εξεφώνησε λόγον», λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι «και ο παθών Θεός εστί...» (Μ. 115, 1193). Και στα βιβλία δηλαδή τα δικά σας, τα αναφερόμενα σε θεούς, υπάρχουν πολλά κείμενα που κάνουν λόγο για τον Χριστό, όπως είναι π.χ. οι χρησμοί της Σιβύλλης, τα ποιήματα του Ρωμαίου Βιργιλίου, τα Βουκολικά ποιήματα και άλλα. Αλλά τι λέγω, εφόσον καν αυτός ο λατρευμένος από σας ψευτοθεός της Μαντικής Απόλλων έκανε λόγο για τον Χριστό, χαρακτηρίζοντας Αυτόν «επιπνοία του Πνεύματος» ως τον «παθόντα Θεό» και «τους την κτίσιν λατρεύοντας πανσούφους» ελέγχοντας.
Ο Ιουλιανός, όμως, ήταν εντελώς πωρωμένος και ασυγκίνητος. Για τούτο ο Άγιος τον διαβεβαίωσε τελικά ότι για τίποτε στον κόσμο δεν θα αρνιόταν την πίστη του Χριστού, στην οποία, σε μια αποστροφή του λόγου, παρακάλεσε και τον ίδιο να ξαναγυρίσει, γιατί η ευσπλαχνία Του είναι απροσμέτρητη και είναι πάντοτε έτοιμος να τον δεχθεί και πάλι κοντά Του. «Ουκ εξάμνυμι τον Χριστόν μου, είπε επί λέξει, μη γένοιτο. Την μυσαράν... ασέβειαν ουκ ασπάζομαι, αλλ’ εν οις εδιδάχθην μενώ και των πατρικών ανθέξομαι παραδόσεων» (Μ. 115, 1193). Βλέποντας δε το βασιλιά άφωνο, μη έχοντα τι να αποκριθεί, ο Άγιος συνέχισε:
- Άφες, ω Βασιλεύ, την νεκράν ήδη... θρησκείαν (της ειδωλολατρίας) και πρόσελθε τω Χριστώ, μακρόθυμος γαρ έστι και φιλάνθρωπος και ουκ απώσεταί σε μεταμελούμενον» (Μ. 115, 1196 Α). Ο Ιουλιανός, όμως, και πάλι παρέμεινε ασυγκίνητος. Για τούτο εξύβρισε τον Άγιο και πρόσταξε να τον βασανίσουν πιο σκληρά με πυρωμένες σούβλες, ενώ ο ίδιος «ώρμησε επί την Δάφνην», για να ριχτεί στις ακολασίες, τις χαρακτηριζόμενες και ως ασωτίες, ως μη σώζουσες δηλαδή τον άνθρωπο.
Ο άγιος όμως, ο «ουρανίους ελλάμψει φωτισθείς» κατά τους υμνογράφους, αναδείχτηκε ομολογητής του μυστηρίου της πίστεως, που, κατά το θεοκίνητο απόστολο των Εθνών «στόματι ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10, 10).
ε) Η πρόγευση των ουράνιων αγαθών από τον Άγιο και η «τιμωρία» του Αποστάτη αυτοκράτορα
Ενώ, όμως, ο Άγιος βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή μετά τα βασανιστήρια, κατά το μεσονύκτιο ένα φως ιλαρό καταφώτισε το κελί του, ενώ η απαστράπτουσα μορφή του Κυρίου παρουσιάστηκε μπροστά του, εγκαρδιώνοντας αυτόν και λέγοντας: «Ώσπερ αυτός ωμολόγησάς με ενώπιον των ανθρώπων επί της γης, ομολογήσω καγώ σε ενώπιον του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Μ. 115). Όπως, δηλαδή, εσύ με ομολόγησες μπροστά στους άρχοντες της γης, έτσι και εγώ θα ομολογήσω το όνομά σου μπροστά στον Πατέρα μου στους ουρανούς. Ταυτόχρονα δε θεραπεύτηκαν οι πληγές του Αγίου, που πήρε θάρρος ακατανίκητο, ώστε να δοξάζει το υπόλοιπο μέρος της νύχτας το όνομα του Κυρίου Ιησού, ενώ έσπευδε το εξής «τελειώσαι τον δρόμον» του μαρτυρίου του. Ο Αποστάτης αυτοκράτορας, βέβαια, πρόσταξε στη συνέχεια τον αποκεφαλισμό του Αγίου. Εκείνος, όμως, απτόητος παρακάλεσε τον Κύριο να δεχθεί «μετ’ ειρήνης» την ψυχή του και να αναπαύσει αυτήν «μετά των Αγίων των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων» (Μ. 115, 1209).
Ο Αποστάτης όμως αυτοκράτορας, που λυσσομανούσε εναντίον των Χριστιανών, αναγκάστηκε να ομολογήσει, όταν πληγώθηκε κατάστηθα στον πόλεμο εναντίον των Περσών, το «νενίκηκας Χριστέ». Αυτό δε το τελευταίο θα γίνει μια ημέρα από όλους τους απίστους και αρνητές, που θα ομολογήσουν ταπεινωμένοι ότι «Κύριος Ιησούς Χριστός» (Φιλ. 2, 11).
Ύστερα από όλα τα πιο πάνω, θα έλεγα ότι όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Αγίου Αρτεμίου και ιδιαίτερα οι έχοντες αυτόν ως προστάτη τους Αστυνομικοί, μένοντας κι εμείς, όπως εκείνος, «πιστοί άχρι θανάτου» ή «άχρι τέλους» (Αποκ. 2, 26), για να λάβουμε μια ημέρα από τον Κύριο «τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. 2, 10).
Πρέπει να τιμήσουμε δε μαζί με τον υμνογράφο ως «Νοερόν φωστήρα της πίστεως, ότι ήλεγξε βασιλέα του εχθιστου και τω αίματι του μαρτυρίου αυτού την Εκκλησίαν Θεός επορφύρωσεν».
Και να υμνήσουμε «Το Του στρατιώτην του Χριστού του αήττητον,
και καθαιρέτην του εχθρού γενναιότατον,
του εν μεγίστοις τέρασιν εκλάμψον τα,
Ερθει γαρ ιόματα τοις προστρέχουσε πόθω,
και καταπαύει πόθη χάλεπα
και των εν θλίψει ανθρώπων προΐσταται».